[InsideOut, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
20 / 10 / 2014
Το φετινό album των Tea Party ήταν μία από τις πολυαναμενόμενες κυκλοφορίες της χρονιάς και φυσικά όχι άδικα. Δέκα ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από το άνισο και αρκετά εμπορικό ως πρόθεση “Seven Circles” και εννέα από την ανακοίνωση της διάλυσης της μπάντας ένα χρόνο μετά. Μπορεί να είχε κλείσει ένας μεγάλος κύκλος με σπουδαίους δίσκους, αιώνια κομμάτια και τεράστια καλλιτεχνικά επιτεύγματα, αλλά κανένας δεν είχε πειστεί πως αυτό ήταν και τέλος για πάντα, ας μη γελιόμαστε. Οι δύο Jeff και ο Stuart ήταν γύρω στα 35 τους το 2005 και όσο κι αν ήθελαν να εξερευνήσουν νέους χώρους, να εκφραστούν διαφορετικά, να δημιουργήσουν πιο προσωπικά, ήταν πολύ νέοι για να εγκαταλείψουν την ιδέα της κοινής επιστροφής. Μπορεί να μην πέτυχαν την καταξίωση στην Αγγλία και τις Η.Π.Α. στο βαθμό που θα ήθελαν και αν μη τι άλλο τους άξιζε (και μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ το γιατί…), αλλά οι οπαδοί τους ανά τον πλανήτη ήταν και είναι υπεραρκετοί για να τους θυμίζουν πόσο τους θέλουν πίσω.
Την άνοιξη του 2011 έγινε η ανακοίνωση της επανασύνδεσης και το Σεπτέμβριο του 2012 κυκλοφόρησε το εξαιρετικό “Live from Australia”, όπου φάνηκε ότι το τρίο «το έχει» ακόμα και είναι ικανό να συγκινήσει και πάλι τους πάντες χωρίς να έχει ανάγκη την παραμικρή δικαιολογία για την απουσία έξι χρόνων.
Φέτος ήταν η ώρα για τον νέο δίσκο, όπου οι Martin, Chatwood και Burrows καλούνται να ανταποκριθούν σε άλλη μία μεγάλη πρόκληση. Μπορεί το “The Ocean At The End” να σταθεί επάξια δίπλα στα albums του ένδοξου παρελθόντος; Άξιζε η αναμονή μιας ολόκληρης δεκαετίας;
Ωκεανός με πολλές ξέρες Δέκα χρόνια μετά το μουδιασμένο “Seven Circles”, οι πολυαγαπημένοι Καναδοί ευελπιστούν να πιστοποιήσουν στουντιακά την κάτι παραπάνω από πετυχημένη επιστροφή τους στις ζωντανές εμφανίσεις. Το “The Ocean At The End” ηχητικά δεν απέχει και πολύ από αυτό που θα προσδοκούσε ο κάθε φίλος της μπάντας, με τα περισσότερα στοιχεία που θα περίμενε κανείς να εμφανίζονται και πάλι. Ακούμε ξανά το trademark ύφος τους: αυτή την alternative εκδοχή του Zeppelin hard rock, με τις progressive πινελιές, το έντονο ethnic στοιχείο και τη φωνή του Jeff Martin να παραμένει και αυτή ατόφια όπως τη γνωρίσαμε στα 90s. Αυτό θα ήταν απολύτως καλοδεχούμενο βέβαια, αν η ποιότητα των συνθέσεων ακουμπούσε έστω και λίγο τα αριστουργήματα του παρελθόντος. Δυστυχώς, στα 56 λεπτά που διαρκεί το album η έμπνευση κάνει επίσκεψη κυρίως λίγο πριν το τέλος, στο εκπληκτικό ομώνυμο κομμάτι, αλλά και στο πολύ καλό “Water’s On Fire”. Μέχρι όμως να φτάσουμε εκεί έχουν προηγηθεί πολλά φάουλ. Το εναρκτήριο κομμάτι θα μπορούσε να σταθεί μόνο ως tribute στους συμπατριώτες τους και εθνικούς ήρωες, Rush. Τα “The Black Sea” και “Cypher” που ακολουθούν είναι ανεκτά μεν, αλλά γραμμένα στον αυτόματο πιλότο. Από εκεί και πέρα η μπάντα ανοίγεται σε έναν ωκεανό μετριότητας, με κάποιες στιγμές να είναι και σχεδόν άβολες. Το να τραγουδάει ο Martin τον στίχο “Let’s have another glass of wine” στο παρελθόν θα έμοιαζε ως ιδανικό σενάριο. Το έντονα συναισθηματικό στοιχείο πάντα υπήρχε στους Tea Party, αλλά δεν υπήρξε πότε ούτε ενοχλητικό, ούτε γλυκανάλατο. Πολύ πιθανόν με το πέρασμα του χρόνου να μην μπορούν πλέον να το υποστηρίξουν, αφού σε πολλά κομμάτια ακούμε διάσπαρτα δείγματα “rock μπαρμπαδισμού” (παρά το γεγονός πως και οι τρεις κρατιούνται ομολογουμένως μια χαρά). Η έκπληξη που προσφέρουν τα δύο προαναφερθέντα δυνατά κομμάτια, ιδιαίτερα μετά τον πάτο που πιάνει ο δίσκος με το “The Cass Corridor”, είναι μεν ευχάριστη, αλλά αφήνει και μια πικρία σε όποιον αγαπάει την μπάντα και βλέπει ότι το έχουν ακόμα. Ειδικά το κιθαριστικό σόλο στο ομώνυμο κομμάτι, όπου ο Jeff φοράει την επίσημη Page στολή του, είναι μνημειώδες και αντάξιο της ιστορίας τους. Μιας και έγινε μία ακόμα αναφορά στον Martin, αξίζει να αναφερθεί ότι ένα ακόμα μείον του δίσκου είναι η αίσθηση κομπάρσου που βγάζει η συμμετοχή των άλλων δύο, κάτι που δεν συνέβη ποτέ στο παρελθόν στουs Tea Party και ιδιαίτερα στην περίπτωση του Stuart Chatwood (του John Paul Jones των 90s δηλαδή). Ο περιορισμένος ρόλος των δύο δυστυχώς κάνει το άλμπουμ να ηχεί αρκετά μονοδιάστατο. Η αγάπη για μια μπάντα σε περίπτωση μιας αποτυχημένης κυκλοφορίας σε κάνει να ψάχνεις πάντα να βρεις θετικές στιγμές για να πιαστείς. Είναι όμως η ίδια αγάπη που σε οδηγεί στο τέλος να δεις την καθαρή αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι ο νέος δίσκος των Tea Party ξεπερνά κατά ελάχιστα τη μετριότητα. Οπότε…
5.5 / 10 Κώστας Μπάρμπας | Όταν οι μεγάλες προσδοκίες δεν προδίδονται… …η χαρά μας είναι προδιαγεγραμμένη, δηλαδή η «αναμενόμενη». Όταν όμως προδίδονται, η λύπη μας είναι πολλαπλάσια. Κρίμα κι άδικο θα έλεγα. Εσείς τι λέτε; Όντας έξω από το «χορό» όλοι έχουμε χίλιες-δυο απαιτήσεις από τους ήρωές μας. Και για να σας προκάμω: μη σηκώσουν το χέρι τους οι συνάδελφοι που λεν (όπως και του λόγου μου άλλωστε) πως παίζουν κάποιο όργανο, ανήκουν σε κάποια μπάντα, άρα ξέρουν τι σημαίνει παίζω μουσική. ΟΚ, ακόμη κι έτσι να’ ναι, ξέρουμε τι σημαίνει ΓΡΑΦΩ μουσική όλοι μας; Συνθέτω δηλαδή. Κι όσοι ξέρουμε, ναι, κάποιοι ξέρουμε και μάλιστα πολύ όμορφα, κάνουμε «διεθνή πρωταθλητισμό»; Στάκα! Μονάχα ο Vangelis μπορεί να ισχυριστεί κάτι τέτοιο απαρχής της ηλεκτροδοτούμενης μουσικής από το 1955 και δώθε… Πού το πάω; Ναι. Αγαπώ κι εγώ τους The Tea Party. Ναι, περιμένω πολλά από αυτούς. Τόσο, που σε κάθε (unplugged) επίσκεψη του Jeff Martin στη χώρα μας ήμουν εκεί για να τον αποθανατίσω, να τον γευτώ, να τον χορτάσω. Και τις δυο δάκρυσα πολλαπλά με τις ερμηνείες του και δεν ήμουν ο μόνος! Μάλιστα τα τυχερά του επαγγέλματος με θέλουν να τον έχω πάει ο τρελός σε κουτούκι του Κολωνού, την «Κοταρού», για μεζεκλίκια (!). Να τον έχω πάει βόλτες με το αμάξι μου δώθε-κείθε, να έχουμε πιει κόκκινο κρασί στο σπίτι του Δημήτρη Συμελειάδη ξοδεύοντας ώρες σε συζητήσεις που ΔΕΝ ηχογραφήθηκαν εξολοκλήρου. Να έχει παίξει για πάρτη μας με την ακουστική του κιθάρα μισή ώρα private unplugged show σε διαμέρισμα στα Πετράλωνα… Και ναι. Ήταν τόσο λιάρδα την τελευταία νύχτα του στην Ελλάδα, που με αιθέρια ύπαρξη στο πλευρό του έγραψε στα παπάρια του την μονάκριβη κιθάρα του αφήνοντας την στο port-baggage μου. Αν δεν του την πήγαινα ξημερώματα εγώ, «ενοχλώντας», «τοκ-τοκ παρακαλώ» και η κοπελιά με το μπουρνούζι στην εξώπορτα, στο βάθος τα τριχωτά του πόδια να εξέχουν από το κρεβάτι σε θέση μπρούμυτα κ.τ.λ.… θα την είχα έκθεμα μονάκριβο στο σπιτικό μου λέμε! Κι αν μοιάζουν όλα τα παραπάνω εκτός θέματος, για ‘με σκιαγραφούν γλαφυρότατα τον αρχιτέκτονα του “The Ocean At The End”. Άρα και τις εδώ επιλογές του. Για παράδειγμα, τα δέκα χρόνια σιωπής του Καναδικού τρίο. Ήταν πολλά, έως και αβάστακτα, όμως ο μάστορας είχε άλλα πλάνα που τον ήθελαν περιφερόμενο, πειραματιζόμενο και ανένταχτο. Η λαχτάρα που προξένησε όμως τούτη η αποχή κατάντησε προσθετική θα έλεγα. Όμως να, το φετινό κύημα του επαναπροσδιορισμού τους, προσωπικά, με κάλυψε τα μάλα. «Τα έχει όλα και συμφέρει». Γνήσιο παραπαίδι των Led Zeppelin ξανά; Yep! Που όμως έχει ο-λό-δι-κό του χαρακτήρα, όπως ανέκαθεν άλλωστε. Τραγουδοποιία: Το “The L.O.C” ανοίγει την αυλαία έτσι που η μπάντα κερδίζει από τα αποδυτήρια κιόλας το παιχνίδι! «Αρρώστια»: η «Μαύρη Θάλασσα» μας θυμίζει για πολλοστή φορά πως πρόκειται για μια «πειραγμένη» παρέα μουσικών (ποιος θυμάται το ομώνυμο έπος του Σαββόπουλου;). Όπως άλλωστε και το σκοτεινό “Cypher”. Λυρισμός: εάν τιτανομέγιστοι συνθέτες/στιχουργοί όπως π.χ. ο Paul McCartney, ο Paul Simon, ο Neil Young είχαν γράψει ένα τραγούδι σαν το “The Maker”, αύριο όλα τα ραδιόφωνα του πλανήτη θα το είχαν στο rotation τους! Ταξιδιάρικη, έως και χαοτική υφή για άλλη μια φορά. Ακούστε εδώ το ομώνυμο άσμα του άλμπουμ που μαζί με το ανώνυμο, αλλόκοσμο outro σε αφήνουν με ανοικτό το στόμα να κοιτάς το ταβάνι… Ποικιλομορφία και «ψάξιμο» μες την περίτεχνη ισορροπία του και εν τέλει, μια σφραγίδα γνησιότητας σαν την Ακρόπολη. Ως επίλογο, θα σταθώ ξανά στον παλιοκαριόλη τον Jeff που μοιάζει να’ χει πουλήσει την ψυχή του στον Διάολο σε μεταξύ τους συμφωνία, ώστε: α) να έχει μια από τις πιο συναρπαστικές φωνές του πλανήτη που σε οδηγούν σε βιώματα κορυφής και β) να γράφει στίχους και μελωδίες που στοιχειώνουν το είναι μας! Μην το γελάτε. Αυτό ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων πάνω-κάτω το 2010 μεταξύ ξηροκάρπιων και μπουκαλιών από «Κατώγι»: «Έχω δίπλα μου ένα δαιμόνιο ον που με παρακολουθεί στενά, ό,τι κι αν κάνω. Να, και τώρα εδώ είναι αλλά σεις οι δυο δεν τον αντιλαμβάνεστε…». Και μετά μου λες φίλε να περιμένω τα καθώς πρέπει & «απαραίτητα». Θα είχα χάσει όλο το νόημα. Άσε που στο κάτω-κάτω ακόμη κι αυτά, υπάρχουν με το κιλό!
8.5 / 10 Χρήστος Κισατζεκιάν |
Be the first to comment