[Self-Released, 2014]
Εισαγωγή: Γιάννης Βούλγαρης
04 / 04 / 2014
Δεν εξηγείται διαφορετικά, κάτι έχει το νερό στην Αμερικάνικη ήπειρο και ειδικότερα βορειότερα του 49ου παραλλήλου, για να βγαίνουν με τέτοια συχνότητα φανταστικά συγκροτήματα με προσωπικότητα, υπέροχα τραγούδια, καταπληκτικές δισκογραφίες και μικρή εμπορική επιτυχία. Ο Καναδάς (σε αυτόν αναφέρομαι) έχει ενδεικτικά να επιδείξει στο prog rock τους Rush και τους The Tea Party, στο thrash metal τους Annihilator και τους Anvil, στο death metal τους Gorguts και τους Cryptopsy και γενικότερα συγκροτήματα όπως οι Voivod, οι Strapping Young Lad, οι Protest the Hero, οι Anciients, οι Between The Buried and Me και πολλά άλλα, όλα μοναδικά και όλα διαφορετικά.
Σε αυτή τη συνομοταξία επιδιώκουν να εισχωρήσουν και οι Intervals με την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου με τίτλο “A Voice Within” και θα έλεγα ότι καταφέρνουν να έχουν και θέση και στην elite του καναδικού metal με την ποιότητα του δίσκου. Οι Intervals σχηματίστηκαν το 2011 από τον κιθαρίστα Aaron Marshall, ο οποίος έγραψε και όλη τη μουσική για το πρώτο τους EP, το “The Space Between”, ενώ λίγο μετά πήρε μαζί του τον Lukas Guyader (κιθάρα), τον Anup Sastry (drums) και τον Mike Semesky (μπάσο). Μέχρι το 2013 ήταν μια αμιγώς instrumental μπάντα μιας και δεν μπορούσαν να βρουν τραγουδιστή, όμως τότε πάρθηκε η απόφαση ο Semesky να εγκαταλείψει το μπάσο και να πιάσει το μικρόφωνο αλλάζοντας εντελώς το στυλ του συγκροτήματος.
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στα Sundown Studio από τον Jordan Valeriote, που παίζει και μπάσο στα μισά τραγούδια, ενώ στα υπόλοιπα παίζει ο κιθαρίστας Aaron Marshall, χωρίς βέβαια να ακούγεται κάποια διαφορά στο τελικό αποτέλεσμα. Στις αρχές Μαρτίου λοιπόν ο δίσκος συστήθηκε με εντυπωσιακό τρόπο σε όλους τους fans του progressive metal, χωρίς όμως να θέλω να σας προκαταβάλλω, πάρτε μια ιδέα για αυτόν από τις παρακάτω κριτικές.
[bandcamp width=550 height=120 album=2220909287 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
2 σε 1: και πιασάρικο και τεχνικό
Οι Intervals είναι ένα πολύ νέο γκρουπ από το Toronto του Καναδά, που στον τρίτο χρόνο ζωής του ξεκινάει να κάνει τα πρώτα του βήματα με την πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά. Είχαν προηγηθεί κάποια instrumental EP τα οποία είχαν κεντρίσει πολύ γρήγορα το ενδιαφέρον του προοδευτικό κοινού. Και ενώ περιμέναμε την πρώτη δισκογραφική δουλειά της μπάντας, βγαίνει ανακοίνωση ότι ο Mike Semesky, που είχε αναλάβει τα καθήκοντα του μπασίστα στις αρχές του 2013, γίνεται ο νέος lead τραγουδιστής των Intervals για το άλμπουμ που κυκλοφόρησε τελικά στις 4 Μαρτίου. Το πρώτο δείγμα ήταν το κομμάτι “Ephemeral” που ανοίγει και τον δίσκο. Το κομμάτι φαίνεται να είναι χτισμένο γύρω από τα εξαιρετικά φωνητικά του Semesky. Όχι ότι οι κιθάρες και τα ντραμς δεν είναι εξαιρετικά και στα γνώριμα τεχνικά μονοπάτια των Intervals (ειδικά το σόλο του κιθαρίστα Aaron Marshall σπέρνει), αλλά η πρόθεση να τονιστούν τα φωνητικά στο κομμάτι αυτό είναι εμφανής. Εδώ εμφανίστηκαν και οι πρώτες σκέψεις-αμφιβολίες για το αν θα υπάρξει κάποια ισορροπία ανάμεσα στα φωνητικά και στα instrumental σημεία. Οι αμφιβολίες όμως δεν κράτησαν για πολύ, γιατί η συνέχεια ήρθε με το εξαιρετικά groovy “Moment Marauder”. Πέρα από τις μελωδικές γραμμές που έχουν δημιουργήσει ο Semesky και ο Marshall και το αρκετά επιθετικό ύφος αρχικά, το μπάσο (που έχει αναλάβει επίσης ο Marshall) οδηγεί σε ένα εξαιρετικό τζαζ διάλειμμα που περιέχει ακόμα και σόλο πλήκτρα. Η κορύφωση του άλμπουμ έρχεται με το “The Self Surrendered” που έχει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το άλμπουμ. Heavy ξεσπάσματα από εκεί που δεν τα περιμένεις, μελωδικά, τραγουδιστά σημεία (κάτι που δεν είναι σύνηθες στις μπάντες του djent / progressive metal είδους), εξαιρετική μουσικότητα και ένα μεγαλοπρεπές αργόσυρτο outro που παραπέμπει και σε λίγο πιο post-rock ακούσματα. Η παραγωγή είναι η γνώριμη υπέρ-καθαρή / αποστειρωμένη παραγωγή που έχουν συνήθως οι κυκλοφορίες αυτού του είδους. Σίγουρα βοηθά στα πιο δυνατά σημεία των κομματιών, αλλά από την άλλη υπάρχουν και μέρη που ακούγονται λίγο μπουκωμένα. Εν τέλει, στο άλμπουμ υπάρχουν αρκετές εναλλαγές μεταξύ μελωδικών σημείων, τζαζ διαλειμμάτων, heavy δυναμικών ξεσπασμάτων και πάντα με την διάθεση για πειραματισμό. Στα 50 λεπτά που διαρκεί ο δίσκος θα κουράσει σε πολύ λίγες στιγμές και θα κρατήσει το ενδιαφέρον. Το ντεμπούτο των Intervals είναι ιδανικό και ειδικά για μια μπάντα που τόλμησε και πήρε την απόφαση να βάλει φωνητικά ενώ είχε ήδη φτιάξει ένα όνομα (όσο μικρό ή μεγάλο και αν ήταν αυτό) σαν instrumental σύνολο.
8.5 / 10 Λευτέρης Σταθάρας | Δίσκος χωρίς κενά (intervals) και αδυναμίες
Πρώτη φορά άκουσα για τους Intervals πριν από κανά δυο βδομάδες όταν μου λέει ένας φίλος που πίναμε μπύρα παρέα «Γιάννη, έβγαλαν έναν υπέροχο progressive metal δίσκο, άκουσέ τους.» Δεν έδωσα πολύ σημασία εκείνη τη στιγμή διότι το ντεκολτέ της σερβιτόρας δεν σου επέτρεπε να σκεφτείς. Λίγες μέρες μετά, ο αρχισυντάκτης του ProgRocks.gr με τη βαριά, αισθαντική φωνή του μου ζητάει δισκοκριτική και εγώ με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, από τις αναδυόμενες αναμνήσεις, ξεκινώ την ακρόαση του album. Στο πρώτο άκουσμα αυτό που παρατήρησα είναι ότι η μουσική τους θυμίζει αρκετά τους Canvas Solaris των τελευταίων δίσκων, με βασική διαφορά την ύπαρξη τραγουδιστή, πράγμα που βοηθά να ακουστούν και σε ευρύτερο κοινό. Οι φωνητικές γραμμές σου βγάζουν μια ευχάριστη διάθεση, αλλά ο τραγουδιστής δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ταιριάζει στα τραγούδια), σε αντίθεση με τους κιθαρίστες οι οποίοι είναι παιχταράδες και το δείχνουν σε κάθε κομμάτι, χωρίς όμως να κάνουν επίδειξη. Αντιθέτως, ο ντράμερ και ο μπασίστας ως επί το πλείστον παίζουν απλά και μόνο σε ορισμένες στιγμές ξεσαλώνουν δείχνοντας τις ικανότητές τους, κάτι που κατά την άποψή μου βοηθάει πολύ στο να μην ακούγονται τα κομμάτια υπερφορτωμένα και να έχουν πιο ευθύ χαρακτήρα. Ο δίσκος χωρίζεται σε δύο μέρη, περίπου ίσης διάρκειας και ίδιου στυλ, με το “Breathe” να είναι η ανάσα στη μέση του δίσκου που κλείνει την πρώτη τετράδα και ξεκουράζει τον ακροατή από τον καταιγισμό των riffs της δεύτερης. Σε κάθε μέρος υπάρχουν τραγούδια με κοινά χαρακτηριστικά όπως τα “Ephemeral” και “Siren Sound” με τα μελωδικά φωνητικά να θυμίζουν τα καθαρά των Into Eternity (κυρίως τον Chris Krall), πιασάρικο refrain, djent ρυθμικές κιθάρες, rhythm section στιβαρό χωρίς να κουράζει, μελωδικά lead και τεχνικά solo στην κιθάρα. Πάνω-κάτω αυτό θα μπορούσε να πει κανείς ότι ισχύει για όλα τα κομμάτια, όμως οι Intervals ξαφνιάζουν με τραγούδια όπως τα “Self Surrendered” και το ομώνυμο που έχουν μεγάλη διάρκεια, πλήκτρα, ανθεμικό refrain και ατμοσφαιρικό τελείωμα ή το “Moment Marauder” με το «κυκλικό» riff στην κιθάρα και jazz rhythm section που θυμίζει Atheist του “Elements” και όταν οι ταχύτητες ανεβαίνουν παραπέμπει σε τεχνικό death metal. Αυτό όμως που ξεχωρίζει, αυτό που θα έβαζα σε κάποιον που δεν έχει επαφή με το είδος να ακούσει για να τον κερδίσει, είναι το “Automaton” που εικάζω ότι θα είναι το hit του δίσκου, μιας και είναι αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα, χωρίς να είναι παράταιρο. Πρόκειται για κλασσικό μοντέρνο αμερικάνικο power metal τραγούδι up tempo που μου θυμίζει τους λατρεμένους μου Pharaoh! Επομένως, αν συγκαταλέγεσαι στους οπαδούς του progressive metal, στους Intervals που κρατούν ψηλά τη σημαία του Καναδικού metal με αυτή τους την κυκλοφορία, θα βρεις ένα ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ δίσκο, μοντέρνο, ευκολοάκουστο, ικανό να σου κρατήσει συντροφιά για αρκετό καιρό και να σου φτιάχνει τη διάθεση κάθε φορά που τον ακούς. Για εμένα θα πρέπει να συμβούν συνταρακτικά πράγματα το 2014, ώστε αυτός ο δίσκος να μη βρίσκεται στο TOP-10 των metal κυκλοφοριών της χρονιάς, όταν τον Απρίλιο είναι στο Νο 1.
9 / 10 Γιάννης Βούλγαρης |
Be the first to comment