[Roadrunner Records, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
11 / 09 / 2014
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που περίμεναν το ενδέκατο studio album των Opeth με μεγαλύτερη ανυπομονησία από οποιαδήποτε προηγούμενη δουλειά τους. Ο κύριος λόγος ήταν η γενναία στροφή του ήχου της μπάντας σε αμιγές progressive rock στο “Heritage” (2011). Γενναία, γιατί έχτισαν το μεγάλο τους όνομα καθιερώνοντας το δικό τους ύφος που συνδύαζε το death metal με το prog rock, έχοντας ως βασική δημιουργική αφετηρία και βάση το metal στοιχείο. Τα “Blackwater Park” (2001), “Still Life” (1999) και “Ghost Reveries” (2005) κέρδισαν διθυραμβικά σχόλια, ενώ το “Damnation” (2003) υπήρξε ένα (αξέχαστο) μελωδικό διάλειμμα με την (πάντα κομβικής σημασίας) συμβολή του Steven Wilson.
Η ανταπόκριση κοινού και κριτικών στο “Heritage” ήταν μάλλον μουδιασμένη, με τους metal οπαδούς τους να απογοητεύονται με την παντελή απουσία brutal φωνητικών και το (ανεξαρτήτως metal) prog κοινό να διατηρεί κάποιες ενστάσεις σχετικά με το βαθμό επιτυχίας του εγχειρήματος. Σε κάθε περίπτωση, μία τόσο αποφασιστική και ριζική αλλαγή στον ήχο μιας μπάντας ήταν αναμενόμενο να διχάσει. Εκεί βασίζεται και το μεγάλο ενδιαφέρον για το “Pale Communion”. Έχοντας δηλώσει ότι θα ακολουθήσουν το νέο δρόμο που ξεκίνησαν στο “Heritage”, θα καταφέρει με το νέο album η παρέα του Mikael Åkerfeldt να πείσει πως αξίζει μια θέση στο υψηλό επίπεδο του προοδευτικού χώρου χωρίς τον metal αυτοπροσδιορισμό και κατά πόσο αυτό θα κάλυπτε τους πολυάριθμους οπαδούς των Opeth ανά τον πλανήτη;
Τα πράγματα εξελίχθηκαν με ασυνήθιστο τρόπο, καθώς το “Pale Communion” διέρρευσε ηλεκτρονικά αρκετά πριν την επίσημη κυκλοφορία του, ενώ ο ίδιος ο Åkerfeldt δήλωσε πως η επιλογή του “Cusp Of Eternity” ως πρώτου κομματιού που δόθηκε στη δημοσιότητα από την Roadrunner ήταν μεν λογική, αλλά πιθανώς δεν έδωσε αντιπροσωπευτική εικόνα για το album συνολικά.
Δεδομένου ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να κάνει κάποια πρόβλεψη σχετικά με τη συνθετική ποιότητα του “Pale Communion”, ένα ενδεχόμενο που έμοιαζε ελάχιστα πιθανό είναι το νέο album να διχάσει και πάλι. Ο Θάνος και ο Αλέξανδρος αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο.
Μας εμπαίζουν… …με τη λογική του «εμείς θα γράφουμε ό,τι μας αρέσει», οι Opeth επιστρέφουν με τον πιο «διαφορετικό» ίσως δίσκο της καριέρας τους. Ναι μεν το “Heritage” του 2011 ήταν σημάδι αλλαγής πορείας, αλλά πέρασε και «δεν ακούμπησε» αφού έβγαζε ένα κάπως μπερδεμένο συμπέρασμα – η αλήθεια είναι ότι λίγο το θυμάμαι. Στην (σχεδόν ατυχή ή επίτηδες αποπροσανατολιστική) επιλογή του “Cusp Οf Eternity” ως single σταματούν τα όνειρα των metal φίλων του συγκροτήματος, αφού το “Pale Communion” σερβίρει άλλα εδέσματα. Ψυχεδελικό 70’s progressive rock, με κάποιες αναφορές στο “soft” “Damnation” (“Elysian Woes”, “Faith Ιn Others”) και ίσως περισσότερες στη συνεργασία του Åkerfeldt / Wilson, το συμπαθές “Storm Corrosion”. Ενώ το “Damnation” ήταν η ακουστική πλευρά των ίδιων Opeth που ακούγαμε π.χ. στο “Deliverance”, εδώ τα πράγματα έχουν εξελιχθεί όσον αφορά την τεχνοτροπία και το ύφος. King Crimson, VDGG και στοιχεία από συνεχιστές του progressive rock ήχου (π.χ. Porcupine Tree, Ozric Tentacles ιδιαίτερα στο “Goblin”) συνθέτουν το παζλ εδώ. Οι mellotron, organ κ.τ.λ. ήχοι συνδυάζονται με τη γνωστή σκοτεινή ατμόσφαιρα του γκρουπ (ένα από τα στοιχεία που έμεινε ανεπηρέαστο) και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα «βαρύτητας» από The Moody Blues μέχρι Black Sabbath. Οι κιθάρες ακούγονται πιο κοντά στο heavy prog παρά στο metal, με κάποιες λίγες εξαιρέσεις. Το άλμπουμ φαίνεται να γίνεται καλύτερο όσο περνάει η ώρα καθώς πτυχές από 70’s heavy rock και ανατολίτικες επιρροές ξεδιπλώνονται (“River”, “Voice Οf Reason”) – Zeppelin κανείς; Δεν διστάζουν να αγγίξουν σε σημεία και το jazz / fusion, και ακόμα περισσότερο το «εκλεκτικό» progressive rock που φαίνεται να ταιριάζει στο ύφος τους περισσότερο. Πέραν του σχετικά αδιάφορου “Cusp Οf Eternity”, το οποίο όμως «κολλάει» στο ύφος του άλμπουμ, δεν μπορώ να έχω παράπονο από τη δημιουργικότητα, το συνολικό αποτέλεσμα, και την ευχάριστη έκπληξη που μου προκάλεσε. Αυτή είναι μία από τις καλύτερες δουλειές τους (και μία από τις καλύτερες του 2014) και συστήνεται ανεπιφύλακτα. 9 / 10 Θάνος Πάτσος | Πιστός στην κληρονομιά, μέτριο το κληροδότημα Κατά πολλούς ο Mikael Åkerfeldt είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς που περπάτησαν τη Γη και όσο και αν το κρύβει, έχει αντιληφθεί από καιρό το ειδικό βάρος που έχει στη συνείδηση πολλών. Παρά το χαμηλό προφίλ που διατηρεί για το γκρουπ του σε επίπεδο marketing, έχει θέσει σκοπό τα τελευταία χρόνια με τις καλλιτεχνικές επιλογές του, να αναγορευθούν οι Opeth ως οι σύγχρονοι ηγέτες της προοδευτικής rock σκηνής (ισότιμοι των Yes, King Crimson, Camel, Pink Floyd κ.τ.λ. ένα πράμα), αποτινάσσοντας σιγά-σιγά τον extreme metal χαρακτήρα των Opeth. Όσο και αν μας ελκύουν οι αντικοινωνικοί μουσικοί που δημιουργούν με γνώμονα την εσωτερική τους γαλήνη ή όραμα (στα εγγλέζικα το λένε “inner self meditation”), η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν φορές, που η άντληση έμπνευσης μετατρέπεται σε μια εμμονική διαδικασία. Και κανένα πρόβλημα δεν έχει κανείς με αυτό, εάν ο Åkerfeldt διατηρεί την ικανότητα του να ανταποκριθεί σε συνθετικό επίπεδο, ισάξια με το θρυλικό death-prog παρελθόν του γκρουπ ή την prog rock κληρονομιά των 70’s. Αν στο “Heritage” όλοι χαιρετίσαμε με θέρμη την προσαρμοστικότητα των Σουηδών σε ένα ηχητικό περιβάλλον ξένο (ή σχεδόν ξένο, μιας και είχε προηγηθεί το soft “Damnation”, πριν δέκα χρόνια), στο “Pale Communion” άλμπουμ θα είμαστε κομματάκι κρατημένοι με την επιμονή στις prog / classic rock φόρμες. Κι αυτό, γιατί ίσως η αισθαντική φωνή του Μιχάλη, παρότι διαθέτει “one of a kind” χροιά, δεν καταφέρνει να χρωματίσει επάξια τα 2-3 τραγούδια που απαιτούν γρέζι ή εύρος; Μήπως γιατί το ντεθομεταλλάδικης καταγωγής, rhythm section ακούγεται αρκετά έξω από τα νερά του, παρά την πολύ καλή παραγωγή του mastermind Åkerfeldt; Μπορεί απλά να έλειπε ο συνθετικός οίστρος που χαρακτήρισε τις τουλάχιστον οκτώ, συγκλονιστικές κυκλοφορίες που προηγήθησαν. Σίγουρα υπάρχουν λόγοι αρκετοί για να μην μας ενθουσιάσει το “Pale Communion”. Όμως, όσο χλωμό και να φαντάζει, βρίσκεις μαγεία μέσα και σε αυτό το υλικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το moog και το mellotron, τα οποία περνούν στα χέρια του Joakim Svalberg και πολύ εύστοχα, αυτή τη φορά, συμμετέχουν ισότιμα με τις κιθάρες, ηχώντας όπως ποτέ άλλοτε σε δίσκο των Opeth. Επίσης οι συνθέσεις εμφανίζονται επαρκώς πιο σύντομες και περιεκτικές, χωρίς να υποπίπτουν στο ασυγχώρητο ατόπημα του «ξεχειλώματος» (οι βροχές από solos, στο εναρκτήριο “Eternal Rains Will Come”, έρχονται πιο γρήγορα απ’όσο μας έχει συνηθίσει ο Σουηδός). Τέλος, κρατάμε και την πρώτη απόπειρα να ενσωματωθούν συμφωνικά στοιχεία στον βασικό κορμό της σύνθεσης (“Voice Of Treason”), γεγονός που μας γεμίζει με ελπίδα κάποια στιγμή να επανεκτελεστούν τα Opeth classics από την μπάντα συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας (sic). 6 / 10 Αλέξανδρος Τοπιντζής |
Be the first to comment