[eOne / Good Fight Music, 2014]
Εισαγωγή: Λευτέρης Σταθάρας
27 / 10 / 2014
Ήταν 2005 όταν οι Nevermore κυκλοφόρησαν το “This Godless Endeavor”. Ήταν ο δίσκος που έκανε τα σχολικά μου χρόνια λίγο πιο εύκολα. Kατάφερε να μετατρέψει το φίλο μου τον Γιώργο σε μεταλλά. Είχα επιτέλους έναν άνθρωπο να μιλήσω για μουσική σε ένα σχολείο γεμάτο σκυλάδες και τρεντάδες. Ανακαλύψαμε μαζί τους Porcupine Tree, τους Riverside αλλά και τους At The Gates και τους Meshuggah. Σε αυτούς τους τελευταίους έγινε ένας διαχωρισμός. Ο Γιώργος ξεκίνησε να ψάχνει αυτό τον ήχο (Veil Οf Maya, Periphery, TesseracT κ.ά.) και εγώ τον πιο «φλώρικο» (Marillion, Arena κ.τ.λ.). Αραιά και πού κάνει προτάσεις ο ένας στον άλλο για δίσκους που πρέπει να ακούσει και το 2010 o Γιώργος ήρθε με έναν εξωπραγματικό (pun intended) δίσκο εν ονόματι “Exoplanet”, το πρώτο άλμπουμ των Contortionist.
Οι Αμερικανοί με το ντεμπούτο τους μπορεί να μην γέμισαν κάποιο κενό στο μουσικό χάρτη, αλλά κατάφεραν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και να περιοδεύσουν με μπάντες, όπως οι Protest The Hero, οι Periphery και οι Between Τhe Buried Αnd Me. Ο έξυπνος συνδυασμός επιρροών από μπάντες του κλασσικού prog, όπως οι Rush και οι Dream Theater, με core ξεσπάσματα τους έκανε να ξεχωρίσουν. Η συνέχεια με το “Intrinsic” ήταν λίγο διαφορετική μιας και τα πολλά ξεσπάσματα έδωσαν τη θέση τους σε πιο prog-post ήχους.
To 2014 έρχεται η ώρα για τον τρίτο δίσκο των Αμερικανών, ο οποίος σηματοδοτεί και το ντεμπούτο του νέου τους τραγουδιστή, Mike Lessard. Η μπάντα μάλιστα χρησιμοποιεί και πολύ έντονα τα social media, αφού ενημέρωνε τους φίλους της για κάθε σημαντικό βήμα της ηχογράφησης του “Language” δίνοντας την εντύπωση ότι και οι ίδιοι πιστεύουν πάρα πολύ σε αυτή την κυκλοφορία τους. Για να δούμε λοιπον… Συνεχίζεται αυτή η εξέλιξη του ήχου τους ή έχουμε ακόμα μία αλλαγή;
Djent? Δεν είμαι… αλλά έχω! Τρίτος δίσκος για τους Αμερικάνους The Contortionist που μετά από 3 EP και 2 full length άλμπουμ έχουν καταφέρει να κερδίσουν ένα αξιοσέβαστο αριθμό οπαδών. Τρίτος δίσκος, οπότε οποιαδήποτε ατοπήματα πια δεν συγχωρούνται. Στην περίπτωση των Contortionist βέβαια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, μιας και έκαναν εντυπωσιακή είσοδο με το “Exoplanet”, αλλά 4 χρόνια μετά έχουν προχωρήσει αρκετά τον ήχο τους. To “Language” συνεχίζει στον ήχο του “Intrinsic” με τα πολλά core ξεσπάσματα να λείπουν. Η φωνή του Mike Lessard ταιριάζει απόλυτα με το ύφος της μπάντας. Εξαιρετικά καθαρά φωνητικά που τους επιτρέπουν να εξερευνήσουν ακόμα περισσότερο τα prog metal μονοπάτια τους. Μπορεί ο απερχόμενος Jonathan Carpenter να ταίριαζε στα πιο επιθετικά σημεία των κομματιών, αλλά η φωνή του Lessard είναι ιδανική στα πιο μελωδικά σημεία. Η αρχή του δίσκου γίνεται με το “The Source” που λειτουργεί σαν intro για το “Language” που είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος του κυριαρχεί ένας ατμοσφαιρικός ήχος με πιο ελεγχόμενα ξεσπάσματα. Υψηλή μουσική αισθητική με πολλές εναλλαγές και τον Joey Baca να ξεχωρίζει με το εξαιρετικό drumming του. Το δεύτερο μέρος του “Language” έρχεται σαν υπενθύμιση του παρελθόντος της μπάντας. Σαρωτική εισαγωγή, με χαμηλά κουρδισμένες κιθάρες και growls. Το κυρίως πιάτο του δίσκου έρχεται με τα “Intergration” και “Thrive”. Πολύ ωραία δουλειά στις κιθάρες, ωραίες μελωδίες αλλά και ωραία ξεσπάσματα τα οποία, σε αντίθεση με το “Exoplanet”, χτίζονται πιο κλιμακωτά. Ακόμα, στα πιο μελωδικά-ορχηστρικά σημεία του δίσκου, υπάρχει και μια κινηματογραφική αίσθηση, όπως για παράδειγμα στο “The Source”, αλλά και στο κλείσιμο το “Thrive”. Στη συνέχεια, ο δίσκος κάνει μια κοιλιά με τo μεγαλύτερο απ’ όσο θα έπρεπε, ρομποτικό “Primordial Sound” και το αδιάφορο “Arise”. Ο δίσκος κλείνει με τα δύο μεγαλύτερα κομμάτια. Το “Ebb & Flow” περιέχει και screams πάνω από τεχνικές κιθάρες, αλλά και μελωδικά σημεία με τη φωνή του Lessard να είναι στα καλύτερά της. Το τέλος έρχεται με το “The Parable” το οποίο λειτουργεί ακριβώς σαν outro του δίσκου. Η αρχή γίνεται με ambient ήχους από τα πλήκτρα με τα υπόλοιπα όργανα να ακολουθούν. Το sample με την ομιλία του Βρετανού φιλόσοφου Alan Watts κλείνει ιδανικά το κομμάτι και τον δίσκο. Οι Contortionist ωρίμασαν ηχητικά και εξέλιξαν τον ήχο που εξερεύνησαν με το “Intrinsic” κάνοντας όμως αναφορές και στις πρώτες τους μέρες. Η φωνή του Mike Lessard σίγουρα βοήθησε στο να μπορέσει η μπάντα να εξερευνήσει πιο ατμοσφαιρικούς ήχους και να γράψει μελωδίες που μπορούν να μείνουν στο κεφάλι του ακροατή. Ίσως όχι με την πρώτη ακρόαση… αλλά σίγουρα με τις περισσότερες ακροάσεις μένουν όλο και περισσότερα πράγματα. Σε μια περίοδο που οι αξιόλογες progressive metal κυκλοφορίες μετρούνται στα δάχτυλα των χεριών είναι πολύ ενθαρρυντικό να βλέπεις νεότερες μπάντες να ωριμάζουν και να γράφουν ωραίους δίσκους.
8 / 10 Λευτέρης Σταθάρας | Career-turning third album Τον καινούριο δίσκο των The Contortionist τον περίμενα πώς και πώς, γιατί η στροφή σε πιο ήπιες φόρμες που έκαναν στον προηγούμενο (τον είχα λιώσει τον Ιούλιο – τι εννοείς δε διαβάζεις τις playlists του ProgRocks.gr;;;) μου άρεσε και ήθελα να δω αν θα έχει συνέχεια το εγχείρημα. Αν δηλαδή θα μαλάκωναν κι άλλο ή αν η αλλαγή εκείνη ήταν κάτι που δε θα επαναληφθεί. Ένα τραγούδι που είχα ακούσει στο youtube το καλοκαίρι με γέμισε προσδοκίες, μιας και έδειχναν να κινούνται σε λιγότερο ακραία μονοπάτια, με αποτέλεσμα η κυκλοφορία του δίσκου να αντικαταστήσει για καιρό οτιδήποτε υπήρχε στο mp3 player μου. Οι The Contortionist είναι μια εξαμελής μπάντα από την Indianapolis που ιδρύθηκε το 2007 και το 2013 βίωσε τις αποχωρήσεις του τραγουδιστή/πληκτρά και βασικού στιχουργού, Jonathan Carpenter και του μπασίστα Christopher Tilley. Τη θέση πίσω από το μικρόφωνο πήρε ο Michael Lessard των Last Chance To Reason, στα πλήκτρα ο Eric Guenther και μπάσο στο δίσκο παίζει ο κιθαρίστας Robby Baca αλλά μετά προστέθηκε ο Jordan Eberhardt των Scale the Summit. Παρ’ όλες τις αλλαγές μελών, τα βασικά χαρακτηριστικά του ήχου τους και οι επιρροές τους παραμένουν αναλλοίωτες, δηλαδή μοντέρνο progressive metal με πολλά djent στοιχεία και σε σημεία ακραία death metal φωνητικά, γιατί το deathcore έχει πέραση στην Αμερική. Εμένα από τη μία μου θυμίζουν αρκετά τους Animals Αs Leaders (χωρίς τα «άρρωστα» solo) με φωνητικά και από την άλλη ακούγονται σαν ένα djent συγκρότημα να προσπαθεί να παίξει σαν τους Cynic. Ο δίσκος ξεκινά με το “The Source” όπου τα πλήκτρα, η κιθάρα και η φωνή δημιουργούν μια ταξιδιάρικη ατμόσφαιρα, ό,τι πρέπει για να σε βάλουν στο πνεύμα του δίσκου που συνεχίζει με την κομματάρα “Language I & II”, που ξεκινά με ένα επαναλαμβανόμενο mid tempo άρπισμα στην κιθάρα, με τα πλήκτρα και τη δεύτερη κιθάρα να δημιουργούν ένα στρώμα πάνω στο οποίο το rhythm section ξεδιπλώνει τις αρετές του και μας συστήνεται η ζεστή φωνή του νέου τραγουδιστή. Προς το τέλος του πρώτου μέρους γίνεται πιο djent ώστε να δένει αρμονικά με το δεύτερο που μέχρι τη μέση του είναι ένα αργό death metal τραγούδι με ατμόσφαιρα που θυμίζει Gorguts και Ulcerate (θυμίζει μόνο), ενώ από εκεί και μετά επανέρχεται η βασική λογική του πρώτου μέρους και τα καθαρά φωνητικά μέχρι το τέλος του. Τραγούδια όπως τα “Integration”, “Arise”, “The Parable” (με την ambient εισαγωγή) διέπονται από την ίδια λογική, αργά στην αρχή με καθαρά φωνητικά πολλούς ρυθμούς στο παίξιμο, αλλά από τη μέση και μετά γίνεται επιθετικό, βαρύ, με ακραία φωνητικά και σε κάποια σημεία ακούς tutti παίξιμο αλα Dream Theater, ενώ κάποια κομμάτια με διαφορετική λογική είναι το “Thrive” με τις δυναμικές κιθάρες στην αρχή, φοβερό riff στη μέση που θυμίζει Cynic, τα καθαρά φωνητικά και το καταπληκτικό solo μπάσο και το “Primordial Sound” που αποτελεί το δεύτερο single του δίσκου, που όμως στο βασικό του riff μου θυμίζει αρκετά το πώς τελειώνει το τραγούδι “Existence” των Aghora, απλώς λίγο πιο djent (δυστυχώς). Το “Language” λοιπόν, με το φοβερό εξώφυλλο, είναι ένας κατά βάση μελαγχολικός δίσκος, συναισθηματικός σε στιγμές (περίεργο αν έχεις ακούσει τους προηγούμενους), συνάμα όμως είναι μοντέρνος και δυναμικός, παιγμένος άρτια και χωρίς ίχνος επίδειξης. Οι The Contortionist κάνουν το βήμα παραπάνω και παραδίδουν τον καλύτερο δίσκο της καριέρας τους.
8 / 10 Γιάννης Βούλγαρης |
Be the first to comment