Tuatara – Underworld

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

 [Sunyata Records, 2014]

Tuatara - Underworld Εισαγωγή:  Δημήτρης Καλτσάς
16 / 10 / 2014

Tuatara (στη γλώσσα των Māori: “κορυφώνεται στην πλάτη”): η κοινή ονομασία της τάξης Rhynchocephalia ενδημικών ερπετών της Νέας Ζηλανδίας που μοιάζουν με σαύρες (τα αρσενικά άτομα ξεπερνούν τα 60 εκ.) και σήμερα εκπροσωπούνται από μόλις δύο είδη του γένους Sphenodon (S. punctatus, S. guntheri), τα οποία βρίσκονται υπό καθεστώς προστασίας. Οι ιδιαιτερότητες των σπάνιων αυτών ερπετών είναι πολλές: ο εγκέφαλος και το πρότυπο της κίνησής τους είναι παρόμοια με αυτά των αμφιβίων, η καρδιά και τα όργανα ακοής τους είναι τα πιο πρωτόγονα μεταξύ όλων των ερπετών και έχουν ένα τρίτο μάτι στην κορυφή του κεφαλιού τους (ορατό μόνο στους νεοσσούς) με το οποίο παράγεται βιταμίνη D και πιθανότατα ρυθμίζεται ο κιρκαδικός και κιρκάνιος ρυθμός τους.   

Φυσικά, αν μία μπάντα αποφάσιζε να πάρει το όνομά της από αυτά τα εντυπωσιακά ζώα αυτό θα είχε ενδιαφέρον ή δε θα σήμαινε και τίποτα (παρέλειψα να αναφέρω πως τα Tuatara θεωρούνται οι αγγελιαφόροι του θεού Whiro, του άρχοντα του Σκότους στη μυθολογία των Māori). Ωστόσο, και ομολογουμένως κατά περίεργο τρόπο, στην περίπτωση της μπάντας Tuatara γίνονται αναπόφευκτες συνδέσεις και αντιστοιχίες σχετικές με τη σπανιότητα και τις πολλές ιδιαιτερότητες, συμπερασματικά και ως αποτέλεσμα της φυσικότητας επιλογών (αντί της φυσικής επιλογής). Όντως, από το 1996 όταν σχηματίστηκε το supergroup των Tuatara από τους Peter Buck (κιθάρα, R.E.M.), Barrett Martin (ντραμς & κρουστά, Screaming Trees), Justin Harwood (μπάσο, Luna / The Chills), Skerik (σαξόφωνο, Critters Buggin) και από το ντεμπούτο τους “Breaking Τhe Ethers” [1997], όσο κι αν φάνταζαν ταιριαστά τα διάφορα στοιχεία της μουσικής τους, το αποτέλεσμα ήταν -στο σύνολό του- πρωτοφανές. Οι ίδιοι προσδιορίζουν τη μουσική τους ως “instrumental soundscape” και η περιγραφή είναι ασαφής όσο και ορθή. Rock, jazz, world music και (βορειο)αμερικανική folk είναι εντυπωσιακά ευδιάκριτα στην κυρίαρχα κινηματογραφική και πειραματική μουσική των Tuatara.

Mετά από επτά albums και σιγή πέντε ετών, καθώς και με την προσθήκη του Mike McCready των Pearl Jam, η -σήμερα επταμελής- χαρούμενη παρέα επιστρέφει με το φετινό “Underworld”. Τα πράγματα είναι σοβαρά…


Soundtrack οf perfection

Το “Underworld” είναι το όγδοο album των Tuatara που εδρεύουν στο θρυλικό (για πολλούς λόγους) Seattle. Δε θα επεκταθώ στην ιστορικότητα των μελών του supergroup, αρκεί να αναφέρω ότι στην παρέα των  Barret Martin (βασικού εγκέφαλου της μπάντας και drummer των Screaming Trees), του κιθαρίστα Peter Buck (R.E.M.), του μπασίστα Justin Harwood (Luna) και του σαξοφωνίστα Skerik (Critters Buggin, Les  Claypool) προστέθηκε και ο μεγάλος Mike McCready (Pearl Jam). Αυτό που ξεκίνησε ως μουσική για soundtrack ταινιών εξελίχθηκε σε συγκρότημα και μας παραδίδει το magnum opus του, το φετινό διπλό album “Underworld” που εμπεριέχει 20 κομμάτια.

Το “Underworld” είναι κάτι παραπάνω από ένας πολύ καλός δίσκος, είναι ένα επίτευγμα και ως τέτοιο είναι δύσκολο να το δαμάσεις κατηγοριοποιώντας το μουσικά. Κινείται σε minimal experimental jazz / rock φόρμες. αλλά συνάμα ένα αφρικάνικο πρωτόλειο feel διαπερνά όλο τον δίσκο (σε αυτό συντελεί η εξαιρετική πολυπρισματική χρήση των κρουστών από τον Martin), σαν ένα μεθυστικό άρωμα που διαλύει την μελαγχολική μονοτονία των ατελείωτων φθινοπωρινών δειλινών. Με την πρώτη ακρόαση βυθίζεσαι σε έναν ονειρικό κόσμο, όπου κάθε κανόνας και σύμβαση έχει συνθλιβεί, εκεί που ένας σαμάνος διασχίζει τα σκοτεινά σοκάκια μιας παντέρημης πόλης παρασυρμένος από τους πρωτόγνωρους ήχους της και τους παιχνιδισμούς των νέων φώτων στο οδόστρωμα. Το album είναι το soundtrack μιας ταινίας που δεν έχει γυριστεί ποτέ (όπως αναφέρουν κάπου και οι ίδιοι). Έχεις την αίσθηση πως κάθε τραγούδι αναφέρεται σε μια διαφορετική σκηνή της ταινίας και ότι ο χρόνος είναι κατακερματισμένος.

Η επίκληση στα πνεύματα γίνεται με την έναρξη του δίσκου (“Calling The Spirits”) και έχω την εντύπωση ότι είναι ένας ασύνειδος φόρος τιμής στο μεγαλείο του Miles Davis της εποχής του τιτάνιου “On The Corner”. Το υπνωτικό “Ghosts In The City” συνεχίζει την εκστατική μύηση και τα “Dueling Shamans”, “Streetwalkin’” και “The Spider Pimp” με το ακατάλυτο groove τους διευρύνουν τους ηχητικούς ορίζοντες του δίσκου. Το “Hard Swing” θυμίζει ταινία του David Lynch και εκείνες τις ανεπανάληπτες ελεγείες του Angelo Badalamenti. Κάπου κάπου υπάρχουν ονειρικά διαλείμματα που εμπλουτίζουν την ατμόσφαιρα, όπως  το υπέροχο “She Dreams Of Snow” και το βγαλμένο από ταινία noir “Enchantment”, μετά από το οποίο το ύφος αλλάζει σε πιο σκοτεινά και εσωτερικά μονοπάτια. Αντιπροσωπευτικό αυτής της ηχητικής μεταστοιχείωσης είναι το αριστουργηματικό “At The Crossroads”, εκεί που τα αρχέγονα πνεύματα της Νέας Ορλεάνης σμίγουν σε έναν προαιώνιο χορό. Και τότε έρχεται το αισθησιακό “Bass Beat Blues” για να αφεθείς εντελώς στον ονειρικό στροβιλισμό. Τα “Snakecharmer” και “The Skeleton Getdown” φανερώνουν τις ιερές αφρικάνικες καταβολές με τον funky ρυθμό του σαξοφώνου ενώ τα “Lost In Shinjuku” και “The Realm Of Shades” (το οποίο κλείνει με μοναδικό τρόπο ένα μοναδικό album) φλερτάρουν με trip hop ηχοχρώματα.

Συνοψίζοντας, το “Underworld” είναι ένας από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς (προσωπικά ο αγαπημένος μου ως τώρα) ένα καθάριο διαμάντι που ο καθένας πρέπει να κάνει δώρο στον εαυτό του και να ακούσει ανεξαρτήτως προτιμήσεων και ιδιωμάτων. Μουσική που δεν έχει στεγανά είναι μεγάλη μουσική. Αριστούργημα.

 

9.5 / 10

Δημήτρης Αναστασιάδης

 

Soundtrack για μια εξωτική περιπέτεια

Οι Tuatara αποτελούν μία από τις μπάντες-διαμάντια της underground σκηνής των Ηνωμένων Πολιτειών. Δημιουργήθηκαν το 1994 στο Seattle, αρχικά ως project αποτελούμενο από μέλη ροκ συγκροτημάτων, με πιο επιφανή τον βασικό κιθαρίστα των R.E.M., Peter Buck και τον drummer των Screaming Trees, Barrett Martin. Από την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους “Breaking The Ethers” το ’97 ως και σήμερα έχουν χαράξει μια πορεία γεμάτη απρόσμενες στροφές και μεταμορφώσεις. Ενώ στα τρία πρώτα άλμπουμ παρουσίασαν ένα χαρμάνι από afro, latin, jazz και funk, στην τέταρτή τους δισκογραφική δουλειά, “The Loading Program” του 2003 συνεργάστηκαν με DJs, που ρεμίξαραν παλιότερες τους συνθέσεις. Ενώ, στα επόμενα δύο άλμπουμ τους, “East Of The Sun” και “West Of The Moon”, για πρώτη φορά άφησαν το καθαρά ορχηστρικό χαρακτήρα της μουσικής τους για χάρη εξομολογητικών folk τραγουδιών βασισμένων στην παράδοση των Η.Π.Α.

World μουσική, jazz, electronica, americana: οι Tuatara έχοντας καταπιαστεί επιτυχώς με ένα εύρος ειδών και στιλ, καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα δόντια της μουσικής βιομηχανίας και να παραμείνουν μια παρέα ευφάνταστων μουσικών, που ελίσσεται (τιμώντας το όνομα της μπάντας – βλ. εισαγωγή), πειραματίζεται, απλούστατα κάνει το κέφι της.  Στο τελευταίο  τους  άλμπουμ, που τιτλοφορείται “Underworld”, ο υπόγειος και μυστήριος κόσμος της παρέας των Tuatara έχει εμπλουτιστεί με μουσικούς διόλου τυχαίους: τον μπασίστα των Gnarls Barkley Cedric LeMoyne, αλλά και  τον  Mike McGready, βασικό κιθαρίστα και ιδρυτικό μέλος των Pearl Jam.

Όσο αφορά το μουσικό ύφος του νέου άλμπουμ, η μπάντα από το Seattle επιστρέφει στο στιλ των πρώτων της κυκλοφοριών, κάτι που ο ενημερωμένος ακροατής ψυλλιάζεται ακούγοντας τα πρώτα δευτερόλεπτα του εισαγωγικού “Calling The Spirits”, το οποίο ξεκινά σχεδόν πανομοιότυπα με το εναρκτήριο κομμάτι του ντεμπούτου του 1997.

Πιο συγκεκριμένα, στο “Underworld”, οι Tuatara  μέσα από είκοσι περιεκτικές συνθέσεις με μέσο όρο διάρκειας τα τρία λεπτά ξεδιπλώνουν ένα εκλεκτικό μίγμα από ποικίλα είδη με διαφορετικές πολιτισμικές και ψυχολογικές συνδηλώσεις. Κυρίαρχο στοιχείο η αφρικάνικη μουσική, που κάποιες φορές ανοίγεται στην αιθιοπική τζαζ του Mulatu Astatke (“The Spider Pimp”), ενώ κάποιες άλλες στο νιγηριανό afrobeat του Fela Kuti (“Gremlin Chaingang”). Από την άλλη έχουμε πιο jazzy κομμάτια, που συνδυάζουν το be bop και το funk με μια νουάρ αισθητική (“Streetwalkin’”) ή ακόμα και λυρικές συνθέσεις καθαρά κινηματογραφικής μουσικής (“Enchantment”), χωρίς να λείπουν τα ανοίγματα στο blues (“At The Crossroads”), στο latin (“El Brujo”), ακόμα και σε ανατολίτικες κλίμακες (“Bass Beat Blues”).

Ο συνδετικός κρίκος όλων αυτών των φαινομενικά αντιφατικών περιπλανήσεων είναι η κινηματογραφική ατμόσφαιρα, λες και η μπάντα από κομμάτι σε κομμάτι περιφέρει τον πρωταγωνιστή ενός περιπετειώδους φιλμ σε διάφορα μέρη του κόσμου: από τις άγριες και σκοτεινές αφρικάνικες ζούγκλες στα όχι λιγότερο άγρια και κακόφημα σοκάκια των αχανών μεγαλουπόλεων. Κι όπως οι σκηνές μιας πραγματικά σπουδαίας ταινίας παίζουν με τα συναισθήματα του θεατή, έτσι και τα μουσικά επεισόδια του “Underworld”, αν και καθαρά ορχηστρικά, ρίχνουν τον ακροατή από τον εξωτισμό στον μυστικισμό και από το χιούμορ στη συγκίνηση.

Παράλληλα με την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα ή καλύτερα, συμπληρωματικά με αυτά, οι συνθέσεις περιέχουν υπέροχες μελωδίες, προσεγμένες ενορχηστρώσεις, που αποτελούνται από κιθάρες, πνευστά (σε πρώτο ρόλο το σαξόφωνο του τρελού αυτοσχεδιαστή Skerik) και πολλά κρουστά, αλλά και ένα υψηλό επίπεδο τεχνικής. Με αυτά τα πλεονεκτήματα, οι Tuatara καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον πιο πιθανό σκόπελο που ελλοχεύει σε ένα άλμπουμ όπως το τελευταίο τους: να χαθεί μέσα στην πληθωρικότητα των ειδών και των επιρροών η ταυτότητα του προσωπικού τους ήχου. Αντίθετα, το συγκρότημα διαφυλάσσει το ιδιαίτερο ύφος του, το οποίο άλλωστε καλλιεργεί εδώ και είκοσι χρόνια.

Αλλά, το κατά τ’ άλλα σφιχτοδεμένο και αυτοτελές άλμπουμ που παρουσιάζουν οι Αμερικάνοι έχει δύο μειονεκτήματα. Πρώτον,  μπορεί μεν οι πολλές και μικρές σε διάρκεια συνθέσεις να προσδίδουν κάτι το φρέσκο και το απρόσμενο, αλλά ως ένα βαθμό διασπάνε τη συνεκτικότητα της όλης κυκλοφορίας και, όσο προχωρά το άλμπουμ, πιθανόν να κουράσουν κάπως τον ακροατή. Έπειτα, σε αυτή την άποψη που προβάλλει το γκρουπ, η οποία είναι τόσο underground όσο και κινηματογραφική, ίσως θα ταίριαζε μια παραγωγή λιγότερο «γυαλισμένη», κάπως πιο θολή, σκοτεινή, ακόμη και lo-fi.

Βέβαια, η τελική εντύπωση που αφήνει το “Underworld” είναι αδιαμφισβήτητα θετική. Οι Tuatara στο έβδομο άλμπουμ τους ακούγονται φρέσκοι, κεφάτοι και εμπνευσμένοι, προσφέροντας μουσική που σε κάνει να χορέψεις, να ταξιδέψεις, να δραπετεύσεις και να σκεφτείς.

 

8 / 10

Νίκος Φιλιππαίος

Be the first to comment

Leave a Reply