[Karisma Records, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
06 / 11 / 2014
Οι Seven Impale αποτελούν ένα από τα πολύ ταιριαστά παραδείγματα συγκροτήματος που εκπροσωπεί τη νέα γενιά του progressive rock. Όντας ένα σχήμα που εμφανίζεται εντός ενός ήδη διαμορφωμένου φιλοπροοδευτικού κλίματος ή ακόμα καλύτερα μιας ήδη υπάρχουσας σκηνής με underground υπόβαθρο, δεν αποτελούν μία εξεζητημένη εξαίρεση και -το σημαντικότερο- δεν φέρουν ίχνη καημού και μισαλλοδοξίας. Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός (βολικό ψεύδος), η θέση αφετηρίας πριν την αρχή καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την εκφορά του όλου.
Οι Seven Impale σχηματίστηκαν το 2010 από τον τραγουδιστή και κιθαρίστα Stian Økland και τον Fredrik Mekki Widerøe ο οποίος ξεκίνησε ως κιθαρίστας και κατόπιν μεταπήδησε στα ντραμς (!). Στο σχήμα προστέθηκε ο Tormod Fosso, αρχικά μόνο ως τσελίστας, κατόπιν ως μπασίστας (…) και η σύνθεση ολοκληρώθηκε με την είσοδο των Benjamin Mekki Widerøe (σαξόφωνο, μικρός αδερφός του Fredrik), Håkon Vinje (πλήκτρα) και Erlend Vottvik Olsen (κιθάρα). Μετά από δύο χρόνια εντατικών προβών και πειραματισμού, η μπάντα από το Bergen της Νορβηγίας, όπου συμβαίνουν πολλά μικρά (και όχι μόνο) θαύματα τελευταία, εντάχθηκε στο δυναμικό της Karisma Records (σχετικό αφιέρωμα σύντομα στις οθόνες σας).
Το EP “Begining/Relieve” που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2013 έλαβε πολύ θετικά σχόλια από τους λίγους που το άκουσαν, κυρίως για το δέσιμο, τη φρεσκάδα, τον δυναμισμό, τη γνησιότητα και την ειλικρίνεια των προθέσεων των έξι νεαρών που συνλειτουργούσαν ήδη ως μέλη ενός σώματος. Μετά από αυτό κάποιοι αναμέναμε πώς και πώς το πρώτο τους full length album. Το “City Of The Sun” κυκλοφόρησε επιτέλους και όπως φαίνεται και από τα γραφόμενα του Κώστα και του Αλέξανδρου παρακάτω, όσο πολύ κι αν περιμένεις κάτι, μπορεί να μην είσαι ποτέ αρκετά έτοιμος για αυτό.
Seriously impaled Πριν λίγους μήνες ομολογώ ότι έμεινα εντυπωσιασμένος από το παρθενικό EP των Seven Impale που μου σύστησε ο φίλτατος Αλέξανδρος Τοπιντζής, κατά τη διάρκεια μιας ακόμα συζήτησης για την υπεροπλία της Νορβηγίας στη σύγχρονη προοδευτική μουσική πραγματικότητα. Όντας υποψιασμένος λοιπόν, προχώρησα στην ακρόαση του φετινού “City Οf Τhe Sun” και ο απόηχος της σφαλιάρας ακόμα κουδουνίζει στο κεφάλι μου. Οι Seven Impale εμπεριέχουν στη μουσική τους όλα τα συστατικά που καθιστούν ένα σύγχρονο progressive rock δίσκο πετυχημένο, χρησιμοποιώντας τις σωστές αναλογίες και κυρίως δίνοντας στο μείγμα χρηστική αξία για τον ακροατή. Είναι κλισέ πλέον, αλλά στην αραιοκατοικημένη Σκανδιναβική χώρα, ξέρουν να το παίζουν το άθλημα καλά. Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά το πώς έξι πιτσιρικάδες καταφέρνουν στο ντεμπούτο full length album τους να παρουσιάζουν ένα σύνολο συνθέσεων με επιρροές από ένα μεγάλο φάσμα της προοδευτικής μουσικής, παραμένοντας Νορβηγοί και αφήνοντας παράλληλα έντονα τα σημάδια του υπό διαμόρφωση προσωπικού τους ύφους. Η Βρετανική progressive rock παράδοση είναι κατ΄ αρχήν η βάση όπου η μπάντα θα κτίσει το όραμά της. Η χρήση του σαξοφώνου ως lead οργάνου παραπέμπει σίγουρα στους Van Der Graaf Generator, ενώ και μεγάλο μέρος της ερμηνείας του τραγουδιστή (και κιθαρίστα) Stian Økland είναι βαθύτατα επηρεασμένο από τον Peter Hammill, χωρίς να προσπαθεί να τον μιμηθεί ευθέως (θα ήταν και αδύνατο άλλωστε), αλλά προσεγγίζοντας το στυλ του, με τον τρόπο που το κάνει ο Matthew Parmenter των Discipline. Οι δομές των συνθέσεων οφείλουν πολλά και στους King Crimson (εποχής John Wetton κυρίως), ενώ δεν απουσιάζει και το συμφωνικό στοιχείο, που μη κραυγάζοντας την ύπαρξή του, αποπνέει μια Gentle Giant εκλεκτικότητα. Οι Seven Impale όμως δεν μένουν εδώ. Καθ΄όλη τη διάρκεια του δίσκου πνέει ένας avant-prog αέρας, που αποφεύγει όμως τον άκρατο πειραματισμό και κάνει ευθείες αναφορές στον ίδιο τον Zappa. Σε αυτό βοηθάει και η jazz-rock παιδεία των μελών, που σίγουρα οφείλει πολλά και στην αντίστοιχη Νορβηγική σκηνή. Εντονότατο είναι και το heavy στοιχείο (σε σημεία σχεδόν metal), που πηγάζει από τον συνδυασμό παιξίματος / παραγωγής, αλλά και από μπάντες όπως οι Motorpsycho. Το παίξιμο, λοιπόν, είναι πραγματικά πολύ υψηλού επιπέδου και από τα έξι μέλη της μπάντας, καταφέρνοντας να εξυπηρετήσει πλήρως τις απαιτήσεις των συνθέσεων. Συνθέσεις που είναι μελετημένες και δομημένες μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, αφού δεν έχουν αφήσει το jazz background τους να τους οδηγήσει σε αυτοσχεδιασμούς, αν και πιθανόν οι αρχικές ιδέες να είναι προϊόν τέτοιου. Τα τραγουδιστικά μέρη έχουν τις ήπιες στιγμές τους, στις οποίες γίνεται πιο φανερή η επιρροή του Jeff Buckley στη φωνή, αλλά και τα έντονα ξεσπάσματα. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι τα φωνητικά είναι πολύ καλά δουλεμένα. Ο Stian Økland έχει προσωπικότητα και διαχειρίζεται σωστά τις επιρροές του, απλά ίσως δεν κάνει την ολική υπέρβαση. Από την άλλη, πολλά από τα ορχηστρικά σημεία των κομματιών είναι εντυπωσιακότατα. Ο τρόπος με τον οποίο ξεσπούν ταυτόχρονα το σαξόφωνο, το Hammond και οι κιθάρες, συνεπικουρούμενα από την τέλεια αναλογία που τους δίνει η εξαιρετική παραγωγή, είναι το highlight του album. Η μπάντα έχει καταφέρει μία ολική μίξη των progressive rock δομών και των κλασικών RIO επαναλήψεων μελωδίας με αλλαγές τονικότητας ή και νοτών, σε ένα σχεδόν μόνιμο πειστικότατο heavy τοπίο. Το ότι δεν αγγίζουν την τελειότητα νομίζω ότι είναι καθαρά θέμα απειρίας, αφού υπάρχουν κάποιες στιγμές όπου γίνεται εμφανές ένα συνθετικό άγχος, το οποίο οδηγεί σε «καπέλωμα» κάποιον σημείων των πέντε ισαξίων κατά τα άλλα συνθέσεων. Το θέμα λοιπόν είναι αν το “City Οf Τhe Sun” είναι τέλειο ή όχι και αυτό μόνο τιμητικό είναι για την μπάντα. Οι Seven Impale από το ντεμπούτο τους πατάνε ήδη σε υψηλές κορυφές, έχοντας καταφέρει να παντρέψουν τον νεανικό τους ενθουσιασμό με μια απαράμιλλη για την ηλικία τους ωριμότητα και σε βάθος γνώση της προοδευτικής μουσικής. Ελπίζω αυτή να είναι μόνο η αρχή.
9 / 10 Κώστας Μπάρμπας | Sol Omnibus Lucet Αναρωτιέσαι αρκετά γιατί όσο περνούν τα χρόνια ενθουσιάζεσαι όλο και λιγότερο; Έχεις σκεφτεί ποτέ γιατί ενώ μεγαλώνεις και αισθάνεσαι να έχεις μια πολύ καλύτερη χρήση του προσωπικού αισθητηρίου, ελέω εμπειριών, η σημασία που δίνεις σε ανούσια πράγματα αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο; Πόσο συχνά άραγε έρχεσαι πλέον αντιμέτωπος με τον κατακλυσμό συναισθημάτων όπως όταν ήσουν πιο νέος; H κρίση της μέσης ηλικίας χτυπά ακροατές και μουσικούς με τον ίδιο τρόπο και για να πω την μαύρη αλήθεια αμφότεροι πολλές φορές δείχνουν να ασφυκτιούν μέσα στην μετριότητα των επιλογών τους. Υπάρχουν όμως και κάποιες στιγμές (αρκετές θα έλεγα στον κόσμο του prog) που το δωμάτιο γεμίζει φως. Φως γεννά το ντεμπούτο full length album των Seven Impale. Ένα γκρουπ με καταγωγή από το Bergen της Νορβηγίας, μιας πόλης που παράγει αδιάλειπτα αξιόλογη μουσική τα τελευταία πολλά χρόνια και βρίσκεται συνεχώς στην εμπροσθοφυλακή της ευρωπαϊκής διανόησης σε όλα τα επίπεδα. Ευλογημένοι από αυτή την «αναγεννησιακή» ατμόσφαιρα, οι Νορβηγοί εμφανίζονται να διαθέτουν πλήθος επιρροών από την elite της προοδευτικής μουσικής. Zappa και King Crimson, Jaga Jazzist και Aphex Twin, Motorpsycho και Mars Volta μαζί με το σύνολο της σύγχρονης Νορβηγικής σκηνής έχουν επιδράσει στο υλικό των Seven Impale, διαμορφώνοντας ένα πολύπλοκο πλέγμα από μελωδίες, νευρικά riffs και σπειροειδείς επαναλήψεις ρυθμών. Και αν αυτό φαντάζει, διαβάζοντας το, ως μια κλασική (τυπική) συνεύρεση προοδευτικών «χαρακτηριστικών», το αποτέλεσμα που ενσαρκώνεται στις πέντε συνθέσεις του “City Οf Τhe Sun” ακούγεται εκπληκτικά μοναδικό (αυτόφωτο). Το σαξόφωνο του Benjamin Wilderoe δηλώνει παρόν από τα πρώτα δευτερόλεπτα του εναρκτήριου “Oh, My Gravity” και διαμορφώνει (και όχι απλώς συμπληρώνει) το ηχητικό πεδίο στο οποίο κινούνται οι Seven Impale. Αντιστοίχως καθοριστικά επηρεάζει τον δραματικό τόνο, η ερμηνεία και η χροιά του Stian Økland, ο οποίος άλλοτε πιο θεατρικά και άλλοτε με minimal προσέγγιση, προσθέτει ανθρώπινο χαρακτήρα στις θείες, μουσικές εμπνεύσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σύνθεση “Windshears” η οποία θα έστεκε άνετα και χωρίς την προσθήκη φωνητικών. Όμως, ο καλλιτέχνης επιλέγει να αφαιρέσει από τον αιθέριο χαρακτήρα της και να την κατεβάσει στη Γη, χωρίς να τραυματίσει στο ελάχιστο την instrumental δυναμική της. Το “Eschaton Horo” ή αλλιώς το “Fandago της Νορβηγίας”, είναι μια από τις συνθέσεις που χαρτογραφεί τέλεια το όραμα των Seven Impale. Τον «τρελό» proggy χορό του πρώτου λεπτού διαδέχεται ένα μελαγχολικό πέρασμα που πρωταγωνιστούν εναλλάξ η φωνή, το μπάσο και το σαξόφωνο. Και αφού έχεις μελώσει, η επανέναρξη του χορού σε ξαναπετά στο επίκεντρο του στροβιλισμού, ενώ επαναλαμβανόμενα riffs και πλήκτρα αλυχτούν σε έναν άριστα δομημένο παροξυσμό. Το “Extraction” που ακολουθεί, ενώ ξεκινά με πιο ευθυτενή rock διάθεση, ο λαϊκός του χαρακτήρας αυτοαναιρείται περίπου τέσσερα λεπτά πριν την ολοκλήρωση του. Mellotron, νευρικό drumming και ένα εξαίσιο μπλουζίστικο solo το επαναφέρουν στα γνωστά επίπεδα υψηλής τέχνης, τεχνικής, τεχνοτροπίας. Το magnum opus, με τον περίεργο τίτλο “God Left Us For A Black Dressed Woman” απλώνει την δεκατετράλεπτη διάρκειά του με αποδεκτή άνεση, κτίζοντας σταδιακά την ατμόσφαιρα που ταιριάζει σε μια περίλαμπρη έξοδο. Η έννοια της εξόδου στο φως παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο πώς ολοκληρώνεται το album. Αφού εντοπίσετε folk ρυθμούς, αισιόδοξες μελωδίες και μια πιο τυπική αλληλουχία στις εναλλαγές των διαθέσεων, το τελευταίο δίλεπτο έρχεται λυτρωτικά να περάσει τον ακροατή απέναντι και να αποχωρήσει βίαια. Τρανή απόδειξη ότι το εισιτήριο για την άλλη πλευρά είναι αυστηρά χωρίς επιστροφή.
10 / 10 Αλέξανδρος Τοπιντζής |
Be the first to comment