Tim Bowness – Abandoned Dancehall Dreams

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

 [InsideOut, 2014]

Tim Bowness - Abandoned Dancehall Dreams Εισαγωγή:  Δημήτρης Καλτσάς
29 / 11 / 2014

Ο Tim Bowness δεν είναι απλώς ένας πολύ παραγωγικός μουσικός με καθαρά προσωπικό ύφος. Η διακριτικότητα που χαρακτηρίζει τον ίδιο, τις δουλειές του και τον τρόπο που τις υποστηρίζει είναι χαρακτηριστικός και αξιοσέβαστος για το υψηλό επίπεδο καλλιέργειας του δημιουργού. Μπορεί να έγινε γνωστός κυρίως ως το έτερον ήμισυ του Steven Wilson στους No-Man και δευτερευόντως ως ο ιθύνων νους των Henry Fool, αλλά το βιογραφικό του Bowness είναι πλουσιότατο. Μεταξύ των πάμπολλων συνεργασιών του ξεχωρίζουν αυτές με τους: Robert Fripp, Peter Hammill, Hugh Hopper, Judy Dyble, Ian McDonald, Simon Nicol, Jacqui McShee, Phil Manzanera, David Torn, Roger Eno, Alice, Nick Magnus, Richard Barbieri, Peter Chilvers, Nosound, OSI και White Willow.

Το φετινό “Abandoned Dancehall Dreams” είναι κατ’ ουσίαν το δεύτερο καθαρά προσωπικό album του Βοwness μετά το “My Hotel Year” του 2004 και φαίνεται πως η λογική του μεμονωμένου πειραματισμού έχει εγκαταλειφθεί για το συγκεκριμένο album. Αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν σκεφτεί κανείς πως η επεξεργασία των συνθέσεων και η διαδικασία των ηχογραφήσεων ξεκίνησε με αφορμή την αναβολή του προγραμματισμένου για φέτος έβδομου δίσκου των No-Man. Για τις ανάγκες του έργου, εκτός του ίδιου του Bowness, συμμετέχουν άλλοι 16 εξαιρετικοί μουσικοί, μεταξύ των οποίων οι: Steven Wilson, Richard Barbieri και Colin Edwin των Porcupine Tree, ο πολύς Pat Mastelotto, καθώς και μέλη των Henry Fool: ο Stephen Bennett (πλήκτρα), ο Andrew Booker (ντραμς) και ο Michael Bearpark (κιθάρα).

Το αν κατάφερε το “Abandoned Dancehall Dreams” να υπερβεί τον πήχη που ο ίδιος ο δημιουργός τοποθέτησε πολύ ψηλά είναι το μεγάλο ερώτημα. Αυτό που ισχύει σε κάθε περίπτωση είναι ότι οι όροι στους οποίους βασίζεται η όποια άποψη είναι πολύ ιδιαίτεροι, όπως σε κάθε δουλειά του Tim Bowness.


Αισθητικός πλουραλισμός

Το 2014 η παγκόσμια μουσική σκηνή μας τροφοδότησε με πολλές νέες κυκλοφορίες, οι οποίες εκ πρώτης όψεως φαίνεται να στοιχειοθετούν μια έξοχη σοδιά για το τρέχον έτος που ολοκληρώνεται σε ένα μήνα περίπου. Σε αυτήν σίγουρα θα πρέπει να προσθέσουμε και την νέα προσωπική κυκλοφορία του πολυπράγμονα Tim Bowness και η οποία έρχεται δέκα ολόκληρα χρόνια μετά τον παρθενικό δίσκο του υπό τον τίτλο “Abandoned Dancehall Dreams”.

Αρχικά όπως είναι φυσικό η κυκλοφορία μας προσφέρει όμορφες και ενδιαφέρουσες παρουσίες μουσικών που συνδέονται με τον δημιουργό από παράλληλα μετερίζια, όπως Henry Fool και No-Man. Έτσι, ο εμβληματικός Steven Wilson φέρει ευθύνη για την τελική απόδοση του ήχου στον δίσκο, ο Stephen James Bennett συμμετέχει στην σύνθεση δύο κομματιών, ενώ στα ντραμς συναντάμε το όνομα του Pat Mastelotto (King Crimson και γνώριμος του Bowness από τους Porcupine Tree), για να αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα. Συνεπάγεται αυτό κάτι για την καλλιτεχνική κατεύθυνση της δουλειάς; Η προσωπική μου απάντηση είναι όχι.

Τα κομμάτια αποτελούν προϊόν ζύμωσης με τους No-Man, αλλά οικειοποιήθηκαν πλήρως και αποτέλεσαν την πηγή για το “Abandoned Dancehall Dreams”, κινούμενα σε ένα art/prοg σχήμα με εμφανή τα στοιχεία τόσο pop όσο και alternative δηλώσεων. O Βowness δίνει μεγάλο βάρος στην αισθητική και για αυτό το λόγο προκύπτουν μινιμαλιστικές προσεγγίσεις που καθιστούν την αποκρυπτογράφηση του δίσκου ιδιαίτερα τολμηρό εγχείρημα, παρά την αρκετά ευρηματική αρχή του με το “Warm-Up Man Forever”. Σε αυτή την δυσκολία συμβάλει και ο αριθμός κομματιών που έχει ηχογραφηθεί, τα περισσότερα εκ των οποίων ταξινομούνται ως bonus στις διάφορες versions του album.

Μιλώντας για συνθέσεις δεν μπορώ να κρύψω πως τα “Smiler At 50”, “Song Of Distant Summers”, “Waterfoot” και ”Dancing For You” μου αποκαλύφθηκαν μεγαλειωδώς σχεδόν στα αυτιά μου χτυπώντας αρκετά ευαίσθητες χορδές ενώ το “I Fought Against The South” το κατατάσσω πρώτο ανάμεσα στις άλλες συνθέσεις. Από την άλλη πλευρά δεν θα ήταν άδικο να πει κανείς πως ο δίσκος δεν ικανοποιεί πλήρως γούστα ή προσδοκίες, ιδιαίτερα σχετικά με τα πιο «μοντέρνα» στοιχεία και την δομή των συνθέσεων, ωστόσο είναι αναμφίβολο πως μιλάμε για την καλύτερη δουλειά του Bowness μέχρι τώρα στον προσωπικό του κατάλογο.

Για να επιχειρήσω κάτι το οποίο το θεωρώ αρκετά δύσκολο, να σχηματοποιήσω εκφραστικά δηλαδή αυτήν την δουλειά του Bowness, θα πω πως έχουμε να κάνουμε με ένα φθινοπωρινό άκουσμα του οποίου οι μινιμαλιστικές φόρμες μπορούν να ακουμπήσουν βαθιά σημεία επιτυγχάνοντας τελικά -παρότι δεν μιλάμε για τον τέλειο δίσκο- αυτό που είναι ο κύριος στόχος εν τέλει: την πλήρωση της στιγμής.

8 / 10

Δημήτρης Καστρίτης

 

Ύπουλα οικείο

Αυτό δε θα μπορούσε να μην έχει ενδιαφέρον. Το μακράν πιο φιλόδοξο εγχείρημα ενός τόσο εσωστρεφούς μινιμαλιστή δεν έρχεται απλώς ως μία αποφασιστική επιστροφή για την προσωπική του καριέρα, αλλά και ως γενναίο εγχείρημα κατάκτησης του ευρύτερου προοδευτικού ακροατηρίου. Αυτά όσον αφορά την αυτόνομη πορεία του κ. Bowness φυσικά, γιατί το περσινό “Men Singing” των Henry Fool μας συνέλαβε εξαπίνης (ένα από τα καρυφαία δείγματα αισθητικής εντός του είδους την τελευταία δεκαετία νομίζω). To “Abandoned Dancehall Dreams” είναι ένα album μελετημένο σε κάθε του ηχητική λεπτομέρεια, το οποίο βασίζεται στην εκτελεστική ακρίβεια, την έντονη ατμοσφαιρικότητα και την εκφραστική λιτότητα που σε πρώτη ακρόαση πιθανώς φαντάζει περιοριστικά ιδιαίτερη.

Η εντύπωση ομοιομορφίας στην οποία παρασέρνει η απλοϊκή, αισθαντική ερμηνεία του Bowness και οι χαμηλές ταχύτητες των υπνωτιστικών μελωδιών σύντομα αντικαθίσταται από την εικόνα μιας πλούσιας παλέτας ήχων. Η αριστουργηματική επιμέλεια της ενορχήστρωσης διασφαλίζει την απόδοση του στιχουργικά ενιαίου concept, χτίζοντας παράλληλα το πολυπόθητα μοναδικό σύμπαν του album, σε απόλυτη συνάφεια με το πανέμορφο ρετρό εξώφυλλο του Jarrod Gosling (των I Monster). Ο αλληγορικός τίτλος παραπέμπει στα χαμένα όνειρα, τους ανεκπλήρωτους στόχους και τα -συχνά, εκβιασμένα- συναισθηματικά υποκατάστατα ως συνέπεια αυτών, σε μια μελαγχολική σύμπλευση στίχων και μουσικής, κυμαινόμενη από την αναπόληση στην αποτίμηση και από την απόγνωση σε στιγμές λύτρωσης.

Η εξέλιξη είναι σε σημεία συναρπαστική. Το παραπλανητικά ενεργοβόρο “The Warm-Up Man Forever” oδηγεί στο Wilson-ικό (υπέρμετρα) Floyd-ίζον epic “Smiler At 50” και μετά το ambient “Songs Of Distant Summers” το “Waterfoot” εκπλήσσει με την παραδοσιακή singer-songwriter οπτική και τα αγγλόηχα mellow prog πλήκτρα. Το στιχουργικά μάλλον υπερβολικό ”Dancing For You” και το ηλεκτρονικό “Smiler At 52” περιλαμβάνουν μερικές από τις πιο πιασάρικες στιγμές του δίσκου, ενώ το “I Fought Against The South” είναι πιθανότατα η κορυφαία σύνθεση, η πιο πλήρης, η πιο τολμηρή και η πιο «άρρωστη», στην οποία τα βιολιά υπό τον Andrew Keeling και το mellotron δένουν άψογα πριν την έκρηξη και το ξεκάθαρα retro-prog κλείσιμο.  

Η εκτελεστική ομοιογένεια των 16 συμμετεχόντων είναι εντυπωσιακή και αυτό ίσως είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του Bowness εδώ, με το οποίο εξασφάλισε την αντικειμενική επιτυχία του αποτελέσματος, μικρή ή μεγάλη. Αξίζει να εξάρει κανείς την ευφυία του Mastelotto, το αιθέριο παίξιμο του Edwin, την επιστημονική ακρίβεια των loop κιθάρων του Bearpark, το ζεστό παίξιμο του Bennett στα πλήκτρα και το δέσιμο με τα κλασικά έγχορδα. Ο συνδυσμός του ambient στοιχείου με την αιθέρια art-pop και το μελωδικό Βρετανικό progressive rock αποδίδεται ωραιότατα, με την επιρροή, όμως, του παλιού (και εδώ παρόντα) συνοδοιπόρου του Bowness να είναι ίσως μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα ήθελε ακόμα κι ένας οπαδός του Wilson.     

Η έντονη φόρτιση, η επίπεδη ερμηνεία του Bowness και οι δραματικές κορυφώσεις δεν φαντάζουν ως συστατικά επιτυχούς συνταγής. Κι όμως, το “Abandoned Dancehall Dreams” είναι μία ξεχωριστή κυκλοφορία από έναν ξεχωριστό καλλιτέχνη, που καταφέρνει να πείσει με τόσο ασυνήθιστο τρόπο σε κάθε διαδοχική ακρόαση. Έτσι, δικαιολογεί την αρχική απόρριψη ή/και το μετέπειτα δέσιμο όσο οτιδήποτε εντελώς ανθρώπινο, προσωπικό και όμορφο. Σαν να μην αντέχεις την ταύτιση. Επειδή είναι «φρικτά» συγκεκριμένο, απόλυτο, μοναδικό, απλό, εσωστρεφές. Ύπουλα οικείο.

 

8 / 10

Δημήτρης Καλτσάς

Be the first to comment

Leave a Reply