[Reprise, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
03 / 07 / 2014
Η κυκλοφορία του “Once More ‘Round The Sun” συγκέντρωσε τα βλέμματα και τα ώτα του rock κοινού παγκοσμίως από την πρώτη ημέρα και αυτό μάλλον δε θα έπρεπε να εκπλήσσει κανένα. Οι Mastodon είναι η τελευταία (μέχρι σήμερα φυσικά) μεγάλη μπάντα, η οποία απασχολεί και επηρεάζει ευρέως και νομίζω όχι αδικαιολόγητα. Μπορεί η προσωπική σφραγίδα καινοτομικότητας του συνόλου από την Atlanta να μην έχει τη βαρύτητα μεγαθηρίων του παρελθόντος, αλλά η ηχητική τους άποψη και ο ολοκληρωτικός τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν το «παλαιό» είναι αναμφισβήτητα μοναδικός. Επίσης, όσο (συμπαθέστατη) μουρλοπαρέα κι αν είναι, είναι αξιοθαύμαστο το πόσο πολύ δουλεύουν οτιδήποτε κάνουν μαζί ως σύνολο.
Αν κοιτάξει κανείς στην ιστορία τους, θα διαπιστώσει πως πρόκειται για μία μπάντα που δίνει τεράστιο βάρος στα άλμπουμ της. Κάθε δίσκος των Mastodon είναι ένα ξεχωριστό μεγάλο εγχείρημα και οι ίδιοι φροντίζουν να διατηρείται ένα “grande” στοιχείο στην αισθητική κάθε δίσκου τους. Αυτό το χαρακτηριστικό το έχουμε δει και σε άλλες μεγάλες μπάντες και αν σκεφτούμε πώς το έχουν «τερματίσει» οι Tool (κοντεύουμε τα 9 χρόνια αναμονής), συμπεραίνουμε πως οι Mastodon μάλλον το κάνουν πολύ καλά. Με την κυκλοφορία του “Once More ‘Round The Sun” τα υπέροχα εξώφυλλα και τα εξίσου εντυπωσιακά και διαφορετικά logos της μπάντας γίνονται αισίως έξι, όσα και τα άλμπουμ τους δηλαδή.
Ήδη οι συζητήσεις για το αν το έκτο δισκογραφικό πόνημα των Mastodon είναι στο σωστό δρόμο ή αν είναι καλύτερο από το “The Hunter” δίνουν και παίρνουν (ως γνωστόν βέβαια, συνήθως καταλήγουν με την απορία για την απόδοσή τους live το 2014…). Αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο σε κάθε περίπτωση είναι ότι η συνεργασία με τον Ted Jensen (mastering) και τον Nick Raskulinecz (παραγωγή) έδωσε μία νέα δυναμική στον ήχο της μπάντας.
Το αν η παρέα των Sanders, Hinds, Dailor και Kelliher έκανε πάλι το θαύμα της και το κατά πόσο το “Once More ‘Round The Sun” θα κερδίσει το στοίχημα με το χρόνο, μένει να το δούμε. Το νέο άλμπουμ μπορεί να συμπαρασύρει, να ενθουσιάσει ή τελικά να ηττηθεί στη σύγκριση με κάποια από τα προηγούμενα ή ακόμα να «πνιγεί» από τις τεράστιες προσδοκίες, το βαρύ τίμημα να θεωρείται κανείς σπουδαίος. Το βέβαιο είναι ότι το “Once More ‘Round The Sun” έχει όλα εκείνα τα (αξιαγάπητα κατ’ εμέ) στοιχεία έργου που το καθιστούν ικανό να διχάσει. Ο Ηλίας και ο Γιάννης το αποδεικνύουν.
Καλοκαιρινά ραντεβού πάνω στο πιώμα σου
Ζούμε την εποχή των Mastodon, της μπάντας που, κυρίως μετά το εκπληκτικό “The Hunter”, έχει βαλθεί να κατακτήσει τις υψηλότερες κορυφές του σκληρού ήχου και της ροκ μουσικής γενικότερα. Άκουσα με προσοχή το “Once More ‘Round The Sun” και δηλώνω υπεύθυνα τα εξής: από τη στιγμή που θα πατήσεις play στο δίσκο και στα πρώτα λεπτά της ακρόασης, οι συγκρίσεις με το “The Hunter” είναι αναπόφευκτες, γρήγορα όμως συνειδητοποιείς πως δεν πρόκειται για ένα άλμπουμ που σε αρπάζει απ’ το λαιμό όπως ο προκάτοχός του, αλλά για ένα grower (που ύπουλα θα σου μπήξει το μαχαίρι στο πλευρό, αγαπητέ ακροατή). Όταν δε, σου σκάσει η μαγική λεξούλα “alternative”, καταλαβαίνεις προς τα πού έχει πάει η δουλειά και είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι Mastodon για μία ακόμη φορά θα κάνουν στον καινούριο τους δίσκο ό,τι γουστάρουν και πως αυτό θα είναι γαμάτο, ό,τι και να γίνει. Από το σημείο αυτό και έπειτα, όλα όσα θες είναι εκεί και εκτυλίσσονται με καταπληκτική ροή: το μοναδικό, πηγαίο groove της μπάντας (σήμα κατατεθέν), η υπερτούμπανη παραγωγή (Nick Raskulinecz) με την υποβόσκουσα φιλοχιψτερική αναλογίλα (αγαπάμε αναλογίλα), heavy metal riffs που ισοπεδώνουν τα πάντα σε ακτίνα χιλιομέτρων και κιθαριστικά solos που προσφέρουν άφθονο υλικό στους air-guitarists αυτού του πλανήτη. Οι εξαίσιες φωνητικές γραμμές και τα κολλητικά refrains είναι κι αυτά εκεί, περισσότερο από ποτέ, κάνοντας το “Once More ‘Round The Sun” τον πιο μελωδικό δίσκο της μπάντας μέχρι σήμερα. Τα progressive στοιχεία δε θα μπορούσαν φυσικά να λείπουν από έναν τόσο καλό δίσκο (μουαχαχα), όπως και το -καθιερωμένο πλέον- τραγούδι για εκλιπόντα συγγενή της μπάντας (rip Aunt Lisa). Με απλά λόγια… Mastodon. Όσο πληθαίνουν οι ακροάσεις, το άλμπουμ γίνεται όλο και καλύτερο και το συμπέρασμα είναι πως οι Mastodon καταφέρνουν να είναι τόσο αληθινά metal και ταυτόχρονα τόσο cool όσο ο Josh Homme πριν σταματήσει να γράφει μουσική της προκοπής και αρχίσει να ασχολείται με μηνύσεις, κάτι που τον κάνει αντιπαθέστερο ακόμα κι απ’ τον Rudy Fernandez. Αγαπημένες στιγμές; Ενδεικτικά θα αναφέρω το “High Road”, το οποίο μετά από τόσο headbanging κατάφερε να ξυπνήσει τη χρόνια ισχιαλγία που με ταλαιπωρεί τόσα χρόνια και που προσεκτικά συντηρώ με γυμναστική και διατροφή και το “The Motherload”, το οποίο με έκανε να εκτιμήσω αυτό που ονομάζεται “οδική ασφάλεια αυτοκινήτου”. Α, να μην ξεχάσω: φίλε sludge-ά, φαίνεται πως οι παλιές μέρες των Mastodon έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και αυτό, να ξέρεις, είναι καλό. Deal with it. Κυρίες και κύριοι, οι Mastodon δεν είναι απλώς μία heavy metal μπάντα. Είναι καβλάντηδες. Είναι ΟΙ σημαιοφόροι του heavy metal, εκείνοι που θα βάλουν τη νέα γενιά οπαδών στον αμαρτωλό δρόμο της μουσικής αυτής και θα προσφέρουν σε εμάς τους λίγο μεγαλύτερους άφθονες καλοκαιρινές μετεφηβικές ονειρώξεις. Καλή ακρόαση!
9 / 10 Ηλίας Γουμάγιας | In safe mode
Ξαναγράφω μετά από ημέρες, γιατί ένα χτύπημα στο δάχτυλο με είχε βγάλει knock out. Όπως φαίνεται, το στραμπούληγμα δαχτύλου για τους δισκοκριτικούς είναι κάτι σαν ρήξη χιαστών για τους ποδοσφαιριστές: σου κλονίζει την αυτοπεποίθηση και νιώθεις ότι δε θα είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος. Στο ProgRocks.gr όμως, δεν τα σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν. Έτσι, ο αρχισυντάκτης μας, ως ένας Duda Ivković του prog, ως άλλος Rinus Michels της ψυχεδέλειας, αποφάσισε να με χρησιμοποιήσει σε ένα εύκολο «ματσάκι», ώστε να ξαναβρώ τη φόρμα μου. Έτσι κι εγώ βρέθηκα να ακούω τον νέο δίσκο των Mastodon, που τους γουστάρω τόσο πολύ, που μετά το “Leviathan”, αγοράζω τους δίσκους τους χωρίς να τους έχω ακούσει, μόνο και μόνο για να νιώσω την έκπληξη από την έμπνευσή τους. Μέχρι στιγμής, δε μπορώ να πω, με έχουν ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Το κουαρτέτο από την Atlanta στον έκτο του δίσκο συνεχίζει ηχητικά στην πορεία που χάραξε στο “The Hunter”, πιο rock παρά metal, μικρότερης διάρκειας τραγούδια και radio friendly hitάρες μιας και πλέον το συγκρότημα έχει αλλάξει επίπεδο εμπορικά. Τα βασικά συστατικά όμως παραμένουν εκεί, όπως τα τεχνικά και groovάτα τύμπανα του Brann Dailor, τα δαιδαλώδη ρυθμικά του Bill Kelliher, οι country και psychedelic rock επιρροές στο παίξιμο του Brent Hinds, αλλά και το αντισυμβατικό παίξιμο στο μπάσο (μιας και δεν ακολουθεί ακριβώς τη δομή των κομματιών) του Troy Sanders. Τα φωνητικά, όπως πάντα, μοιράζονται μεταξύ των μελών, αλλά ευτυχώς τελευταία τραγουδά περισσότερο ο μπασίστας (sorry guys αλλά έχει καλύτερη φωνή απ’ όλους σας), αν και πιθανολογώ ότι οφείλεται στη στροφή της μπάντας προς το rock και τα καθαρά φωνητικά, που ανέκαθεν έκανε ο Troy Sanders. Όλα αυτά είναι αρκετά, ώστε να ξαναβγάλουν μια δισκάρα επιπέδου “Crack The Skye”, όμως στο “Once More ‘Round The Sun” τα πράγματα κινούνται σε πιο safe καταστάσεις, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό. Δε λείπει η έμπνευση, απλώς μου φαίνεται ότι τις συνθέσεις δεν επεξεργάστηκαν σε βάθος όπως στους προηγούμενους δίσκους, μοιάζει σαν να επαναπαύθηκαν στα riffs και γύρω από αυτά να έχτισαν τα τραγούδια. Πιο απλά δεν υπάρχει η στιγμή μέσα στο τραγούδι που θα πεις «καλά πώς τους ήρθε αυτό και το έπαιξαν», συνεπώς τραγούδια όπως τα “Tread Lightly” (Walter White είσαι αξεπέραστος), “High Road”, “Feast Your Eyes” (που σε σημεία φέρνει σε Tool), “Aunt Lisa” (εμένα μου θύμισε Psychotic Waltz περιόδου “Mosquito”), “Halloween” και το ομώνυμο (που παραείναι μικρό), θα σε κάνουν να κουνηθείς στο ρυθμό τους, θα δυναμώσεις την ένταση για το απαραίτητο headbanging, θα τραγουδήσεις στο refrain και γενικότερα θα σου καλύψουν για λίγο την Mastodon στέρησή σου, όμως μερικά ακούσματα μετά δε θα σε γεμίζουν, δε θα σε ταξιδεύουν και λογικά θα πάψεις να τα αναζητάς μιας και δε θα έχεις κάτι άλλο να ανακαλύψεις. Βέβαια υπάρχουν και τα “Chimes At Midnight”, “Asleep In The Deep” και “Diamond In The Witch House” όπου οι διάρκειες είναι μεγαλύτερες και η μπάντα ξεδιπλώνει τις συνθετικές της αρετές, ενσωματώνοντας διαφορετικά είδη στα τραγούδια, τα οποία εμένα μου δίνουν την εντύπωση ότι θα μπορούσαν να ανήκουν στην πρώτη περίοδο της μπάντας ειδικά αν είχαν ακραία φωνητικά, τα οποία αξίζει να επανέρθεις για να τα ακούσεις. Εδώ θέλω να κάνω μια ειδική μνεία στα “The Motherload” και “Ember City”, τα οποία είναι κατά την άποψή μου superhits και θα έχουν αρκετό airplay από το ραδιόφωνο. Απλά τραγούδια, με μελωδικά -για τα δεδομένα των Mastodon- riffs και καταπληκτικά refrains που σου κολλάνε στο μυαλό. Το “The Motherload”, όσο περίεργο και αν σας ακούγεται νομίζω ότι το έκλεψαν από το “Ultimate Sin” του Ozzy! Δύο metal ύμνοι, απαραίτητοι να παίζουν στο repeat. Από την ακρόαση του δίσκου κατέληξα πως πρόκειται για μια απλά καλή Mastodon κυκλοφορία η οποία θα διατηρήσει ψηλά το όνομα που έχουν φτιάξει τόσα χρόνια, μπορεί να φέρει και νέους οπαδούς από άλλα ιδιώματα εκτός metal, πιθανώς δε θα ξενίσει σε κανέναν φανατικό οπαδό τους, αλλά σίγουρα δε θα συνταράξει τον κόσμο τους.
7.5 / 10 Γιάννης Βούλγαρης |
Be the first to comment