[Price War / MGM, 2014] | |
Εισαγωγή: Νίκος Βέβες |
Το crossover prog (γνωστό και ως alternative prog ή alt-prog) αποτελεί το μοναδικό υποϊδίωμα του prog rock με ορισμό που διέπεται από αντιφάσεις. Χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη pop στοιχείων (εκτός αν τα στοιχεία είναι ορχηστρικής μουσικής, ηλεκτρονικής μουσικής, funk, jazz, metal ή μίξη αυτών), απλούστερες δομές κομματιών (εκτός από τις φορές που οι δομές δεν είναι καθόλου απλές), σύντομες διάρκειες κομματιών (εκτός αν είναι πάνω από δέκα λεπτά), δίσκους που περιέχουν μεμονωμένα, ανεξάρτητα τραγούδια (εκτός αν είναι concept), «συμβατική» στιχουργική θεματολογία (εκτός από τις φορές που οι στίχοι επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις), κ.ο.κ. Κατανοητό…ωραία, προχωράμε.
Ή όχι. Ας είμαστε ειλικρινείς. Το crossover prog είναι το «ό,τι να ‘ναι» παρακλάδι του prog. Αν έχει δύο «σταθερές» (τα εισαγωγικά είναι σκόπιμα), αυτές είναι η εκτελεστική δεινότητα και η διάθεση πειραματισμού, κυρίως σε επίπεδο ενορχήστρωσης. Και οι χώρες που δείχνουν να είναι οι πιο ενεργές ως προς την παραγωγή τέτοιας μουσικής είναι δύο: οι Η.Π.Α. και η Αυστραλία, με την τελευταία να είναι εδώ και περίπου μια δεκαετία υπεύθυνη για τη διάδοση του ιδιώματος μέσω ποιοτικών μπαντών διεθνούς απήχησης, αναγνώρισης και επιδραστικότητας, όπως οι Karnivool και οι Dead Letter Circus. Σε αυτούς έρχονται να προστεθούν και οι Sydonia με τη δεύτερη full-length κυκλοφορία τους που φέρει τον τίτλο “Reality Kicks”.
Φιλόδοξο και ελπιδοφόρο
Η Αυστραλία την τελευταία δεκαετία μας έχει εκπλήξει με την alternative / prog rock / metal σκηνή της με μπάντες, όπως οι Karnivool, Butterfly Effect και Dead Letter Circus να πρωταγωνιστούν και να δίνουν το καλύτερο παράδειγμα και σε άλλες όπως οι Sydonia. Eπτάμιση χρόνια και 4 EP μετά το “Given To Destroyers”, το κουαρτέτο από τη Μελβούρνη, την πιο πυκνοκατοικημένη πόλη στην πολιτεία της Victoria, επέστρεψε με την καινούρια του full length κυκλοφορία, “Reality Kicks”. Φέτος, σαφώς ωριμότεροι από το ντεμπούτο του 2006, έθεσαν τον πήχη πολύ πιο ψηλά σε όλα τα επίπεδα, θέτοντας συγκεκριμένους στόχους. Από τα πρώτα κιόλας κομμάτια φαίνεται ότι οι Sydonia έριξαν αρκετή δουλειά, με βασικότερο σημείο αναφοράς την παραγωγή του ήχου τους να ξεχωρίζει. Ο δίσκος ακούγεται ευχάριστα και έχει πολύ καλή ροή από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να κουράζει καθόλου κατά τη μία ώρα της συνολικής του διάρκειας. O δίσκος χαρακτηρίζεται από δυνατά, κοφτά και σκληρά κιθαριστικά riff, μελωδικά couple και γέφυρες, εναλλαγές από alt-prog μελωδικά φωνητικά σε metalcore, εμπορικά και πιασάρικα refrain, ένα ωραίο πάντρεμα για αυτιά με πιο αμερικάνικο ηχητικό γούστο. Ναι, οι Sydonia φλερτάρουν με ήχους και ρυθμούς που θα βρίσκαμε σε nu-metal μπάντες προ 10-15 ετών (Deftones, Machine Head, Korn, Staind, One Minute Silence). Xωρίς να χάνουν τη φρεσκάδα μεταγενέστερων alternative δίσκων, απευθύνονται σε οπαδούς της τότε σκηνής που κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας εξελίχθηκαν παράλληλα μουσικά (προαναφερθέντες Αυστραλοί συντοπίτες + dredg, Dear Hunter κ.ά.). Δεδομένου ότι στο “Reality Kicks” υπάρχουν 13 κομμάτια, το συνθετικό επίπεδο θα ήταν απίθανο να είναι το ίδιο, αν και τα όποια fillers είναι ευτυχώς λίγα. Ωστόσο, λόγω παραγωγής και σφιχτοδεμένου και ενεργητικού παιξίματος, οι Sydonia καταφέρνουν να μην ακούγονται αδιάφοροι σε κανένα σχεδόν σημείο. Τα καλύτερα κομμάτια στο δίσκο είναι νομίζω τα: “TL” (το οποίο είχαμε πρωτοακούσει πρόπερσι στo EP “Waiting for Words That Don’t Exist”), “Sinner” (φοβερό refrain), και τα “Crash” και “Elbow” (αναμφισβήτητα οι πιο heavy στιγμές στο άλμπουμ). Στα συγκεκριμένα κομμάτια, όπως ίσως και στο (πιο ανάλαφρο) ομώνυμο, οι Sydonia μπορούν να επενδύσουν τα όνειρά τους για επιτυχία εντός και εκτός Αυστραλίας. Οι πιο αδύναμες στιγμές στο άλμπουμ είναι πιθανότατα τo “Bacteria” (drum solo, καλό μεν, αλλά περιττό για στούντιο άλμπουμ) και το κάπως γλυκερό “Wheels”, λίγο πριν το τέλος. Η εξέλιξη της μπάντας είναι πολύ ενδιαφέρουσα, πατάνε σε πολύ καλό δρόμο και σίγουρα περιμένουμε να μας εκπλήξουν περισσότερο στο μέλλον.
7 / 10 Αλέξανδρος Δεληβασίλης | Reality kicks arse
Αν και κανείς δε μπορεί να χαρακτηρίσει τους Sydonia ως τεμπέληδες, όταν έχουν 5 EP, 4 single και ένα DVD στο ενεργητικό τους καθώς και περιοδείες με τους Lamb of God, Slipknot, Machine Head και Stone Sour (όλοι εκ των οποίων δηλώνουν οπαδοί των Sydonia), το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του πρώτου τους full-length δίσκου (“Given to Destroyers”, 2006) και του ολοκαίνουριου “Reality Kicks” ήταν σχεδόν παράλογο. Όπως και να έχει, είχαν ήδη δείξει τη μουσική τους ταυτότητα ως μπάντα που έχει την τάση να μπλέκει πολλά διαφορετικά, ετερόκλητα σχεδόν, στοιχεία. Και αν στο “Given to Destroyers” η παραπάνω μίξη δεν έπειθε ολοκληρωτικά, στο καινούριο τους πόνημα όχι μόνο πείθει, αλλά εντυπωσιάζει. Το εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου, “Here”, αποτελεί την ιδανικότερη εισαγωγή, τόσο για τον δίσκο αυτόν καθ’ αυτόν, όσο και για τη μπάντα. Για τα πρώτα ενενήντα περίπου δευτερόλεπτα νομίζεις ότι ακούς κάτι απόλυτα ενδεικτικό της σκηνής, χάρη στην πιασάρικη μελωδία που στο ρεφραίν θυμίζει dredg, αλλά αμέσως μετά ο δίσκος δείχνει τα δόντια του μπαίνοντας σε πιο metal πεδία, με μια κιθαριστική «επίσκεψη» κατά post-rock μεριά. Κι αν η ποικιλομορφία (λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε αναφορές στους Sydonia) του δίσκου είναι έκδηλη από το πρώτο κιόλας κομμάτι, στο δεύτερο, “Shame”, φαίνεται το ταλέντο της μπάντας στη δημιουργία συνοχής μεταξύ αντιδιαμετρικών στοιχείων, όπως οι πιο pop φωνητικές γραμμές –διανθισμένες με σύντομα ξεσπάσματα ακραίου metal– πάνω σε μία αμιγώς metal riffολογία. Το ομώνυμο κομμάτι και πρώτο single του δίσκου, όντας συμβατικότερο και κινούμενο ως επί το πλείστον σε πιο χαμηλές ταχύτητες, μπορεί μεν να δίνει στον ακροατή την ευκαιρία να πάρει μια ανάσα και να συνειδητοποιήσει πως ο δίσκος κάθε άλλο παρά προβλέψιμος είναι, αλλά εν τέλει είναι αδύναμο και αποτελεί αστοχία ως προς την επιλογή single. Κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το “Drag You Out”, αλλά καταλήγει να είναι το κομμάτι στο οποίο ο Dana Roskvist εντυπωσιάζει με την ερμηνεία του. Τα επόμενα τέσσερα κομμάτια του δίσκου έχουν έντονα metal καταβολές, με το “Crash” να θυμίζει σε σημεία ακόμα και System of a Down και τα “TL” και “Sinner” να είναι τα δύο highlights του δίσκου αφού πέραν της πολυπλοκότητάς τους, διαθέτουν ουσιαστική επιθετικότητα και μελωδίες που μπαίνουν στον εγκέφαλό σου και κατσικώνονται εκεί χωρίς καμία διάθεση να αποχωρήσουν ειρηνικά. Περιπαιχτικά σχεδόν, τα διαδέχεται η απειλή για αγκωνιά στο μάτι (“Elbow”, το πιο ακραίο κομμάτι του δίσκου). Το “Nobodies” είναι η δεύτερη αστοχία του δίσκου, όσο ενδιαφέρον κι αν έχουν τα post-rock περάσματα, ενώ το “Words” με το στιβαρό του rhythm section να περιέχει σημεία που ενδείκνυνται για headbanging. To “Bacteria” είναι ουσιαστικά ένα drum solo, και ως τέτοιο είναι μάλλον περιττό εντός του πλαισίου ενός studio δίσκου, αλλά είναι ενδεικτικό των ικανοτήτων του ντράμερ Sean Bailey, ο οποίος πέρα από την εξαίρετη τεχνική που διαθέτει, επιδεικνύει καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου έξυπνο παίξιμο, υποστηρίζοντας ιδανικά κάθε σύνθεση του δίσκου, χωρίς υπερβολές και χωρίς να γίνει απλοϊκός ή βαρετός. Φτάνοντας στο τέλος του δίσκου, βρίσκουμε τα “Wheels” και “C13”. Το πρώτο, παρά την εν γένει όμορφη μελωδία του, δεν καταφέρνει να αναχθεί σε κάτι παραπάνω από filler, ενώ το δεύτερο λειτουργεί ως κατακλείδα, όπως το “Here” ως εισαγωγή, αν και λιγότερο επιτυχώς, αφού και αυτό διαθέτει ποικιλία μουσικών επιρροών (prog, post, pop, metal), χωρίς όμως να έχει κάτι που να το καθιστά εξίσου αξιομνημόνευτο με το πρώτο κομμάτι του δίσκου. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στον ήχο του δίσκου. Η παραγωγή από το συγκρότημα και τον έμπειρο μάστορα Adam Calaitzis (έλα, ρε πατρίδα!) είναι κρυστάλλινη και αναδεικνύει τις δυναμικές των συνθέσεων. Εν κατακλείδι, παρά τα τρία ή τέσσερα κομμάτια που είναι μετριότερα των υπολοίπων (αναμενόμενο σε δίσκο με 13 κομμάτια), το “Reality Kicks” οφείλει να προσφέρει στους Sydonia την αναγνώριση που τους αρμόζει και εκτός των συνόρων της Αυστραλίας, πολύ περισσότερο δε μετά τα τελευταία ατοπήματα των γνωστότερων συμπατριωτών τους. Πρόκειται για έξυπνο, αιχμηρό crossover prog που δε διστάζει να παίξει με διαφορετικά μουσικά είδη ή μουσικά υποϊδιώματα (υπάρχουν πολλές αναφορές σε neo-prog και heavy prog). Αυτοί που γνωρίζουν -έστω και επιδερμικά- το ιδίωμα του crossover prog θα βρουν σίγουρα πράγματα που θα τους αρέσουν, ενώ ο δίσκος προσφέρεται και ως εφαλτήριο για ακροατές μεταλλικότερων πεποιθήσεων να ανακαλύψουν το ιδίωμα.
8 / 10 Νίκος Βέβες |
Be the first to comment