[InsideOut, 2015]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
30 / 06 / 2015
Οι Leprous είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις εκπροσώπων του σύγχρονου προοδευτικού ήχου, καθώς η μουσική τους δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα τυπικό αναμάσημα παλαιότερων στοιχείων, ούτε βέβαια ακολουθούν καμία πεπατημένη, ακόμα κι αν κατ’ ουσίαν παίζουν progressive metal, στο οποίο η πρωτοτυπία τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία σπανίζει όσο τα arpeggios στο punk.
H συμφωνική και ταυτόχρονα εναλλακτική άποψη των Leprous έχει ως κυριότερο μέσο έκφρασης και πειθούς την ομαδικότητα και την επιθετικότητα που (σχεδόν) παραδόξως εκδηλώνεται μελωδικότατα, αλλά σε καμία περίπτωση γλυκερά. Όσο κι αν συμβάλλει σημαντικά η καταγωγή των Νορβηγών και η παράδοση της χώρας τους (όπως και της Σουηδίας) στον σύγχρονο heavy prog ήχο εν γένει, οι Leprous έχουν ήδη επιτύχει πολλά χάρη στον δικό τους ήχο και έχουν ξεχωρίσει δίκαια (και αναμενόμενα εδώ που τα λέμε…). Ειδικά από το “Tall Poppy Syndrome” (2009) ο θόρυβος γύρω από το όνομά τους εντάθηκε και οι προσδοκίες δικαιώθηκαν απόλυτα στο πανέμορφο “Bilateral” (2011), αλλά και στο προπέρσινο “Coal”, με κύριο στοιχείο την πυκνότητα ιδεών και τις απροσδόκητες λυρικές κορυφώσεις που έχουν πλέον γίνει σήμα κατατεθέν της μπάντας.
Με την κυκλοφορία του “The Congregation” οι Leprous φάνταζε δύσκολο έως απίθανο να απογοητεύσουν. Το μόνο που ίσως χρωστούν στους δικαιολογημένα απαιτητικούς οπαδούς της μουσικής τους είναι ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα, αν και το μόνο βέβαιο είναι πως το Σεπτέμβριο θα επικρατεί το αδιαχώρητο στο Αn (κλικ).
A Triumphant fifth album Ανυπομονούσα να κυκλοφορήσει το νέο Leprous, διότι είχα ξετρελαθεί με το προηγούμενό τους (δεν ήταν “Bilateral”, αλλά ήταν δισκάρα) και είχα μια κρυφή ελπίδα να κάνω τη κριτική του δίσκου. Καταλαβαίνετε τη χαρά μου, όταν ο αρχισυντάκτης μου είπε να το αναλάβω. Στο “The Congregation” οι Νορβηγοί διατηρούν όλα τα στοιχεία που τους έκαναν αναγνωρίσιμους, δηλαδή τις κιθάρες με ελάχιστη παραμόρφωση, τα πολύπλοκα ρυθμικά τραγούδια με μελωδικά refrain, το τεχνικό rhythm section, τα συνοδευτικά πλήκτρα (που όμως είναι πάντα μπροστά στην παραγωγή) και η θλιμμένη-meets-τρελούτσικη φωνή του τραγουδιστή. Δεν το συζητάμε για την παραγωγή του δίσκου, για άλλη μια φορά ο Jens Borgen έκανε το θαύμα του με όλα τα όργανα να ακούγονται πεντακάθαρα και δυνατά, ενώ στα φωνητικά έβαλε και το χέρι του ο Ihsahn για το τελικό αποτέλεσμα. Ο δίσκος ξεκινά με το hit single “The Price”, ένα mid-tempo, μελαγχολικό, αλλά και κάπως pop τραγούδι που βασίζεται στο μπάσο, που όμως δεν είναι χαρακτηριστικό της κατεύθυνσης του δίσκου. Περισσότερο θα έλεγα ότι τα κομμάτια έχουν γραφτεί πάνω στη φωνή (λογικό μιας και όλη σχεδόν τη μουσική την έχει γράψει ο Einar Solberg) με τα τύμπανα να ακολουθούν σε σημαντικότητα αφού εκτός από το ρυθμό προσφέρουν και αρκετές σολιστικές πινελιές. Κανένα δε ξεχωρίζει και κανένα δεν υστερεί όλα είναι μέρος του “The Congregation” και όλα έχουν κάτι το ξεχωριστό που τα διακρίνει. Όπως για παράδειγμα το “Rewind” που είναι πιο metal με βαρύ riff στη κιθάρα, γκρουβάτο μπάσο, λίγο ανατολίτικο σε σημεία και ορισμένα growls μετά τη μέση του. Επίσης, τα “The Flood” και “Red” που έχουν για intro ένα sample ως χαλί στη φωνή μέχρι που μπαίνουν και τα υπόλοιπα όργανα και θυμίζουν djent μπάντες αλλά στο πιο μελωδικό. Από την άλλη το “Triumphant” είναι τόσο περίεργο που σου δίνει την εντύπωση ότι το κιθαριστικό riff το έχει γράψει ο ντράμερ, το “Slave” (το αγαπημένο μου) είναι doom και αρκετά συναισθηματικό ενώ το “Within Μy Fence” θα σε κάνει να θες να χορέψεις. Τέλος τα “Moon” και “Down” φέρνουν στο μυαλό και λίγο alternative metal από την Αυστραλία. Γενικότερα, ο δίσκος ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να πατήσεις skip track. Μέχρι στιγμής όλα τέλεια, αλλά προσωπικά έχω τρεις ενστάσεις: πρώτον τη μεγάλη διάρκεια δίσκου (70 λεπτά είναι πολλά, ποιοτικά όλα, αλλά πολλά), δεύτερον τα κλασικίζοντα φωνητικά σε κάθε τραγούδι από τον τραγουδιστή που θυμίζουν μάθημα σολφέζ και τρίτον τα τύμπανα είναι σχεδόν πάντα tribal και σπανίως ακούγονται πιατίνια. Δεν περίμενα την δισκοκριτική για να λιώσω το νέο Leprous, για την ακρίβεια μπορεί και να την έγραψα με τη μία έχοντας το δίσκο να παίζει από πίσω ως παρέα και απλώς να μου υπενθυμίζει που να σταθώ περισσότερο. Αφού πρόκειται για ένα album που συνεχίζει στο πολύ υψηλό επίπεδο που άφησαν τη δισκογραφία τους με το “Coal”, λίγο πιο rock άρα και λίγο πιο mainstream (για μένα αυτό είναι πάντα καλό, εκτός αν γεμίσει hipsters η συναυλία τους τον Σεπτέμβρη), λιγότερο prog με τη ξεχειλωμένη έννοια του όρου αλλά περισσότερο «προοδευτικοί» κάνοντας τις μπάντες του ευρύτερου ιδιώματος να μοιάζουν σαν να είναι σε μια 90s λούπα. Ένας δίσκος εμπνευσμένος, μελωδικός και κατάλληλος για παρέα στις καλοκαιρινές διακοπές. Ένας δίσκος που θα παίξει στις λίστες με τους καλύτερους της χρονιάς. Εύκολα!!! 9 / 10 Γιάννης Βούλγαρης | Μνημείο; Next Time… Παρότι η γνώμη μου για το νέο άλμπουμ των αγαπημένων μου Leprous είχε ήδη σχηματισθεί, το παρόν κείμενο γράφτηκε υπό την επήρεια της απώλειας ενός από τους σημαντικότερους μουσικούς του προοδευτικού ροκ. Η επισήμανση αυτή καταγράφεται και την θεωρώ ιδιαίτερα κρίσιμη, από την στιγμή που θα μιλήσουμε για την επικίνδυνη (τάση προς) στασιμότητα αρκετών ταλαντούχων σχημάτων που τελευταία πέφτει όλο και περισσότερο ο προβολέας πάνω τους. Οι Leprous αποτελούν και όχι άδικα μια από τις ελπίδες του προοδευτικού metal (αν και θεωρώ αρκετά περιοριστικό τον όρο “metal”), αφού τα “Bilateral” και “Coal” που προηγήθηκαν θεωρούνται ως ότι πιο φρέσκο και ανανεωτικό έχει παράξει ο μη ακραίος, ευρωπαϊκός βορράς μέσα στην τελευταία πενταετία. Με βάση την νορβηγική ηχητική ψυχρότητα, οι Leprous κατάφεραν να συνδυάσουν με επιτυχία την ντελικάτη ριφοποιία, το σκοτεινό κλίμα, μια εξαίρετη φωνή και την σύγχρονη ψευδο-prog προσέγγιση των Muse, με το αποτέλεσμα στους δύο αυτούς δίσκους να διαφοροποιείται μεν στην αναλογία των συστατικών του, αλλά να διατηρεί σταθερή την υψηλή ποιότητα. Κοινώς, από τις καλύτερες κυκλοφορίες του 2011 και 2013 αντίστοιχα. Για να δούμε, όμως, τι διαθέτει το “The Congregation”. Αναμφισβήτητα ο Einar Solberg έχει βελτιωθεί. Πολύ. Ολόκληρο το υλικό έχει στηθεί γύρω από την χαρακτηριστικά έντονη και συνάμα αλλόκοτα μελωδική φωνή του, με αποτέλεσμα οι συνθέσεις να χαρακτηρίζονται ως έντονα βοκαλιζέ. Πρώτη ένσταση εδώ: Ο εκπληκτικός τρόπος με τον οποίο τραγουδάει σε πολλές στιγμές ο Solberg δεν στηρίζεται σε βάσεις εκτεταμένης στιχουργίας, αλλά κυρίως σε επανάληψη των chorus και pre-chorus. Κάπου αυτό είναι επιτυχημένο (“The Flood”), κάπου όχι και τόσο (“Within My Fence”). Δεν είναι κακό να μην γράφεις επαρκείς στίχους, κακό είναι να γεμίζεις τα τραγούδια με βαρετά δίλεπτα επαναλαμβάνοντας το ίδιο μέρος άνευ λόγου (κάπου έχω δει να το αποκαλούν και pop). Η ατμόσφαιρα του “The Congregation” συνεχίζει από κει που μείναμε με το “Coal”. Σκοτεινή αισθητική, Cure-ηδείς ψυχαναγκασμοί και κυρίως το μπάσο να σου “διαλάει” το νευρικό σύστημα. Τρομερά καλή δουλειά στην παραγωγή/μίξη από το δίδυμο David Castillo/Jens Bogren, που είναι υπεύθυνοι για τον εξίσου εκπληκτικό ήχο που έχουν τα τελευταία αλμπουμ των Katatonia (μακάρι να μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για το υλικό). Τα πλήκτρα του πρωταγωνιστή Solberg μπορεί να μην βρίσκονται σε πρώτο φόντο, ηχητικά τουλάχιστον, όμως διαθέτουν και την ποικιλία και την αισθαντικότητα που απαιτείται. Για παράδειγμα στο “Moon” (ένα κομμάτι που θα ήθελαν πολύ να γράψουν οι σύγχρονοι Katatonia) τα synths κρύβονται στο background, όμως αυτά είναι που με έξυπνο τρόπο αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις κορυφώσεις. Αν λείπει κάτι από το “The Congregation” είναι η πρόοδος. Με ατμόσφαιρα δανεισμένη και χωρίς κάποιο νέο “τρικ”, οι καινούργιες συνθέσεις αποτελούν μια φυσική συνέχεια του παρελθόντος. Χωρίς αυτό να είναι κακό, η αλήθεια είναι ότι περιμέναμε ένα αριστούργημα από τους Νορβηγούς. Είχαμε την ελπίδα ότι το επόμενο βήμα των Leprous θα είχε την στάμπα του κλασικού, θα χαρακτηριζόταν ως ένα landmark του ήχου. Αυτό δεν συνέβη συνολικά και μόνο σε συγκεκριμένες (όχι λίγες) περιπτώσεις.
7.5 / 10 Αλέξανδρος Τοπιντζής |
Be the first to comment