[Kscope, 2015]
Εισαγωγή: Ν. Φιλιππαίος & Α. Τοπιντζής
17 / 03 / 2015
Πάνω από είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τις αρχές των 90s, την περίοδο δηλαδή που ένας εσωστρεφής και υπερβολικά μακρυμάλλης neo-hippie ονόματι Steven Wilson άρχισε να γίνεται γνωστός στους underground κύκλους των φίλων της μουσικής, τόσο με την εκλεκτική pop των No Man, όσο και με το αινιγματικό προσωπικό project των Porcupine Tree. Από τότε, ο κ. Wilson έχει ωριμάσει καλλιτεχνικά, έχοντας καθιερωθεί ως ο καθολικά αποδεκτός μπροστάρης της ανάκαμψης του progressive rock ιδιώματος στον 21ο αι. Στο τελευταίο του προσωπικό άλμπουμ, με τίτλο “Hand. Cannot. Erase” για ακόμα μία φορά παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για τη rock μουσική εν γένει.
Όταν έχεις φτάσει να αποκαλείσαι ως ο βασικός πρωταγωνιστής του σύγχρονου progressive rock ήχου, σίγουρα έχεις πάρει σωστές αποφάσεις για την καριέρα σου, πέρα από το ομολογουμένως αστείρευτο ταλέντο που διαθέτεις. Λέγεσαι Steven Wilson και εκ του αποτελέσματος, μια από αυτές ήταν με βεβαιότητα το πάγωμα των Porcupine Tree και η ενασχόληση με τα προσωπικά projects, τις μίξεις κλασικών αριστουργημάτων των 70s μακριά από τις γνωστές υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς που απαιτεί η ζωή σε ένα γκρουπ. Αν αποδεχτούμε ότι η φήμη που ακολουθεί τα solo albums γενικότερα δεν είναι και η καλύτερη, μπορούμε να παραδεχτούμε ότι η απόφαση του Wilson να δισκογραφήσει σε πλήρη αυτονομία ήταν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη. Όταν μάλιστα κυκλοφόρησε ένα από τα σημαντικότερα prog albums της εικοσαετίας και βάλε (“The Raven That Refused to Sing and Other Stories”), είναι αυτονόητο ότι έχει ακουμπήσει την κορυφή. Όμως ποιο είναι το επόμενο βήμα του; Και τώρα που το έκανε, πώς αποτιμάται;
Αθεράπευτα μελαγχολικός, αδιάλειπτα δημιουργικός Το “Hand. Cannot. Erase”, λειτουργώντας ως soundtrack, ντύνει με ήχο μια ακόμα σκοτεινή πλευρά της έμπνευσης του καλλιτέχνη Steven Wilson. Μόνο που αυτή δεν πηγάζει από μια φανταστική, μακάβρια ιστορία όπως στο “The Raven…”, αλλά από μια σύγχρονη, αστική αλληγορία. Η ανθρώπινη απομόνωση και η αποδυνάμωση των κοινωνικών σχέσεων από τις πιο βασικές (οικογένεια, φίλοι), μέχρι τις λιγότερο σημαντικές (γνωστοί, γείτονες) φαίνεται να προβληματίζουν έντονα τον μεσήλικα, πλέον, Wilson. Και είναι αλήθεια ότι προσεγγίζει το concept με έναν πρωτόγνωρο ρομαντισμό, επιστρατεύοντας τόσο απλοϊκή στιχουργία, που θαρρεί κανείς ότι μιλάει για τον εαυτό του. Για τη δική του, προσωπική μοναχικότητα (ή μήπως μοναδικότητα;). Δύσκολο εγχείρημα διάλεξε ο Wilson και σε γενικές γραμμές βάδισε σωστά πάνω στο concept (ενστάσεις υπάρχουν κυρίως για το πως κυλάει ο δίσκος από το πρώτο track μέχρι και το “Regret #9”). Αφαιρώντας από το κάδρο τα δύο δίλεπτα της εισαγωγής και της «αποφώνησης», μιας και δεν προσφέρουν τίποτα το ιδιαίτερο στο σύνολο ως συνθέσεις καθεαυτές, τα υπόλοιπα εννιά τραγούδια αξιολογούνται ως ένα περίτεχνο, σύγχρονο indie/alternative rock υπό την βαριά επήρεια των Pink Floyd, πανέξυπνα, όμως, πλασαρισμένο ως αυθεντικά προοδευτικό. Για παράδειγμα, στο εξαίσιο “3 Years Older”, ο συμπαγής, στακάτος ρυθμός των πρώτων τριών λεπτών, δίνει τη θέση του στο βασικό θέμα του τραγουδιού, που αποτελείται από τρεις διαφορετικής φύσης, φλοϋδικές μελωδίες σε πιάνο, φωνή και κιθάρα που εναλλάσσονται μαεστρικά. Βέβαια, όλο το ζουμί είναι στο τετράλεπτο prog όργιο που κλείνει τη σύνθεση (ίσως να φαντάζει άκυρη η ύπαρξή του εκεί, αλλά είναι απολαυστικότατο). Οι δύο επόμενες συνθέσεις ενισχύουν την παραπάνω περιγραφή, μιας και σε αυτές ο προοδευτικός (ή καλύτερα τεχνικός) χαρακτήρας της μουσικής του Wilson πιέζεται σθεναρά από τη θέλησή του να εκφραστεί πιο άμεσα. Ειδικά το φτωχό dub διάλειμμα του “Perfect Life” ίσως και να διαβρώνει το κλίμα που με τόσο κόπο χτίζει μέχρι εκείνη την στιγμή, ως μια αποτυχημένη προσπάθεια του καλλιτέχνη να «παίξει» με υλικά που δεν γνωρίζει. Ευτυχώς η συνέχεια με το “Routine” επαναφέρει το concept στην σωστή ηχητική «ρότα», ακριβώς πάνω στη γραμμή που έχει χαραχθεί εξαρχής από τον Wilson. Τα φωνητικά της Ninet Tayeb αποτελούν όχι μόνο το highlight της σύνθεσης, αλλά και εν γένει του album (η κορύφωση τύπου “The Great Gig In The Sky” δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας). Το “Home Invasion” μας υπενθυμίζει τη στενή σχέση του Wilson με ένα σημαντικό κομμάτι του προοδευτικού σκληρού ήχου, με το κομμάτι να «μυρίζει» έντονα παλιές καλές μέρες των Porcupine Tree, γεγονός που δεν πρέπει να χαλάει κανέναν. Η εν λόγω σύνθεση, ίσως θα μπορούσε να κοσμεί με τον δυναμισμό της τις πρώτες θέσεις του tracklisting, μιας και στη θέση που τοποθετείται δημιουργεί παρέα με το “Regret #9” (ένα instrumental κομμάτι με δύο τεχνικά solos σε πλήκτρα και κιθάρα) ένα δίδυμο, «σκληρής προοδευτικής γραμμής» που μοιάζει άκαιρο στο μέσο του album και μοιραία περνάει σε δεύτερη μοίρα. Οι τρεις συνθέσεις που κλείνουν τον δίσκο, όπως παραδοσιακά συμβαίνει στα δημιουργήματα του Wilson, αποδεικνύουν την αξία του Βρετανού. Το σχεδόν τρίλεπτο ακουστικό “Transience”, πιστό στη βασική επιρροή που επιστρατεύεται (μην τα ξαναλέμε, Floyd και πάλι Floyd), μαγεύει με την απλότητά του και σίγουρα περιλαμβάνει το πιο αξιόλογο δείγμα ερμηνείας του Wilson). Το “Ancestral”, η μεγαλύτερη σύνθεση σε διάρκεια αλλά και σε πλήθος επιρροών, κλιμακώνεται διαστρωματικά, με τα διάφορα ηχητικά layers να προσθαφαιρούνται ανά μισό λεπτό περίπου, μέχρι την πρώτη κλιμάκωση κατά το τέταρτο λεπτό. Λεπτοδουλειά, όπως μόνο ο “γυαλάκιας” μπορεί να κάνει στην σύγχρονη μουσική πραγματικότητα. Όμως, κάπου εκεί μπορεί να χαθεί το μέτρο και δεν μπορώ να μην σχολιάσω αρνητικά ότι δεν προσθέτει τίποτα στο τελικό αποτέλεσμα η διαφορετική ηχητική προσέγγιση (ως ενορχήστρωση) του ίδιου θέματος επί τέσσερα λεπτά. Του το συγχωρούμε, μόνο και μόνο διότι η δεύτερη κορύφωση περιλαμβάνει ένα ακόμα θεάρεστο riff. To album (και μαζί του και η παρούσα, μακροσκελής κριτική) κλείνει με την βέλτιστη ταύτιση του concept και του ήχου. Ο Wilson, τραγουδώντας σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, απευθύνεται στον αδερφό του, απολογούμενος για την απουσία του. Ένα εκπληκτικό δείγμα απλής, ανένταχτης rock μουσικής που μπορεί να ακούσει, να νιώσει ο καθείς, να μιλήσει στην ψυχή του οποιουδήποτε και να συγκινήσει αυτόν που έχει αισθανθεί κάτι παρόμοιο. Κάτι σαν το “Comfortably Numb”, ένα πράμα.
8 / 10 Αλέξανδρος Τοπιντζής | Η δίσημη καλλιτεχνική ωρίμανση του Steven Wilson Το “Hand. Cannot. Erase” αποτελεί την αισίως τέταρτη καθαρά προσωπική δουλειά του πολυπράγμονος κύριου Steven Wilson, μια δουλειά που επιβεβαιώνει την καλλιτεχνική ωριμότητα την οποία έχει κατορθώσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Έχουμε να κάνουμε με ένα φιλόδοξο concept άλμπουμ, το οποίο βασίζεται στα αληθινά γεγονότα της ζωής και του θανάτου της Βρετανίδας Joyce Vincent. Η Vincent, κάτοικος Λονδίνου, σταδιακά απομονώθηκε σε τέτοιο βαθμό από τους συνανθρώπους της, ώστε κανείς δεν κατάλαβε πως τον Δεκέμβρη του 2003 πέθανε στο διαμέρισμά της, με αποτέλεσμα το πτώμα της να βρεθεί τρία ολόκληρα χρόνια μετά. Και το πιο λυπηρό, γύρω της παρέμεναν απακετάριστα χριστουγεννιάτικα δώρα… Βασισμένος σε αυτό το υλικό, ο Wilson πλάθει μια φανταστική ηρωίδα με παρόμοια πορεία ζωής με αυτή της Vincent, η οποία ονομάζεται «H». Στη διάρκεια του άλμπουμ, παρακολουθούμε τη ζωή της, που τελειώνει μέσα στην απομόνωση, αλλά και σε μια, όπως θα δούμε, αμφιλεγόμενη λησμονιά. Πάνω σε αυτό τον θεματικό καμβά, ο Βρετανός καλλιτέχνης ξεδιπλώνει το πλέον αναγνωρίσιμο μουσικό του ύφος, το οποίο σφραγίζεται από μία δημιουργική και δεξιοτεχνική αξιοποίηση ποικίλων στοιχείων του progressive rock ιδιώματος, κυρίως της χρυσής περιόδου 1967-1977. Ένας χαρακτηριστικός συνδυασμός της εγκεφαλικότητας με τη μελωδικότητα κυριαρχεί, συνεπώς δεν έχει τόσο νόημα να προσπαθούμε να εντοπίσουμε συγκεκριμένες επιρροές. Ωστόσο, ενδίδουμε στον πειρασμό να αναγνωρίσουμε τη σφραγίδα των πολύχρωμων synths των Yes στο εναρκτήριο “3 Years Older” ή του οξέος, πειραματικού ήχου των King Crimson στο “Home Invasion”. Επίσης, ο Wilson, συνεχίζοντας τη νοοτροπία του προηγούμενού του άλμπουμ “The Raven That Refused To Sing And Other Stories”, αφήνει τους κορυφαίους μουσικούς της μπάντας του ελεύθερους να αυτοσχεδιάσουν, δομώντας έναν ήχο πληθωρικό και ενδιαφέροντα. Το ορχηστρικό “Regret #9” αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής. Αυτή η γνήσια progressive rock προσέγγιση σφραγίζει και την παραγωγή του άλμπουμ. Ο ήχος είναι κατά βάση αναλογικός, σχεδόν ρετρό, θυμίζοντας ξανά το “Raven…”, αλλά και ως ένα βαθμό το “Lightbulb Sun” των Porcupine Tree. Αλλά, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του καλλιτεχνικού ύφους του Steven Wilson έγκειται και σε επιδράσεις από ποικίλα μουσικά στιλ. Έτσι, το “Perfect Life” αποτελεί το τιμητικό του αφιέρωμα στον ambient και ethereal ήχο συγκροτημάτων όπως οι This Mortal Coil και δισκογραφικών, όπως η 4AD. Άλλωστε και κατά τη λυρική απαγγελία της H, η οποία κυριαρχεί στο κομμάτι, γίνεται ρητή αναφορά σε τέτοιους καλλιτέχνες. Στο τραγούδι “Routine” κυριαρχεί η θεατρικότητα, με τους τραγουδιστικούς διαλόγους του ίδιου του αφηγητή της ιστορίας Steven Wilson και της ηρωίδας, που ενσαρκώνει η Ισραηλινή τραγουδίστρια Ninet Tayeb, να φέρνουν ένα στοιχείο ροκ όπερας, πολύ ταιριαστό στην ψυχολογική σκιαγράφηση της πρωταγωνίστριας. Τέλος στο επικό “Ancestral”, ένα στοιχειωμένο trip hop beat συναντά ακόμα πιο σκοτεινά metal riffs. Αυτό το πετυχημένο κράμα των πολυσυλλεκτικών επιρροών εξυπηρετεί το concept του άλμπουμ, που δεν είναι άλλο από το βύθισμα στον εύθραυστο ψυχολογικό κόσμο της H. Ο ακροατής παρακολουθεί το μόνιμο αίσθημα μοναξιάς που στοιχειώνει την ηρωίδα σταδιακά να μετατρέπεται σε μια πνιγηρή απομόνωση από τον έξω κόσμο, κάτι που την οδηγεί σε ένα απελπισμένο, σιωπηλό τέλος. Παράλληλα, προβάλλεται ένας ευρύτερος προβληματισμός για τα αδιέξοδα της μοντέρνας εποχής, όπως η ζωή στις μεγαλουπόλεις, οι επιφανειακές ερωτικές σχέσεις και ο αποξενωτικός ρόλος του διαδικτύου. Αναμφίβολα, λοιπόν, ο Steven Wilson στο “Hand.Cannot.Erase” παρουσιάζει ένα μουσικό έργο υψηλής αισθητικής, με αναφορές τόσο στο καλλιτεχνικό, όσο και στο κοινωνικό γίγνεσθαι του καιρού του. Αλλά, αυτή ακριβώς η εικόνα της ωριμότητας παρουσιάζει κάποιες ραγισματιές. Πρώτα απ’ όλα, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, το άλμπουμ έχει μεγάλη διάρκεια και προς το τέλος γίνεται κουραστικό. Συγκεκριμένα, στο “Ancestral” αυτή η αρχικά εύστοχη σύζευξη ανάμεσα στην electronica και το metal, τελικά διακρίνεται από κάποια υπερβολή, θα έλεγα ως και φλυαρία. Ακόμα περισσότερο, η μπαλάντα “Happy Returns”, που λειτουργεί ως ο επίλογος της ιστορίας της H, αποτελεί το πιο αδύναμο σημείο του άλμπουμ. Μπορεί μεν, η ιδέα του «ανοιχτού» αινιγματώδους τέλους, στο πλαίσιο του οποίου η ηρωίδα επιστρέφει ως ένα υπερβατικό πλάσμα ή απλά ως μια ανάμνηση, να έχει ενδιαφέρον, αλλά από την πραγμάτωση αυτή της ιδέας λείπει ο βαθιά εξομολογητικός τόνος αντίστοιχων τραγουδιών του Wilson, όπως το “Fadeaway” ή το “In Formaldehyde”, που προκαλούν ατόφια συγκίνηση. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως στο “Hand. Cannot. Erase”, o Steven Wilson ως ένα βαθμό πέφτει στην παγίδα της καλλιτεχνικής ωρίμανσης: ολοκληρώνει μα και εκμεταλλεύεται ιδέες και μοτίβα που έχει ήδη αρκετές φορές παρουσιάσει στη μακρά του δισκογραφία, τόσο μέσα από τους Porcupine Tree, όσο και με τα πολλά project του. Πλέον εμφανίζεται κατά κύριο λόγο ως ένας δημιουργός με κοινωνικές και υπαρξιακές ανησυχίες, παρά ως ένας εσωστρεφής, μα ρηξικέλευθος καλλιτέχνης, ο οποίος είναι διατεθειμένος να δώσει έναν απογυμνωτικά προσωπικό χαρακτήρα στη μουσική του.
8 / 10 Νίκος Φιλιππαίος |
Κάντε το πρώτο σχόλιο