Kaukasus – I

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

 [Autumnsongs Records, 2014] 

Kaukasus - I

Εισαγωγή:  Δημήτρης Καλτσάς
09 / 07 / 2014

 

Η σύγχρονη σκανδιναβική σκηνή (κυρίως η νορβηγική και δευτερευόντως η σουηδική) αποτελεί μία από τις βασικές πηγές πρωτότυπου ή καλύτερα ιδιότυπου μουσικού χαρακτήρα εντός του rock περιβάλλοντος και στα σημεία τομής αυτού με άλλα πεδία. Ο αριθμός των συγκροτημάτων που μας έχουν καταπλήξει την τελευταία δεκαετία είναι ήδη πολύ μεγάλος και μπορεί πλέον να θεωρείται ως σταθερή πιθανότητα για τη συγκεριμένη σκηνή η παραγωγή υπέροχων άλμπουμ και η εμφάνιση νέων σχημάτων, που έχοντας ως βάση την κληρονομιά των 70s, δημιουργούν, δίνοντας τεράστιο βάρος στην αισθητική της μουσικής τους, αγνοώντας εξωκαλλιτεχνικούς παράγοντες και επενδύοντας ως επί το πλείστον στη «ζεστασιά» του αναλογικού ήχου.

Οι Kaukasus είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας τριών μουσικών (δύο Νορβηγών και ενός Σουηδού) με πλούσια βιογραφικά. Για του λόγου το αληθές (βαθιά ανάσα):

ο Ketil Vestrum Einarsen (φλάουτο, σαξόφωνο, tenor horn, hulusi, ηλ. πιάνο, EWI synthesizer) είναι μέλος των White Willow, πρώην μέλος των Jaga Jazzist (2002-2007), συμμετείχε και στα τρία άλμπουμ των Wobbler και τα δύο άλμπουμ των Opium Cartel μέχρι σήμερα, καθώς και στο “Phanerothyme” (2001) των Motorpsycho.

Ο Rhys Marsh (φωνητικά, ηλ. κιθάρα, πιάνο, ηλ. πιάνο, μπάσο, mellotron, drum machine, pedal steel guitar) είναι μέλος των Autumn Ghost και Opium Cartel και έχει κυκλοφορήσει τέσσερα προσωπικά άλμπουμ.

Ο Mattias Olsson (ο Σουηδός της παρέας) (ντραμς, κρουστά, mellotron, orchestron, optigan, moog Taurus, VCS3, baritone guitar, bass marimba) ήταν μέλος των Änglagård από το ξεκίνημά τους μέχρι και το αριστουργηματικό “Viljans Öga”, παίζοντας και στα τρία studio albums της υπερμπάντας μέχρι σήμερα (στο θρυλικό “Hybris” παίζει 24 όργανα σε ηλικία 17 ετών!). Είναι επίσης μέλος των White Willow (μαζί με τον Einarsen) και των Necromankey, ήταν μέλος των Pär Lindh Project (στο ντεμπούτο τους, “Gothic Impressions”, 1994) και των Anima Morte, γνώρισε την επιτυχία ως μέλος των Pineforest Crunch, έχει συμμετάσχει σε πολλά άλμπουμ συγκροτημάτων όπως μεταξύ άλλων οι Gösta Berlings Saga, οι Therion, οι Rising Shadows και οι Ingranaggi Della Valle, έχει γράψει μουσική για θέατρο και κινηματογράφο και έχει κάνει και κάμποσα άλλα, αλλά λέω να σταματήσω εδώ.

Εκτός των πλούσιων βιογραφικών όμως, η επιτυχία της συνεύρεσης αυτών των τριών εξαιρετικών μουσικών βασίζεται στη φύση της θέσης των Kaukasus στο βεβαρημένο πρόγραμμά τους. Αν είναι μία ακόμα μπάντα ή έστω ένα project στο οποίο επενδύουν πολλά, έχει καλώς. Αν στους Kaukasus απλώς διοχετεύουν ένα κομμάτι της δημιουργικότητάς τους, γιατί έτσι προέκυψε σε μια κουβέντα backstage, θα είναι κρίμα. Η Λίλα και ο Κώστας εξηγούν το γιατί.


 

 Οι Σκανδιναβοί κατακτούν τα Καυκάσια Όρη 

Ευτυχώς που μέσα στην πίεση της δουλειάς και στη ζέστη του θέρους, σου στέλνουν να ακούσεις άλμπουμ που λειτουργούν σαν μικρή όαση χαλάρωσης. Ένας τέτοιος δίσκος λοιπόν, αποτελεί και το ντεμπούτο των Kaukasus από τη Σκανδιναβία, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι μπορεί να χαρακτηριστεί σκοτεινός, μινιμαλιστικός και κάπως μελαγχολικός -στιχουργικά περισσότερο-, παραδόξως δεν έριξε τη διάθεσή μου, αλλά αντιθέτως επέδρασε αγχολυτικά πάνω μου. Αποτελεί όνειρο ζωής  μια επίσκεψη στην οροσειρά του Καυκάσου (οι λάτρεις της ορειβασίας θα με καταλάβουν εδώ), όμως η αλήθεια είναι ότι συνέδεσα το άκουσμα του δίσκου με αποπνικτική ζέστη και υγρασία και όχι με κάποιο χειμωνιάτικο τοπίο. Πάντως, ήδη από το εξώφυλλο του “Ι” και το όνομα της μπάντας προδιατέθηκα για μυστικιστικούς και σαγηνευτικούς ρυθμούς. 

Στην ουσία τώρα, σε όλο το δίσκο κυριαρχούν γερές δόσεις ψυχεδέλειας και πολλή 70-ίλα, με το prog-psych στοιχείο να επικρατεί. Σε ορισμένα σημεία τα κομμάτια μού θύμισαν Talk Talk (συνθετικά) και Black (στα φωνητικά), ενώ υπάρχει μίξη ποικίλων στοιχείων, μεταξύ άλλων, ηλεκτρονικών, ambient, ρετρό, πειραματικών και ethnic  ήχων. Όλα τα ανωτέρω δένουν αρμονικά και ισορροπούν, δίνοντας ένα αξιόλογο και ενδιαφέρον αποτέλεσμα, κάτι που προσδίδει πόντους και στη χημεία μεταξύ των μελών του σκανδιναβικού τρίο. Αυτή η ποικιλία και η διαφορετικότητα των κομματιών είναι που δίνει ροή στο δίσκο, χωρίς να κουράζει. Πετυχημένη επιλογή για single το “Lift The Memory”, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Απρίλη, αλλά προσωπικά λάτρεψα τα “Starlit Motion” (ίσως επειδή μου θύμισε τους Tangerine Dream) και το υπέρ-chill out τραγούδι “The Witness”. Δυναμικό κλείσιμο με το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ να είναι και το πιο heavy του, με percussion-ιστικούς πειραματισμούς από τον Mattias Olsson. Στα πολύ θετικά θα πρέπει να επισημάνω την εκπληκτική, γεμάτη συναίσθημα ερμηνεία και εκφραστικότητα του Rhys Marsh.

Συμπερασματικά, ο δίσκος δεν είναι κάτι το πολύ φοβερό, αλλά έχει ενδιαφέρον και ακούγεται ευχάριστα. Πρόκειται για μια πετυχημένη συνεργασία που αξίζει σίγουρα της προσοχής σας, καθώς  το γεγονός ότι τα μέλη του γκρουπ δεν έχουν παίξει ποτέ μαζί, μιας και βρίσκονται σε διαφορετικές τοποθεσίες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το “I” γράφτηκε και ηχογραφήθηκε μέσα σε μόλις δύο εβδομάδες (!) καθιστούν τους Kaukasus άξιους θαυμασμού και συγχαρητηρίων. Δεδομένων των δυνατοτήτων τους, φανταστείτε τί μπορεί να μας επιφυλάσσουν για το μέλλον! Λόγω των τελευταίων ανωτέρω διαπιστώσεων δε θα μπορούσα να βαθμολογήσω το συγκεκριμένο ντεμπούτο λιγότερο από…

 

8 / 10

Λίλα Γκατζιούρα

 

The northern sky gives meaning 

Στον μεγάλο ωκεανό των αναζητήσεων ενός μουσικόφιλου, μέσα σε όλες αυτές τις μικρές ανακαλύψεις που φέρνουν μια ανεξήγητη ευφορία, μεγάλο χώρο καταλαμβάνουν τα ντεμπούτα. Είναι ίσως από τους κυριότερους φορείς τόνωσης της πίστης στην καλή μουσική. Ντεμπούτο και το “I” των Νορβηγών Kaukasus λοιπόν, αλλά στο περίπου, αφού οι τρεις εμπλεκόμενοι μουσικοί είναι κάτι παραπάνω από έμπειροι. Αυτή η εμπειρία και τεχνογνωσία υπάρχει διάχυτη στο δίσκο, αλλά δεν κατευνάζει τον ενθουσιασμό για κάτι καινούργιο.

Στις πρώτες επαφές με το album ομολογώ πως παρότι μου άρεσε πολύ αυτό που άκουγα, ένιωσα μπερδεμένος από τη μουσική κατεύθυνση. Και είναι αλήθεια ότι κάποια κομμάτια έχουν διαφορετικό χαρακτήρα από άλλα. Παρόλα αυτά, με πιο προσεκτικές ακροάσεις γίνεται αντιληπτή η κοινή συνισταμένη και τα υφολογικά στοιχεία που ενοποιούν το σύνολο των μουσικών επιρροών. “Σκοτεινό σύγχρονο progressive rock” είναι μια ταμπέλα που μπορεί να χαρακτηρίσει το αποτέλεσμα, με τις επιρροές να προέρχονται από μεγάλο φάσμα της προοδευτικής μουσικής, ενώ και η καταγωγή τους σίγουρα βοηθά για τον σκοτεινό αέρα που βγαίνει από πολλά σημεία του album. Χαρακτηριστικό το εναρκτήριο “The Ending Of Open Sky”, όπου γίνεται αμέσως αντιληπτό το mood που θέλει η μπάντα να βάλει τον ακροατή, με το τρομερό drumming του Mattias Olsson (ο Σουηδός της μπάντας) και τα ανατολίτικα στοιχεία να παραπέμπουν στο soundtrack του Peter Gabriel για το “The Last Temptation Οf Christ”. Η χαρακτηριστική φωνή και εξαιρετική χροιά του Rhys Marsh δίνει και αυτή ταυτότητα στο άκουσμα. Στο “Lift the Memory” που ακολουθεί και είναι το πρώτο highlight του δίσκου, ο Marsh είναι σχεδόν συγκλονιστικός. Το τραγουδιστικό του στυλ έχει αναφορές σε 80s art pop / rock και new romantic καλλιτέχνες, αλλά εκφραστικά θυμίζει αναπάντεχα και τον συντοπίτη του Roy Khan. Το “In The Stillness Of Time” που ακολουθεί συνεχίζει στο ίδιο περίπου ύφος, αλλά λίγο μετά τη μέση οι τόνοι πέφτουν. Το ambient ταξίδι που αρχίζει συνεχίζεται και στο αμέσως επόμενο ambient / krautrock άπλωμα με τίτλο “Starlit Motion”, στο οποίο ο Ketil Vestrum Einarsen εντυπωσιάζει στα πνευστά. Το “Reptilian που ακολουθεί είναι το δεύτερο highlight και μάλλον το πιο ολοκληρωμένο κομμάτι του δίσκου, ειδικά στις στιγμές που τα πνευστά παιχνιδίζουν πάνω στον 70s ηχητικό τοίχο που χτίζει το mellotron (μια ακόμη απόδειξη για την ανάγκη της μαζικής επιστροφής  του εν λόγω οργάνου σε νέες παραγωγές). Η συνέχεια δίνεται με μία όμορφη συναισθηματική μπαλάντα με τίτλο “The Witness” και ο δίσκος κλείνει με το “The Skyes Give Meaning”, το οποίο αρχίζει με ένα feeling πρώιμων Porcupine Tree και κορυφώνεται σιγά-σιγά με post-rock λογική. Τέλος, η  παραγωγή είναι αρκετά καλή, χωρίς να αφαιρεί αλλά ούτε και να προσθέτει στο τελικό αποτέλεσμα.

Το “I” τελικά είναι ευκολοάκουστο για τα progressive δεδομένα, αλλά απαιτεί από τον ακροατή να μπει στο mood και την ατμόσφαιρα που δημιουργεί. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως οι Kaukasus κερδίζουν το στοίχημα της ροής και της ισορροπίας στο δίσκο παρόλο που μουσικά διανύουν την απόσταση που ενώνει τους King Crimson με τους Talk Talk. Λογικό όμως, αφού τα τελευταία χρόνια είναι σχεδόν δεδομένο. Κάθε νέα  progressive rock ή σχετική με το είδος κυκλοφορία προερχόμενη από τη Νορβηγία θα είναι από ενδιαφέρουσα ως αριστουργηματική. Οι Νορβηγοί εκτός του απαραίτητου έμφυτου ταλέντου, έχουν βρει τα κουμπιά αυτής της μουσικής, αλλά και τον τρόπο να την κάνουν να ακούγεται επίκαιρη. Οι Kaukasus αποτελούν και αυτοί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πρόκειται για μία μπάντα-project αποτελούμενη από έμπειρους μουσικούς, που καταφέρνει μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα ηχογραφήσεων να δημιουργήσει κάτι τόσο συμπαγές και εστιασμένο, χωρίς κανένα filler και με δύο κομματάρες. Αν αποφασίσουν να συνεχίσουν και αν δουλέψουν περισσότερο σαν κανονική μπάντα, μπορεί στην επόμενη δισκογραφική τους δουλειά να έχουμε μεγάλα θέματα.

 

8 / 10

Κώστας Μπάρμπας

Be the first to comment

Leave a Reply