[Blood Music, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
15 / 03 / 2015
Ο μεγάλος αριθμός των νέων συγκροτημάτων που ξεπετάγονται μαζικά και η ευκολία δημιουργίας δίσκου στην εποχή μας αυξάνει την πιθανότητα να περάσει κάποιο ή κάποια από αυτά απαρατήρητα. Στην περίπτωση των Ολλανδών Schizoid Lloyd, όμως, αυτό θα ήταν μάλλον δύσκολο. Κι αυτό λόγω χαρακτήρα…
Οι Schizoid Lloyd, λοιπόν, σχηματίστηκαν το 2007 και αφού κέρδισαν τον έναν μετά τον άλλο τους διαγωνισμούς μπαντών, τον Απρίλιο του 2009 κυκλοφόρησε το EP τους με τίτλο “Virus”. Μετά από μερικές αλλαγές στη σύνθεσή τους (μία εκ των οποίων πως έγιναν εξαμελές σχήμα), το υλικό που έγραψαν για τον πρώτο τους full length δίσκο ενθουσίασε τους ανθρώπους της Φινλανδικής Blood Music που αμέσως υπέγραψε την μπάντα.
Με επιρροές που εκτείνονται από τους Queen στους Leprous και από τους Maudlin Of Τhe Well στους Mr. Bungle και από εκεί στον Devin Townsend, το υψηλό τεχνικό επίπεδο των Schizoid Lloyd είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σύγχρονο avant-garde και φυσικά το “tongue-in-cheek” χιούμορ τους το οποίο αποτελεί εκφραστική βάση για την μπάντα και όχι μόνο στιχουργικά. Μία απλή ανάγνωση των τίτλων των κομματιών τους αρκεί για να καταλάβει κανείς το πνεύμα των Schizoid Lloyd που αν και είναι φανερά φιλόδοξοι, δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν συμβιβασμούς.
[bandcamp width=550 height=120 album=1764879616 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Hunger for knowledge… …έτσι ξεκινάει (και με αυτό το μότο συνεχίζει για μια περίπου ώρα) το ντεμπούτο των Ολλανδών Schizoid Lloyd, που μας συστήνονται ως ένα γκρουπ “with a bloodlust for the bold and the beautiful”. Ο τίτλος αυτός δεν απέχει και πολύ από αυτό που ακούμε στο έξυπνα ονομασμένο άλμπουμ τους με τους ακόμα πιο περίεργους και εκλεκτικούς (και κατά ένα μεγάλο βαθμό τυχαίους, όπως μου δήλωσαν οι ίδιοι) τίτλους των κομματιών τους: εδώ βρίσκεις από αυτοκτονικούς πιγκουίνους μέχρι δαίμονες Χριστουγέννων κ.ο.κ… Το πακέτο βέβαια (συμπεριλαμβανομένου και του ιδιαίτερου εξωφύλλου) προϊδεάζει τον ακροατή για το περιεχόμενο που είναι μια ωδή στο avant-garde, τη διαφορετικότητα, την καλώς ονομαζόμενη τρέλλα. Με πομπώδη, πολλαπλά ή/και θεατρικά φωνητικά, αυξομειώσεις στις ταχύτητες και εναλλαγές στις διαθέσεις, το «τσίρκο» των Ολλανδών τα καταφέρνει μια χαρά να κρατήσει το ενδιαφέρον στα ύψη. Από τα πολύ μελωδικά και κινηματογραφικά “Film Noir Hero” και “Prodigal Son” στα τελείως εκκεντρικά “Suicide Penguin” και “Cave Painter” βρίσκουμε επιρροές από cabaret μουσική, Queen και Leprous (περισσότερο στις μελωδίες), Mr. Bungle και Diablo Swing Orchestra (στη δομή) και υπερ-πειραματισμόυς τύπου Devin Townsend. Το πολύ θετικό (παρά τον avant-garde metal χαρακτήρα) είναι η ύπαρξη δομών και κάποιων πιο «στρωτών» τραγουδιών (“Avalanche Riders”, “Amphibian Seer”) που φέρνουν το δίσκο σε καλή ισορροπία και δείχνουν ωριμότητα, παρά το νεαρό της ηλικίας των Ολλανδών. Δυνατό ξεκίνημα λοιπόν που θα βρει ανταπόκριση στους ακροατές που ψάχνουν το κάτι διαφορετικό στο χώρο του progressive metal, ελπίζω αυτό να είναι απλά το “first note” που θα εκτοξεύσει τους Schizoid Lloyd. Προτεινόμενα tasters: “Suicide Penguin”, “Avalanche Riders”, “Amphibian Seer”.
8 / 10 Θάνος Πάτσος | Επιτυχής άρνηση συμβιβασμών Η νέα χρονιά έχει εισέλθει με εντυπωσιακό τρόπο φέρνοντας στο προσκήνιο νεότευκτες μπάντες που κάνουν τα τολμηρά πρώτα τους βήματα συστήνοντας τη δουλεία τους στο ευμενές ακροατήριο της προοδευτικής μουσικής που αδημονεί για καινούργιες προτάσεις αποζητώντας τη καλή μουσική από όπου και αν προέρχεται. Οι Schizoid Lloyd είναι μία ακόμα καινούργια μπάντα που εμφανίζεται προς τέρψη των φίλων των ευφάνταστων μουσικών προτάσεων που αναζωογονούν τη μουσική που αγαπάμε. Έχοντας ένα mini-CD στο ιστορικό τους (“Virus”, 2009) η μπάντα από την Ολλανδία μετά από τέσσερα χρόνια επισταμένης δουλειάς κυκλοφορεί το πρώτο της δίσκο “The Last Note in God’s Magnum Opus” προσελκύοντας το βλέμμα (ή καλύτερα τα ώτα) πολλών εξ ημών. Ο γράφων έχει αναφερθεί αρκετές φόρες στο παρελθόν για το πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα του σύγχρονου prog που στις καλύτερες και φωτεινότερες περιπτώσεις του αλιεύει στοιχεία από παντού, επιχειρεί απρόσμενες συζεύξεις με φαινομενικά κατ’ επίφασιν αντιφατικά μουσικά είδη, για να δημιουργήσει -βασιζόμενο σε μια καινοφανή ανάγνωση της μουσικής του παρελθόντος- τη μουσική του σήμερα. Οι Schizoid Lloyd στο σύνολο του δίσκου παρουσιάζονται απρόθυμοι να αποδεκτούν οποιονδήποτε συμβιβασμό στη μουσική τους, ακολουθώντας κατ’ εικόνα και ομοίωση τις ρηξικέλευθες καλλιτεχνικές επιδόσεις μουσικών όπως οι Mr. Bungle και ο Frank Zappa. Επιπροσθέτως, μπάντες όπως οι Queen, Leprous, Devin Τownsend, Sleepytime Gorilla Museum και όχι μόνο έχουν αφήσει το αποτύπωμα τους στο “The Last Note…” του οποίου το γκροτέσκο εξώφυλλο προϊδεάζει για το περιπετειώδες περιεχόμενό του καθώς και για τη χιουμοριστική στιχουργική προσέγγιση των τραγουδιών. Η θεατρική φωνή του Thom Lich είναι θεμελιώδες συστατικό των συνθέσεων του δίσκου όπως στο εναρκτήριο “Suicide Penguin” που ακροβατεί ανάμεσα σε ρυθμούς που εναλλάσσονται από Queen σε Townsend ή στο Οpeth-ικό και πιο ακραίο φωνητικά “Avalanche Riders”. Το εύρος των επιρροών και διαθέσεων του δίσκου από το “Misanthrope Puppet” (τρομεροί τίτλοι) με εισαγωγή βγαλμένη από το “Part The Second” των Maudlin of the Well , το αιθέριο art-rock του “Citizen Herd” ή το βασισμένο σε πιάνο “Film Noir Hero” και το σιτάρ που ακούγεται στο “Prodigal Son” είναι ασύλληπτο. Η υψηλή τεχνική -πώς αλλιώς θα αφομοίωνονταν τόσες επιρροές- συμβαδίζει με μελωδικές και ίσως πιο συναισθηματικές στιγμές, αλλά αυτό που πρωτίστως διακρίνει τους Schizoid Lloyd είναι το χιούμορ: ο αμίμητο “Μy Ass Is A Volcano” που ακούγεται στο “Amphibian Seer” μου προκάλεσε νευρικό γέλιο… Αυτό που ενδεχομένως κουράζει είναι η αστραπιαία αλληλουχία ήχων σε μερικές συνθέσεις που δεν διαθέτουν υψηλό συνθετικό υπόβαθρο και η έλλειψη πρωτοτυπίας για τον ίδιο λόγο. Τα όποια μελανά σημεία βεβαίως είναι συγγνωστά λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως είναι η πρώτης τους μόλις κυκλοφορία. Ο επόμενος δίσκος θα είναι (όπως στη περίπτωση των Umpfel) ένα μεγάλο στοίχημα του σύγχρονου προοδευτικού ήχου.
8 / 10 Χρήστος Μήνος |
Be the first to comment