Από τον Κώστα Μπάρμπα
Μία από τις πιο ευχάριστες μουσικές εκπλήξεις του 2013 ήταν το ντεμπούτο των Mother Turtle από τη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι παίζουν κάτι μεταξύ heavy / symphonic prog και neo-prog. Σε μία εποχή που ο επαγγελματισμός στη μουσική είναι πρακτικά δύσκολα εφικτός, ο Κώστας Κωνσταντινίδης, τραγουδιστής και (εξαιρετικός) κιθαρίστας των Mother Turtle, εξηγεί (με άλλοτε σοβαρό και άλλοτε σπαρταριστό ύφος) πώς η DIY λογική μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχή αποτελέσματα.
Η εμμονή με τα αγαπημένα prog στερεότυπα και η σύνδεση αιμορροΐδων ρινόκερου, σατανικών μανιταριών, κορεάτικου punk, Baywatch, Trivial Pursuit και Γιάννη Πάριου, όλα σε συσκευασία Βρετανικού φλέγματος με φιογκάκι Frank Zappa, αναδεικνύουν με άνεση τον Κώστα Μπάρμπα στον πιο τυχερό συντάκτη του progrocks.gr κατά τον πρώτο μήνα ζωής του site.
We praise the Mother Turtle!
Καλησπέρα Κώστα!
Καλησπέρα Κώστα. Ευχόμαστε ολόψυχα καλή επιτυχία και ό,τι καλύτερο με την καινούρια σας αυτή προσπάθεια στο progrocks.gr.
Σε ευχαριστούμε πολύ, εσένα και όλη τη μπάντα που μας κάνετε την τιμή. Ας αρχίσουμε λοιπόν με λίγα λόγια για τους Mother Turtle.
Οι Mother Turtle δημιουργήθηκαν το 2011, ως jam trio στην αρχή (με εμένα στην κιθάρα / φωνή, τον Κωστή Χασόπουλο στο μπάσο και τον Γιώργο Μπαλτά στα τύμπανα), στο οποίο προστέθηκε ο Γιώργος Θεοδωρόπουλος στα πλήκτρα και συμπληρώθηκε η ομάδα. Αρχίσαμε να συνθέτουμε σχεδόν κατευθείαν και καταλήξαμε να έχουμε όλα τα κομμάτια του δίσκου έτοιμα πριν καν το πρώτο μας live, χωρίς ωστόσο να έχουμε βρει κάποιο όνομα για το group. Καταλήξαμε στο «Hogweed» το οποίο και απορρίψαμε μετά την πρώτη μας εμφάνιση κιόλας, για ευνόητους θέλω να πιστεύω λόγους. Μετά το αλλάξαμε κατευθείαν σε Mother Turtle και να ‘μαστε.
Σε προσωπικό επίπεδο, τι είναι για σένα οι Mother Turtle;
Προσωπικά μιλώντας, οι Mother Turtle ήρθαν την κατάλληλη στιγμή, ως ένα είδος ψυχοθεραπείας, επιστρέφοντας στο να παίζω τη μουσική που μου αρέσει, το progressive rock, μετά από ένα μεγάλο διάστημα ως session μουσικός σε pop / rock σχήματα και διάφορες cover bands, στα οποία συμμετείχα μετά τη διάλυση των Hokam’s Razor, του prog metal γκρουπ στο οποίο έπαιζα απ το 2000 ως το 2005.
Η εμπειρία ως session μουσικός αλλά και ως μέλος των Hokam’s Razor πόσο και σε ποιους τομείς πιστεύεις ότι σε έχει βοηθήσει;
Γενικά η εμπειρία στη σκηνή και στο στούντιο είναι σημαντική, γιατί αποφεύγεις από ένα σημείο και μετά τα λάθη που κάνεις συχνά όταν είσαι πρωτάρης και επίσης διεκπεραιώνεις τα πάντα πιο γρήγορα. Επίσης, σιγά σιγά ωριμάζεις σαν μουσικός, κατασταλάζεις στις απαιτήσεις που έχεις από τον ήχο σου και συνειδητοποιείς για παράδειγμα ότι δεν χρειάζεσαι 100Watt ενισχυτές και θηριώδεις πεταλιέρες, γιατί πολύ απλά αν δεν παίζεις σε πολύ πολύ μεγάλα venues δεν θα σου χρειαστούν ποτέ. Επίσης, πολύ σημαντικό το ότι με το να ξέρεις τι θέλεις, κάνεις αυτομάτως πιο εύκολη τη ζωή του ηχολήπτη κι αυτός αντίστοιχα τη δική σου, γιατί αλλιώς μπορεί να προκύψουν τραγελαφικές καταστάσεις.
Με ποιον τρόπο συνθέτετε σαν μπάντα και από πού εμπνέεστε;
Όλοι φέρνουν ιδέες είναι η αλήθεια. Άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Πολλές ιδέες επίσης προκύπτουν αυθόρμητα, μέσα στο στούντιο, όταν απλά παίζουμε χωρίς να πηγαίνουμε προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η έμπνευση δυστυχώς όμως δεν έρχεται κατά παραγγελία, οπότε μπορεί εγώ ή ο Γιώργος στα πλήκτρα, ως λιγάκι πιο παραγωγικοί, να φέρουμε κάτι πιο ολοκληρωμένο σαν ιδέα και να δουλέψουμε πάνω σε αυτό. Ενορχηστρωτικά πάντως, ο καθένας βάζει την πινελιά του.
Η έμπνευση έρχεται από τα ακούσματά μας κυρίως, μιας και όλοι λίγο-πολύ «δανείζονται» στοιχεία απ’ όσα ακούνε καθημερινά. Έτσι κι εμείς, χωρίς να αποτελούμε εξαίρεση, μας αρέσει να «δανειζόμαστε» από τους καλύτερους.
Έχεις αναλάβει εξολοκλήρου τον στιχουργικό τομέα. Ποια είναι η θεματολογία των στίχων; Υπάρχει κάποιο γενικό concept;
Τα τραγούδια είναι «ποικίλης ύλης» στιχουργικά και δεν έχουν κάποια ενιαία θεματική συνοχή. Είτε είναι story-based (π.χ. “The Elf και Mother Turtle”), είτε αρκετά προσωπικά (π.χ. “The Attic”, “707 (Α Νοvember Less)”), είτε ακόμα και με ελαφρώς πολιτική χροιά, όπως το “God Games”. Το “Mother Turtle And The Evil Mushroom” αποτελεί το πρώτο μέρος μιας μεγαλύτερης ιστορίας που έχει ήδη γραφτεί και θα συνεχιστεί και στο μέλλον σε διάφορα parts, μένοντας πιστοί στα γνωστά prog κλισέ, τα οποία έχουμε αγαπήσει. Η ιστορία είναι επηρεασμένη από τον Frank Zappa και το κομμάτι του “Billy The Mountain”, βάζοντας την Μαμά Χελώνα σε διάφορες περιπέτειες. Αργότερα στην ιστορία μας μπλέκεται η Ένωση Πιτσαδόρων, το Baywatch και στρατιές σατανικών μανιταριών που θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο. Ακόμα και το “Rhinocerotic”, παρότι instrumental, είναι η συνέχεια μιας ιστορίας, το δεύτερο μέρος του “Rhino’s Hemmorrhoids”, το οποίο είχαμε γράψει με τους Hokam’s Razor κάποτε. Μετά την λύτρωση του πόνου του στην Lake Of Purification, ο ρινόκερός μας βρίσκει τον έρωτα στην σαβάνα. Πρόκειται λοιπόν για ένα κατά βάση ερωτικό τραγούδι, σαν αυτά του Γιάννη Πάριου.
Ας πάμε στις ηχογραφήσεις του άλμπουμ τώρα. Πού και πότε έλαβαν χώρα;
Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2013, στα Sin City Studios στη Θεσσαλονίκη, αλλά μιας και οι ρυθμοί μας είναι ρυθμοί χελώνας (όνομα και πράγμα), τελειώσαμε λίγο πριν το καλοκαίρι. Έπειτα ξεκίνησε η διαδικασία της μίξης και του mastering από τον εξαιρετικό Κώστα Κοφίνα, τον άνθρωπο με τα ανεξάντλητα αποθέματα υπομονής, ο οποίος και μας παρέδωσε το πρώτο μας χελωνάκι, υγιέστατο και ολοκληρωμένο, στις αρχές του Οκτώβρη.
Ακούγοντας το τελικό αποτέλεσμα πώς αξιολογείς τον ήχο του άλμπουμ;
Προσωπικά είμαι πλήρως ικανοποιημένος, ωστόσο σίγουρα υπάρχουν κάποιες ελάχιστες λεπτομέρειες που θα ήθελα να αλλάξουν. Βέβαια μετά από λίγο καιρό, αφού τελειώσεις με τις ηχογραφήσεις και την διύλιση του κώνωπα, παύεις να τις προσέχεις.
Ας περάσουμε στο ομολογουμένως πολύ καλό εξώφυλλο.
Το εξώφυλλο, το λογότυπο και το γενικότερο artwork του άλμπουμ επιμελήθηκε ο Αριστοτέλης Μαυρόπουλος και το αποτέλεσμα μας άφησε απόλυτα ικανοποιημένους. Επίσης αν κρίνω απ το feedback που έχουμε, δημιούργησε αρκετά θετικές εντυπώσεις.
Στο οποίο διακρίνουμε και μια πινελιά από τη νορβηγική prog σκηνή…
…το οποίο μπορώ να σου εγγυηθώ κιόλας ότι προέκυψε εντελώς τυχαία, μιας και ο γραφίστας μας έχει τόση σχέση με την νορβηγική prog σκηνή, όσο και εμείς με το κορεάτικο punk. Πάντως αν μοιάζει με Jagga Jazzist, Motorpsycho και Gazpacho, τότε πραγματικά χαιρόμαστε και μας τιμά ιδιαίτερα.
Η απόφαση να κυκλοφορήσετε το δίσκο μόνοι σας και αρχικά μόνο μέσω του internet πως προέκυψε;
Ήταν κοινή και συνειδητή απόφαση να μην επιλέξουμε κάποια εταιρία για την κυκλοφορία και την διανομή του δίσκου, γιατί η έρευνα που κάναμε
Κώστας Κωνσταντινίδης, 5+1… μπάντες: 1. Rush albums: 1. Pink Floyd – Animals κομμάτια: 1. Jeff Buckley – Hallelujah |
σκόνταφτε πάνω σε παράλογες απαιτήσεις και ακόμα πιο παράλογες τιμολογήσεις από πλευράς δισκογραφικών. Οπότε καταλήξαμε σε self-released παραγωγή, όπου είχαμε και τον απόλυτο έλεγχο της διαχείρισης του υλικού μας. Το ανεβάσαμε λοιπόν αρχικά για online streaming στην ολότητά του, στην σελίδα μας στο Bandcamp (εδώ), αλλά έχει την ευκαιρία και την επιλογή, όποιος επιθυμεί, είτε να το κατεβάσει εντελώς δωρεάν, είτε να ενισχύσει την μπάντα με ό,τι ποσό θελήσει. Ωστόσο, έχουμε προγραμματίσει το συντομότερο δυνατόν και την κυκλοφορία του cd και ίσως και του βινυλίου για όσους, συμπεριλαμβανομένων και ημών, θέλουν το φυσικό προϊόν για τη συλλογή τους.
Η ανταπόκριση του κόσμου στο downloading πως πάει μέχρι τώρα;
Πάει εξαιρετικά θα έλεγα. Είχαμε αρκετές χιλιάδες streaming ακροάσεις και μερικές εκατοντάδες downloads τους πρώτους δύο-τρεις κιόλας μήνες της κυκλοφορίας του άλμπουμ και αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος αναζητά και ψάχνει να ακούσει καινούρια μουσική από καινούρια γκρουπ.
Πώς βλέπεις γενικά την μουσική βιομηχανία στις μέρες μας; Πλέον πολλές μπάντες προσφέρουν την μουσική τους ιντερνετικά, όπως εσείς.
Με αισιοδοξία σε γενικές γραμμές, αλλά και με σκεπτικισμό ως ακροατής κυρίως. Το κόστος μιας δισκογραφικής παραγωγής έχει μειωθεί απίστευτα και ο καθένας μπορεί να παρακάμψει τους μεσάζοντες και να κυκλοφορήσει τη δουλειά του. Βέβαια αυτό έχει και το μειονέκτημα της υπερπροσφοράς στην αγορά και το θάψιμο αρκετών αξιόλογων κυκλοφοριών, που ποτέ δεν φτάνουν στα ηχεία σου. Το να βγάλεις τη μουσική σου στο ίντερνετ είναι ένα πρώτο βήμα απλά. Το promotion, η γραφιστική δουλειά, η καλή παραγωγή, το κλείσιμο μιας περιοδείας ακόμα και η παρουσίαση της δουλειά σου σε κάποιο venue είναι μια πολύ χρονοβόρα και δύσκολη διαδικασία που μέχρι πρότινος δεν επιβάρυνε τον μουσικό, αλλά το management και την δισκογραφική.
Ο μουσικός αναγκάζεται να γίνει και γραφίστας, παραγωγός, μάνατζερ και πωλητής ταυτόχρονα. Οπότε κάπου εδώ προκύπτει ένας φαύλος κύκλος και καταλήγουμε πάλι στο ότι το ένα βήμα παραπέρα που χρειάζεται το κάνουν όσοι δουλεύουν επαγγελματικά σε όλους τους παράπλευρους από τη μουσική τομείς. Το να βγάλεις ένα δίσκο είναι το μόνο εύκολο, το θέμα είναι τί κάνεις με αυτόν. Το ίντερνετ, τα promo sites και οι συναυλίες είναι απλά εργαλεία. Το πώς τα χειρίζεται ο καθένας είναι άλλη ιστορία.
Πριν ανέφερες ότι δανείζεστε από τους καλύτερους. Ποιες είναι λοιπόν οι μουσικές επιρροές της μπάντας;
Τα στοιχεία που ενσωματώσαμε στα κομμάτια μας είναι πολλά οφείλω να ομολογήσω και προέρχονται και από το πιο όψιμο, αλλά και απ’ το μακρινό παρελθόν. Ο καθένας ξεχωριστά ακούει διάφορα πράγματα, μάλιστα έχουμε αρκετά διαφορετικά γούστα, όμως υπάρχουν και κοινές αγάπες που δεν κρύβονται. Οι Camel, οι Genesis, οι Μarillion, οι Pink Floyd, η βρετανική prog rock σκηνή των 70s γενικότερα, οι Rush, ο Frank Zappa είναι ας πούμε η βάση που μας ένωσε, ώστε να αρχίσουμε να παίζουμε παρέα. Από ‘κει και πέρα υπάρχει μια μεγάλη γκάμα προσωπικών επιρροών από τους Spock’s Beard στους Nile και τους Porcupine Tree μέχρι κάτι obscure jazz πράγματα που ακούει ο μπασίστας μας.
Το παίξιμό σου στον δίσκο είναι χαρακτηριστικό και πολύ υψηλής κλάσης θα τολμούσα να πω. Πώς έχεις φτάσει σε αυτό το επίπεδο και ποιοι κιθαρίστες έχουν συντελέσει περισσότερο στην απόκτηση του στυλ σου;
Σε ευχαριστώ καταρχήν και κοκκινίζω. Η λίστα είναι ατελείωτη πραγματικά. Αυτό νομίζω θα στο πει σχεδόν κάθε κιθαρίστας, γιατί και ως κατηγορία μουσικών είμαστε αρκετά «σπασίκλες» με τους guitar heroes. Όταν άρχισα να παίζω κιθάρα με ενδιέφεραν, φυσιολογικά θεωρώ, οι πιο τεχνικοί μάστορες του οργάνου, όπως ο Satriani, ο Vai, ο Petrucci και άλλοι. Αφού πέρασα αυτήν την φάση όμως, με τράβηξε περισσότερο το απόλυτα ουσιώδες παίξιμο του Gilmour, του Andy Latimer, του Mark Knopfler και γενικά η λογική “less is more”(στην lead κιθάρα πάντα – οι ρυθμικές είναι εντελώς άλλη ιστορία), χωρίς βέβαια να παραβλέπω και να υποτιμώ τις αρετές του τεχνικού παιξίματος, όπως του Guthrie Govan ή του Ritchie Kotzen. Τα τελευταία αρκετά χρόνια οι αγαπημένοι μου κιθαρίστες βέβαια κάθε άλλο παρά prog είναι. Λατρεύω για παράδειγμα Derek Trucks, Warren Haynes, Joe Bonamassa, Jeff Beck, Eric Clapton κ.ά. Γενικά προτιμώ κιθαρίστες με πολύ προσωπικό και ιδιαίτερο ήχο που ξεχωρίζεις απ’ την πρώτη νότα.
Ας πάμε και στο τραγούδι. Όντας κατά βάση κιθαρίστας, πώς νιώθεις να τραγουδάς; Έχεις κάποιες τεχνικές που σε βοηθάνε;
Μου αρέσει πάρα πολύ το τραγούδι γενικά. Τραγουδώντας και παίζοντας κιθάρα ταυτόχρονα είναι λιγάκι πιο δύσκολο, αλλά συνηθίζεις. Δεν είμαστε όλοι Geddy Lee δυστυχώς, ώστε να το κάνουμε τόσο φυσικά, αλλά το παλεύουμε! Τεχνικές ιδιαίτερες δεν έχω, αν εννοείς π.χ. βραστά αυγά και γαργάρες με νερό και μέλι ή σαν αυτές που έκαναν στο Fame Story, ωστόσο αποφεύγω το αλκοόλ πριν το live, γιατί δυσκολεύει τις φωνητικές χορδές. Αλκοόλ, ναρκωτικά, Τrivial Pursuit και καταστροφές στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μόνο μετά το live.
Μέχρι τώρα πως τα πάτε με τα live και τι σχέδια υπάρχουν για το μέλλον;
Έχουμε πραγματοποιήσει λίγα live σχετικά ως τώρα, γιατί είμαστε της άποψης ότι αφενός δεν είχε νόημα να παίζεις χωρίς να έχεις να παρουσιάσεις κάποιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα και κατά δεύτερον είναι πολύ δύσκολο να βρεις κατάλληλο χώρο για να παίξεις. Παίξαμε παρέα με αρκετές μπάντες και ήταν μεγάλη μας χαρά που μοιραστήκαμε τη σκηνή με Lazy Aftershow, Four Session Stuff, Poem, 3Fold Pain, τους Σουηδούς Siena Root και άλλους. Σίγουρα θα γίνουν κάποια live για την παρουσίαση του ομώνυμου δίσκου μας και την προώθησή του. Εκτός αυτών, είμαστε στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσουμε και επίσημα πλέον ότι στις 26/1/2014 θα ανοίξουμε το live των εξαιρετικών Monkey3 στο 8ball Club στη Θεσσαλονίκη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μόλις κλείσουμε κάτι, εδώ στο progrocks.gr θα το μάθετε απ’ τους πρώτους.
Πως προσεγγίζετε και αποδίδετε το υλικό σας στα δεδομένα ενός live;
Δεν ξεφεύγουμε ιδιαίτερα απ την δομή που έχουμε αποτυπώσει στον δίσκο. Κάποια σόλο μπορεί να τα τραβήξουμε λιγάκι παραπάνω, αλλά δύσκολα θα καταλήξουμε σε κάποιο ξεχειλωμένο jam πάνω στη σκηνή. Μπορεί στο μέλλον όμως να το προσεγγίσουμε και λίγο διαφορετικά και είτε να προσθέσουμε κάποια visuals για να ντύσουμε τις «ιστορίες» των κομματιών είτε να τζαμάρουμε σε κάποια πιο free σημεία κομματιών μας.
Πως βλέπεις την ελληνική prog σκηνή γενικά;
Να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Και είναι λογικό, αφού υπάρχει και πολύ αξιόλογη πρώτη ύλη, δηλαδή πληθώρα καλών μουσικών, αλλά και επειδή το prog παγκοσμίως κιόλας κερδίζει σε δημοτικότητα και αναγνώριση από τη μουσική βιομηχανία, μετά από αρκετά χρόνια περιθωριοποίησης και σχεδόν ποινικοποίησης. Και στο prog rock αλλά και στο prog metal, που ανέκαθεν είχε αξιολογότατους εκπροσώπους στην Ελλάδα, βλέπω να κυκλοφορούν άλμπουμ που δεν έχουν απολύτως τίποτα να ζηλέψουν απ τα εισαγόμενα. Το μόνο που πρέπει πιστεύω να αλλάξει είναι να εξαλειφθεί σιγά σιγά η δυσπιστία του κοινού απέναντι στις μπάντες και να στηρίξει περισσότερο ο κόσμος τις συναυλίες. Τα εισιτήρια είναι πραγματικά φθηνά, οι περισσότεροι μουσικοί δεν βγάζουν καν τα έξοδά τους και τα περισσότερα events στήνονται απ’ το μεράκι και μόνο των μπαντών. Αυτό το εκμεταλλεύονται φυσικά οι μαγαζάτορες και καταλήγουμε ενίοτε σε κωμικοτραγικές καταστάσεις, αλλά αυτό είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα.
Κώστα σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου. Κλείσε όπως θέλεις.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ και εμείς για την συνέντευξη. Μακάρι το progrocks.gr να γίνει σημείο αναφοράς για τα μουσικά δεδομένα στη χώρα, γιατί ξέρω πως η δουλειά που γίνεται είναι εξαιρετική και με περίσσιο μεράκι! Επίσης εύχομαι να παίξουμε όσα περισσότερα live μπορέσουμε φέτος, γιατί το θέλουμε πάρα πολύ.
Keep calm, praise the Mother Turtle and prog on!
Από τον Κώστα Μπάρμπα
Μία από τις πιο ευχάριστες μουσικές εκπλήξεις του 2013 ήταν το ντεμπούτο των Mother Turtle από τη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι παίζουν κάτι μεταξύ heavy / symphonic prog και neo-prog. Σε μία εποχή που ο επαγγελματισμός στη μουσική είναι πρακτικά δύσκολα εφικτός, ο Κώστας Κωνσταντινίδης, τραγουδιστής και (εξαιρετικός) κιθαρίστας των Mother Turtle, εξηγεί (με άλλοτε σοβαρό και άλλοτε σπαρταριστό ύφος) πώς η DIY λογική μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχή αποτελέσματα.
Η εμμονή με τα αγαπημένα prog στερεότυπα και η σύνδεση αιμορροΐδων ρινόκερου, σατανικών μανιταριών, κορεάτικου punk, Baywatch, Trivial Pursuit και Γιάννη Πάριου, όλα σε συσκευασία Βρετανικού φλέγματος με φιογκάκι Frank Zappa, αναδεικνύουν με άνεση τον Κώστα Μπάρμπα στον πιο τυχερό συντάκτη του progrocks.gr κατά τον πρώτο μήνα ζωής του site.
We praise the Mother Turtle!
Καλησπέρα Κώστα!
Καλησπέρα Κώστα. Ευχόμαστε ολόψυχα καλή επιτυχία και ό,τι καλύτερο με την καινούρια σας αυτή προσπάθεια στο progrocks.gr.
Σε ευχαριστούμε πολύ, εσένα και όλη τη μπάντα που μας κάνετε την τιμή. Ας αρχίσουμε λοιπόν με λίγα λόγια για τους Mother Turtle.
Οι Mother Turtle δημιουργήθηκαν το 2011, ως jam trio στην αρχή (με εμένα στην κιθάρα / φωνή, τον Κωστή Χασόπουλο στο μπάσο και τον Γιώργο Μπαλτά στα τύμπανα), στο οποίο προστέθηκε ο Γιώργος Θεοδωρόπουλος στα πλήκτρα και συμπληρώθηκε η ομάδα. Αρχίσαμε να συνθέτουμε σχεδόν κατευθείαν και καταλήξαμε να έχουμε όλα τα κομμάτια του δίσκου έτοιμα πριν καν το πρώτο μας live, χωρίς ωστόσο να έχουμε βρει κάποιο όνομα για το group. Καταλήξαμε στο «Hogweed» το οποίο και απορρίψαμε μετά την πρώτη μας εμφάνιση κιόλας, για ευνόητους θέλω να πιστεύω λόγους. Μετά το αλλάξαμε κατευθείαν σε Mother Turtle και να ‘μαστε.
Σε προσωπικό επίπεδο, τι είναι για σένα οι Mother Turtle;
Προσωπικά μιλώντας, οι Mother Turtle ήρθαν την κατάλληλη στιγμή, ως ένα είδος ψυχοθεραπείας, επιστρέφοντας στο να παίζω τη μουσική που μου αρέσει, το progressive rock, μετά από ένα μεγάλο διάστημα ως session μουσικός σε pop / rock σχήματα και διάφορες cover bands, στα οποία συμμετείχα μετά τη διάλυση των Hokam’s Razor, του prog metal γκρουπ στο οποίο έπαιζα απ το 2000 ως το 2005.
Η εμπειρία ως session μουσικός αλλά και ως μέλος των Hokam’s Razor πόσο και σε ποιους τομείς πιστεύεις ότι σε έχει βοηθήσει;
Γενικά η εμπειρία στη σκηνή και στο στούντιο είναι σημαντική, γιατί αποφεύγεις από ένα σημείο και μετά τα λάθη που κάνεις συχνά όταν είσαι πρωτάρης και επίσης διεκπεραιώνεις τα πάντα πιο γρήγορα. Επίσης, σιγά σιγά ωριμάζεις σαν μουσικός, κατασταλάζεις στις απαιτήσεις που έχεις από τον ήχο σου και συνειδητοποιείς για παράδειγμα ότι δεν χρειάζεσαι 100Watt ενισχυτές και θηριώδεις πεταλιέρες, γιατί πολύ απλά αν δεν παίζεις σε πολύ πολύ μεγάλα venues δεν θα σου χρειαστούν ποτέ. Επίσης, πολύ σημαντικό το ότι με το να ξέρεις τι θέλεις, κάνεις αυτομάτως πιο εύκολη τη ζωή του ηχολήπτη κι αυτός αντίστοιχα τη δική σου, γιατί αλλιώς μπορεί να προκύψουν τραγελαφικές καταστάσεις.
Με ποιον τρόπο συνθέτετε σαν μπάντα και από πού εμπνέεστε;
Όλοι φέρνουν ιδέες είναι η αλήθεια. Άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Πολλές ιδέες επίσης προκύπτουν αυθόρμητα, μέσα στο στούντιο, όταν απλά παίζουμε χωρίς να πηγαίνουμε προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η έμπνευση δυστυχώς όμως δεν έρχεται κατά παραγγελία, οπότε μπορεί εγώ ή ο Γιώργος στα πλήκτρα, ως λιγάκι πιο παραγωγικοί, να φέρουμε κάτι πιο ολοκληρωμένο σαν ιδέα και να δουλέψουμε πάνω σε αυτό. Ενορχηστρωτικά πάντως, ο καθένας βάζει την πινελιά του.
Η έμπνευση έρχεται από τα ακούσματά μας κυρίως, μιας και όλοι λίγο-πολύ «δανείζονται» στοιχεία απ’ όσα ακούνε καθημερινά. Έτσι κι εμείς, χωρίς να αποτελούμε εξαίρεση, μας αρέσει να «δανειζόμαστε» από τους καλύτερους.
Έχεις αναλάβει εξολοκλήρου τον στιχουργικό τομέα. Ποια είναι η θεματολογία των στίχων; Υπάρχει κάποιο γενικό concept;
Τα τραγούδια είναι «ποικίλης ύλης» στιχουργικά και δεν έχουν κάποια ενιαία θεματική συνοχή. Είτε είναι story-based (π.χ. “The Elf και Mother Turtle”), είτε αρκετά προσωπικά (π.χ. “The Attic”, “707 (Α Νοvember Less)”), είτε ακόμα και με ελαφρώς πολιτική χροιά, όπως το “God Games”. Το “Mother Turtle And The Evil Mushroom” αποτελεί το πρώτο μέρος μιας μεγαλύτερης ιστορίας που έχει ήδη γραφτεί και θα συνεχιστεί και στο μέλλον σε διάφορα parts, μένοντας πιστοί στα γνωστά prog κλισέ, τα οποία έχουμε αγαπήσει. Η ιστορία είναι επηρεασμένη από τον Frank Zappa και το κομμάτι του “Billy The Mountain”, βάζοντας την Μαμά Χελώνα σε διάφορες περιπέτειες. Αργότερα στην ιστορία μας μπλέκεται η Ένωση Πιτσαδόρων, το Baywatch και στρατιές σατανικών μανιταριών που θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο. Ακόμα και το “Rhinocerotic”, παρότι instrumental, είναι η συνέχεια μιας ιστορίας, το δεύτερο μέρος του “Rhino’s Hemmorrhoids”, το οποίο είχαμε γράψει με τους Hokam’s Razor κάποτε. Μετά την λύτρωση του πόνου του στην Lake Of Purification, ο ρινόκερός μας βρίσκει τον έρωτα στην σαβάνα. Πρόκειται λοιπόν για ένα κατά βάση ερωτικό τραγούδι, σαν αυτά του Γιάννη Πάριου.
Ας πάμε στις ηχογραφήσεις του άλμπουμ τώρα. Πού και πότε έλαβαν χώρα;
Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2013, στα Sin City Studios στη Θεσσαλονίκη, αλλά μιας και οι ρυθμοί μας είναι ρυθμοί χελώνας (όνομα και πράγμα), τελειώσαμε λίγο πριν το καλοκαίρι. Έπειτα ξεκίνησε η διαδικασία της μίξης και του mastering από τον εξαιρετικό Κώστα Κοφίνα, τον άνθρωπο με τα ανεξάντλητα αποθέματα υπομονής, ο οποίος και μας παρέδωσε το πρώτο μας χελωνάκι, υγιέστατο και ολοκληρωμένο, στις αρχές του Οκτώβρη.
Ακούγοντας το τελικό αποτέλεσμα πώς αξιολογείς τον ήχο του άλμπουμ;
Προσωπικά είμαι πλήρως ικανοποιημένος, ωστόσο σίγουρα υπάρχουν κάποιες ελάχιστες λεπτομέρειες που θα ήθελα να αλλάξουν. Βέβαια μετά από λίγο καιρό, αφού τελειώσεις με τις ηχογραφήσεις και την διύλιση του κώνωπα, παύεις να τις προσέχεις.
Ας περάσουμε στο ομολογουμένως πολύ καλό εξώφυλλο.
Το εξώφυλλο, το λογότυπο και το γενικότερο artwork του άλμπουμ επιμελήθηκε ο Αριστοτέλης Μαυρόπουλος και το αποτέλεσμα μας άφησε απόλυτα ικανοποιημένους. Επίσης αν κρίνω απ το feedback που έχουμε, δημιούργησε αρκετά θετικές εντυπώσεις.
Στο οποίο διακρίνουμε και μια πινελιά από τη νορβηγική prog σκηνή…
…το οποίο μπορώ να σου εγγυηθώ κιόλας ότι προέκυψε εντελώς τυχαία, μιας και ο γραφίστας μας έχει τόση σχέση με την νορβηγική prog σκηνή, όσο και εμείς με το κορεάτικο punk. Πάντως αν μοιάζει με Jagga Jazzist, Motorpsycho και Gazpacho, τότε πραγματικά χαιρόμαστε και μας τιμά ιδιαίτερα.
Η απόφαση να κυκλοφορήσετε το δίσκο μόνοι σας και αρχικά μόνο μέσω του internet πως προέκυψε;
Κώστας Κωνσταντινίδης, 5+1…
1. Rush 2. King Crimson 3. Pink Floyd 4. Camel 5. Genesis +1. Socrates Drank The Conium
1. Pink Floyd – Animals 2. Dream Theater – Scenes From A Memory 3. Rush – Permanent Waves 4. Jeff Buckley – Grace 5. Frank Zappa – Lather +1. Θάνος Μικρούτσικος – Σταυρός του Νότου
1. Jeff Buckley – Hallelujah 2. Rush – Subdivisions 3. Genesis – Firth Of Fifth 4. Dream Theater – A Change Of Seasons 5. Camel – Lady Fantasy +1. Horizon’s End – To Count The Stars |
Ήταν κοινή και συνειδητή απόφαση να μην επιλέξουμε κάποια εταιρία για την κυκλοφορία και την διανομή του δίσκου, γιατί η έρευνα που κάναμε σκόνταφτε πάνω σε παράλογες απαιτήσεις και ακόμα πιο παράλογες τιμολογήσεις από πλευράς δισκογραφικών. Οπότε καταλήξαμε σε self-released παραγωγή, όπου είχαμε και τον απόλυτο έλεγχο της διαχείρισης του υλικού μας. Το ανεβάσαμε λοιπόν αρχικά για online streaming στην ολότητά του, στην σελίδα μας στο Bandcamp (εδώ), αλλά έχει την ευκαιρία και την επιλογή, όποιος επιθυμεί, είτε να το κατεβάσει εντελώς δωρεάν, είτε να ενισχύσει την μπάντα με ό,τι ποσό θελήσει. Ωστόσο, έχουμε προγραμματίσει το συντομότερο δυνατόν και την κυκλοφορία του cd και ίσως και του βινυλίου για όσους, συμπεριλαμβανομένων και ημών, θέλουν το φυσικό προϊόν για τη συλλογή τους.
Η ανταπόκριση του κόσμου στο downloading πως πάει μέχρι τώρα;
Πάει εξαιρετικά θα έλεγα. Είχαμε αρκετές χιλιάδες streaming ακροάσεις και μερικές εκατοντάδες downloads τους πρώτους δύο-τρεις κιόλας μήνες της κυκλοφορίας του άλμπουμ και αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος αναζητά και ψάχνει να ακούσει καινούρια μουσική από καινούρια γκρουπ.
Πώς βλέπεις γενικά την μουσική βιομηχανία στις μέρες μας; Πλέον πολλές μπάντες προσφέρουν την μουσική τους ιντερνετικά, όπως εσείς.
Με αισιοδοξία σε γενικές γραμμές, αλλά και με σκεπτικισμό ως ακροατής κυρίως. Το κόστος μιας δισκογραφικής παραγωγής έχει μειωθεί απίστευτα και ο καθένας μπορεί να παρακάμψει τους μεσάζοντες και να κυκλοφορήσει τη δουλειά του. Βέβαια αυτό έχει και το μειονέκτημα της υπερπροσφοράς στην αγορά και το θάψιμο αρκετών αξιόλογων κυκλοφοριών, που ποτέ δεν φτάνουν στα ηχεία σου. Το να βγάλεις τη μουσική σου στο ίντερνετ είναι ένα πρώτο βήμα απλά. Το promotion, η γραφιστική δουλειά, η καλή παραγωγή, το κλείσιμο μιας περιοδείας ακόμα και η παρουσίαση της δουλειά σου σε κάποιο venue είναι μια πολύ χρονοβόρα και δύσκολη διαδικασία που μέχρι πρότινος δεν επιβάρυνε τον μουσικό, αλλά το management και την δισκογραφική.
Ο μουσικός αναγκάζεται να γίνει και γραφίστας, παραγωγός, μάνατζερ και πωλητής ταυτόχρονα. Οπότε κάπου εδώ προκύπτει ένας φαύλος κύκλος και καταλήγουμε πάλι στο ότι το ένα βήμα παραπέρα που χρειάζεται το κάνουν όσοι δουλεύουν επαγγελματικά σε όλους τους παράπλευρους από τη μουσική τομείς. Το να βγάλεις ένα δίσκο είναι το μόνο εύκολο, το θέμα είναι τί κάνεις με αυτόν. Το ίντερνετ, τα promo sites και οι συναυλίες είναι απλά εργαλεία. Το πώς τα χειρίζεται ο καθένας είναι άλλη ιστορία.
Πριν ανέφερες ότι δανείζεστε από τους καλύτερους. Ποιες είναι λοιπόν οι μουσικές επιρροές της μπάντας;
Τα στοιχεία που ενσωματώσαμε στα κομμάτια μας είναι πολλά οφείλω να ομολογήσω και προέρχονται και από το πιο όψιμο, αλλά και απ’ το μακρινό παρελθόν. Ο καθένας ξεχωριστά ακούει διάφορα πράγματα, μάλιστα έχουμε αρκετά διαφορετικά γούστα, όμως υπάρχουν και κοινές αγάπες που δεν κρύβονται. Οι Camel, οι Genesis, οι Μarillion, οι Pink Floyd, η βρετανική prog rock σκηνή των 70s γενικότερα, οι Rush, ο Frank Zappa είναι ας πούμε η βάση που μας ένωσε, ώστε να αρχίσουμε να παίζουμε παρέα. Από ‘κει και πέρα υπάρχει μια μεγάλη γκάμα προσωπικών επιρροών από τους Spock’s Beard στους Nile και τους Porcupine Tree μέχρι κάτι obscure jazz πράγματα που ακούει ο μπασίστας μας.
Το παίξιμό σου στον δίσκο είναι χαρακτηριστικό και πολύ υψηλής κλάσης θα τολμούσα να πω. Πώς έχεις φτάσει σε αυτό το επίπεδο και ποιοι κιθαρίστες έχουν συντελέσει περισσότερο στην απόκτηση του στυλ σου;
Σε ευχαριστώ καταρχήν και κοκκινίζω. Η λίστα είναι ατελείωτη πραγματικά. Αυτό νομίζω θα στο πει σχεδόν κάθε κιθαρίστας, γιατί και ως κατηγορία μουσικών είμαστε αρκετά «σπασίκλες» με τους guitar heroes. Όταν άρχισα να παίζω κιθάρα με ενδιέφεραν, φυσιολογικά θεωρώ, οι πιο τεχνικοί μάστορες του οργάνου, όπως ο Satriani, ο Vai, ο Petrucci και άλλοι. Αφού πέρασα αυτήν την φάση όμως, με τράβηξε περισσότερο το απόλυτα ουσιώδες παίξιμο του Gilmour, του Andy Latimer, του Mark Knopfler και γενικά η λογική “less is more”(στην lead κιθάρα πάντα – οι ρυθμικές είναι εντελώς άλλη ιστορία), χωρίς βέβαια να παραβλέπω και να υποτιμώ τις αρετές του τεχνικού παιξίματος, όπως του Guthrie Govan ή του Ritchie Kotzen. Τα τελευταία αρκετά χρόνια οι αγαπημένοι μου κιθαρίστες βέβαια κάθε άλλο παρά prog είναι. Λατρεύω για παράδειγμα Derek Trucks, Warren Haynes, Joe Bonamassa, Jeff Beck, Eric Clapton κ.ά. Γενικά προτιμώ κιθαρίστες με πολύ προσωπικό και ιδιαίτερο ήχο που ξεχωρίζεις απ’ την πρώτη νότα.
Ας πάμε και στο τραγούδι. Όντας κατά βάση κιθαρίστας, πώς νιώθεις να τραγουδάς; Έχεις κάποιες τεχνικές που σε βοηθάνε;
Μου αρέσει πάρα πολύ το τραγούδι γενικά. Τραγουδώντας και παίζοντας κιθάρα ταυτόχρονα είναι λιγάκι πιο δύσκολο, αλλά συνηθίζεις. Δεν είμαστε όλοι Geddy Lee δυστυχώς, ώστε να το κάνουμε τόσο φυσικά, αλλά το παλεύουμε! Τεχνικές ιδιαίτερες δεν έχω, αν εννοείς π.χ. βραστά αυγά και γαργάρες με νερό και μέλι ή σαν αυτές που έκαναν στο Fame Story, ωστόσο αποφεύγω το αλκοόλ πριν το live, γιατί δυσκολεύει τις φωνητικές χορδές. Αλκοόλ, ναρκωτικά, Τrivial Pursuit και καταστροφές στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μόνο μετά το live.
Μέχρι τώρα πώς τα πάτε με τα live και τι σχέδια υπάρχουν για το μέλλον;
Έχουμε πραγματοποιήσει λίγα live σχετικά ως τώρα, γιατί είμαστε της άποψης ότι αφενός δεν είχε νόημα να παίζεις χωρίς να έχεις να παρουσιάσεις κάποιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα και κατά δεύτερον είναι πολύ δύσκολο να βρεις κατάλληλο χώρο για να παίξεις. Παίξαμε παρέα με αρκετές μπάντες και ήταν μεγάλη μας χαρά που μοιραστήκαμε τη σκηνή με Lazy Aftershow, Four Session Stuff, Poem, 3Fold Pain, τους Σουηδούς Siena Root και άλλους. Σίγουρα θα γίνουν κάποια live για την παρουσίαση του ομώνυμου δίσκου μας και την προώθησή του. Εκτός αυτών, είμαστε στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσουμε και επίσημα πλέον ότι στις 26/1/2014 θα ανοίξουμε το live των εξαιρετικών Monkey3 στο 8ball Club στη Θεσσαλονίκη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μόλις κλείσουμε κάτι, εδώ στο progrocks.gr θα το μάθετε απ’ τους πρώτους.
Πως προσεγγίζετε και αποδίδετε το υλικό σας στα δεδομένα ενός live;
Δεν ξεφεύγουμε ιδιαίτερα απ την δομή που έχουμε αποτυπώσει στον δίσκο. Κάποια σόλο μπορεί να τα τραβήξουμε λιγάκι παραπάνω, αλλά δύσκολα θα καταλήξουμε σε κάποιο ξεχειλωμένο jam πάνω στη σκηνή. Μπορεί στο μέλλον όμως να το προσεγγίσουμε και λίγο διαφορετικά και είτε να προσθέσουμε κάποια visuals για να ντύσουμε τις «ιστορίες» των κομματιών είτε να τζαμάρουμε σε κάποια πιο free σημεία κομματιών μας.
Πως βλέπεις την ελληνική prog σκηνή γενικά;
Να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Και είναι λογικό, αφού υπάρχει και πολύ αξιόλογη πρώτη ύλη, δηλαδή πληθώρα καλών μουσικών, αλλά και επειδή το prog παγκοσμίως κιόλας κερδίζει σε δημοτικότητα και αναγνώριση από τη μουσική βιομηχανία, μετά από αρκετά χρόνια περιθωριοποίησης και σχεδόν ποινικοποίησης. Και στο prog rock αλλά και στο prog metal, που ανέκαθεν είχε αξιολογότατους εκπροσώπους στην Ελλάδα, βλέπω να κυκλοφορούν άλμπουμ που δεν έχουν απολύτως τίποτα να ζηλέψουν απ τα εισαγόμενα. Το μόνο που πρέπει πιστεύω να αλλάξει είναι να εξαλειφθεί σιγά σιγά η δυσπιστία του κοινού απέναντι στις μπάντες και να στηρίξει περισσότερο ο κόσμος τις συναυλίες. Τα εισιτήρια είναι πραγματικά φθηνά, οι περισσότεροι μουσικοί δεν βγάζουν καν τα έξοδά τους και τα περισσότερα events στήνονται απ’ το μεράκι και μόνο των μπαντών. Αυτό το εκμεταλλεύονται φυσικά οι μαγαζάτορες και καταλήγουμε ενίοτε σε κωμικοτραγικές καταστάσεις, αλλά αυτό είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα.
Κώστα σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου. Κλείσε όπως θέλεις.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ και εμείς για την συνέντευξη. Μακάρι το progrocks.gr να γίνει σημείο αναφοράς για τα μουσικά δεδομένα στη χώρα, γιατί ξέρω πως η δουλειά που γίνεται είναι εξαιρετική και με περίσσιο μεράκι! Επίσης εύχομαι να παίξουμε όσα περισσότερα live μπορέσουμε φέτος, γιατί το θέλουμε πάρα πολύ.
Keep calm, praise the Mother Turtle and prog on!
Κάντε το πρώτο σχόλιο