[Season of Mist, 2014]
Εισαγωγή: Γιάννης Βούλγαρης
08 / 12 / 2014
Νέος δίσκος λοιπόν από τους Ne Obliviscaris (“Forget Not” στα λατινικά) αυτής της εξάδας μουσικών από την Αυστραλία που αναμιγνύει το black metal με το prog, όχι με τον τρόπο που το κάνουν οι Emperor στα τελευταία albums ή οι Arcturus, αλλά με έναν τρόπο δικό τους, αφού χρησιμοποιούν διαφορετικά είδη μουσικής μέσα στο ίδιο τραγούδι, όπως κλασσική, jazz, καθαρά φωνητικά με ακουστική κιθάρα, βιολί κ.ο.κ. Θα έλεγα ότι αποτελεί ένα progressive black συγκρότημα από τη σκοπιά της πολυσυλλεκτικότητας των ήχων και όχι από τη σκοπιά του intelligent που εκφράστηκε κυρίως από τη νορβηγική σκηνή.
Η μπάντα ιδρύθηκε το 2003, με τους Xenoyr (black φωνητικά) και Tim Charles (βιολί και καθαρά φωνητικά) να είναι σταθερά μέλη μέχρι σήμερα, όπου μετά από πολλές αλλαγές στο line-up και ένα EP, κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο “Portal of I” το 2012, κάνοντας ντόρο γύρω από το όνομά τους και αρκετούς (ανάμεσά τους και εγώ) να ανυπομονούν για τη νέα τους κυκλοφορία ελπίζοντας να είναι του ίδιου βεληνεκούς. Τους προαναφερθέντες κυρίους στην μπάντα πλαισιώνουν δύο κιθαρίστες (ο ένας Γάλλος, του οποίου περίμεναν να εκδοθεί η visa για να κυκλοφορήσουν το δίσκο… ακαταλαβίστικα πράγματα), ένας μπασίστας και ένας ντράμερ (Dan Presland, που κέρδισε τον διαγωνισμό για τα γρηγορότερα πόδια στην Αυστραλία το 2006… σκέψου δίκαση που θα παίζουν οι Τζαμαϊκανοί sprinters…), έκαστος βιρτουόζος στο όργανό του (σχεδόν οι ίδιοι παίζουν και στους Vipassi ένα extreme tech metal group σαν να ακούς Aghora, Blotted Science κ.τ.λ.), πράγμα απαραίτητο για να μπορεί να αποδοθεί και συναυλιακά αυτό που ηχογραφήθηκε στο studio.
Μετά από πολλές συναυλίες για την προώθηση του πρώτου δίσκου, κυρίως ως support σε μεγάλα συγκροτήματα (Devin Townsend Project, Enslaved, Cradle of Filth, Suffocation) και μια crowdfunding καμπάνια για παγκόσμια περιοδεία, η μπάντα κυκλοφορεί το “Citadel” από την Season of Mist και οι επιφανείς άνδρες του ProgRocks.gr κάνουν το χρέος τους να το παρουσιάσουν.
Στα χνάρια του ντεμπούτου Δε θα το κρύψω, η μόνη ενασχόληση που είχα με την αυστραλιανή μουσική μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν τα video clip της Kylie Minogue (για να σε προλάβω, όχι το “Where Wild Roses Grow”), ώσπου μια μέρα ήρθα σε επαφή με δύο μπάντες του ακραίου ήχου “from down under”, τους Alarum και τους Ulcerate, που με ξάφνιασαν ευχάριστα και άρχισα να ψάχνω τη σκηνή λίγο περισσότερο. Περιττό να σας περιγράψω το σοκ που έπαθα όταν ανακάλυψα τους Ne Obliviscaris. Το “Portal of I” το έλιωσα και όταν κυκλοφόρησε το Citadel, δε θα κρυφτώ, τον έπρηξα λίγο τον αρχισυντάκτη να κάνω την κριτική. Το πρώτο τραγούδι του δίσκου λοιπόν, είναι το “Painters of the Tempest” όπου το Part I είναι ορχηστρικό και αποτελείται μόνο από πλήκτρα και βιολί δημιουργώντας μια μακάβρια διάθεση, κατάλληλη για να σε προϊδεάσει για αυτό που ακολουθεί. Με το Part II να είναι το κύριο μέρος του τραγουδιού, στα 16 λεπτά της διάρκειάς του ξεδιπλώνονται όλες οι συνθετικές αρετές του συγκροτήματος, από τα blast beats και την black metal riffολογία που είναι επικρατούσα στην αρχή, στις low tempo μελωδίες και τα αρπίσματα της κιθάρας στο μέσο που με τη συνοδεία του βιολιού και τα καθαρά φωνητικά σε αποφορτίζουν μεν σε κάνουν να μελαγχολείς δε, ενώ στο τέλος επανέρχονται τα κύρια χαρακτηριστικά της μπάντας στο προσκήνιο, δηλαδή το ταχύτατο drumming, το τεχνικό μπάσο, τα solos στη κιθάρα και οι εναλλαγές μεταξύ καθαρών και ακραίων φωνητικών. Το Part III που κλείνει το κομμάτι είναι low tempo ορχηστρική μουσική με στοιχεία κλασσικής, flamenco και ανατολίτικων μελωδιών με πρωταγωνιστή το βιολί. Και εκεί που έχεις αποκτήσει πλέον μια ιδέα, φίλε αναγνώστη, για το ποιόν των Ne Obliviscaris, τον τρόπο που δομούν τα τραγούδια τους, το μουσικό ύφος που χρησιμοποιούν, έρχεται το “Pyrrhic” και σου τα γκρεμίζει όλα, αφού είναι ό,τι πιο ακραίο έχουν γράψει. Προσωπικά ένιωσα μεταξύ σφύρας και άκμονος από το πρώτο δευτερόλεπτο με τα riffs σιδηρόδρομους να διαδέχεται το ένα το άλλο και την σχεδόν ασταμάτητη δίκαση για περίπου 10 λεπτά. Για κάποιους αυτό είναι το black metal στα καλύτερά του, εγώ δυσκολεύομαι να το ακούσω. Στο τρίτο και τελευταίο κομμάτι, το “Devour Me, Colossus”, η μπάντα επανέρχεται στη λογική του πρώτου, δηλαδή σπονδυλωτό κομμάτι που στο ένα μέρος, εδώ στο Part-I που είναι και το καλύτερο δίσκου, αναμιγνύονται όλα τα διαφορετικά στοιχεία, ρυθμοί και φωνητικά, ενώ στο άλλο αργές μελωδίες χαλαρώνουν τον ακροατή από τον πρωτύτερο καταιγισμό. Κάνοντας έναν απολογισμό για αυτό που κυκλοφόρησαν οι Ne Obliviscaris, θα έλεγα πως πρόκειται για έναν δίσκο εφάμιλλο, αλλά όχι καλύτερο από τον προηγούμενο, σίγουρα πιο ακραίο, σε ότι αφορά το black metal ύφος, πιο σκοτεινό στα ακουστικά του μέρη με τη χρήση του βιολιού, αλλά όχι τόσο μαγικά ενσωματωμένα το ένα στο άλλο όπως στο “Portal of I”. Βέβαια το ύφος παραμένει αναγνωρίσιμο και μοναδικό δίνοντας extra credit στην προσπάθειά τους.
8.5 / 10 Γιάννης Βούλγαρης | Τεχνική και τραχύτητα εξ Αυστραλίας ορμώμενη Οι Αυστραλοί Ne Obliviscaris εισήλθαν βίαια στο μεταλλικό στερέωμα με την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου τους “Portal Of I” το 2012, μία από τις πιο ηχηρές εκπλήξεις καθότι συνδύαζε το progressive death metal και black με πιο jazz / flamenco / κλασσικές φόρμες λόγω του βιολιστή Tim Charles. Το ερώτημα είναι κατά πόσο στο νέο τους πόνημα η ταλαντούχα εξάδα μπορεί να θέσει ακόμα υψηλότερα τον πήχη ή να ακολουθήσει την πεπατημένη και τη δόξα του ντεμπούτου τους. Ο δίσκος με τον πιασάρικο τίτλο “Citadel” αποτελείται από 6 κομμάτια εκ των οποίων τα 3 είναι ορχηστρικά (το εισαγωγικό κομμάτι, το ιντερλούδιο και o επίλογος). Οι στίχοι αφορούν κυρίως στα θέματα της δημιουργίας, του θανάτου, του πόνου, της αγωνίας και της ζοφερότητας. Έχουμε συνδυασμό καθαρών φωνητικών τα οποία επιμελείται ο βιολιστής και brutal με τα πρώτα να κυμαίνονται από μέτρια έως συμπαθητικά, όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των συγκροτημάτων αυτών. Ξεκινάμε με το “Painters Of The Tempest: Wyrmholes”, μία τρίλεπτη εισαγωγή αποτελούμενη από σκοτεινές μελωδίες και αργούς ρυθμούς που δημιουργούν το πιάνο και το βιολί θυμίζοντας soundtrack ταινιών τρόμου, αλλά και θρησκευτικών θεματολογιών όπου αναπαράγεται αντίστοιχο ηχόχρωμα. Ακολουθεί το “Painters Of The Tempest (Part II): Triptych Lux” όπου από τις πρώτες νότες μπορεί κανείς να διαπιστώσει τις επιρροές της αυστραλιανής εξάδας οι οποίες στις γραμμές του μπάσου εντοπίζονται στους Cynic, αλλά και τις black καταβολές στο drumming στα επιθετικά του ξεσπάσματα. Τα ορχηστρικά τμήματα όπου δεσπόζει το βιολί δένουν απόλυτα με την εισαγωγή του δίσκου και εξασφαλίζουν την απαιτούμενη ποικιλομορφία. Το βασικότερο break στο κομμάτι γίνεται από το έβδομο ως το δέκατο λεπτό με ένα κυρίως ορχηστρικό σημείο στο οποίο ακούμε κάποια καθαρά φωνητικά με τα όργανα να ακολουθούν ατμοσφαιρικές αλλά και προοδευτικές ροκ φόρμες. Στιχουργικά, γίνεται αναφορά στον Ολλανδό αναγεννησιακό ζωγράφο Bruegel, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε φιλοτεχνήσει πίνακες με θρησκευτική θεματολόγια. Το εν λόγω κομμάτι αποτελεί το highlight του δίσκου, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως η 16λεπτη αυτή σύνθεση δεν είναι το μακροσκελές βαρετό κομμάτι, παγίδα στην οποία πέφτουν πλέον και μεγαθήρια του progressive metal. Το ορχηστρικό “Painters Of The Tempest (Part III): Reveries From The Stained Glass Womb” που ακολουθεί ξεκινάει με λάτιν αναφορές και ανατολίτικες επιρροές, ενώ κλιμακώνεται σε λιγότερο μυσταγωγικά και «στοιχειωμένα» μονοπάτια με την αρμόζουσα μελαγχολία, αλλά περατώνεται με έναν πιο αισιόδοξο τόνο. Το “Pyrrhic” μας καλωσορίζει με μια λυσσαλέα εκδήλωση τραχύτητας και ταχύτητας με το ρυθμό όμως να πέφτει σταδιακά ενώ ακολουθεί ένα επαναλαμβανόμενο ρυθμικό μοτίβο του Daniel “Mortuary” Presland στα τύμπανα. Η αλήθεια είναι πως δεν ακούμε την ίδια πολυμορφία με το “Triptych Lux”, γιατί δεν έχουμε τις συχνές εναλλαγές από τα brutal στα καθαρά και τούμπαλιν. Στιχουργικά, έχουμε άλλη μία εικαστική αναφορά, συγκεκριμένα στον Πολωνό Beksinski, ζωγράφο, γλύπτη και φωτογράφο κυρίως του αφηρημένου και του ουτοπικού. Επί συνόλω, ένα απλώς ωραίο τραγούδι.. Ακολούθεί το 12λεπτο “Devour Me, Colossus (Part I): Blackholes”. Ξεκινάει με ένα κολλητικό κιθαριστικό riff με εξαιρετική δουλειά από το rhythm section που μαζί με το βιολί κρίνονται ως τα δυνατά χαρτιά του συγκροτήματος. Όπως σε κάθε σωστή προοδευτική μπάντα, η σύνθεση εξελίσσεται με την πτώση του ρυθμού με πιονέρο το βιολί και ακουστικά σημεία που θα μπορούσαν να θυμίσουν Opeth του “Blackwater Park”. Για το τέλος του κομματιού οι Ne Obliviscaris μας επιφύλαξαν το μεγαλύτερο κιθαριστικό σόλο σε διάρκεια (περίπου μισό λεπτό) προτού κλείσει με εναλλαγή στις δύο φωνές και διπέταλο. Η αποφώνηση περιλαμβάνει άλλο ένα ορχηστρικό κομμάτι, το “Devour Me, Colossus (Part II): Contortions” που δένει όμορφα με το intro του δίσκου και μας υπενθυμίζει τη μελωδία που μας στοίχειωσε αρχικά. Εν κατακλείδι, όσοι αρέσκονται σε προοδευτική μουσική και δεν ενοχλούνται από τα brutal φωνητικά και τον τραχύ -σε σημεία- ήχο, ενώ τους ελκύει η ιδέα του βιολιού ως πρωταγωνιστή, θα αγαπήσουν το “Citadel”. Συνεπώς δεν είναι άκουσμα για πολλούς και η μελωδική φωνή, αν και αξιοπρεπής, δεν ενθουσιάζει, ωστόσο είναι βέβαιο πως καταφέρνουν να μας κάνουν να μην τους λησμονήσουμε (μετάφραση του ονόματός τους στα λατινικά).
7.5 / 10 Μελέτης Δουλγκέρογλου |
Be the first to comment