[Paura Di Niente / Kommun 2, 2015]
Εισαγωγή: Δ. Αναστασιάδης & Π. Γραβουνιώτης
01 / 12 / 2015
Σουηδία, progressive, ντεμπούτο. Τρεις λέξεις που αν τις ενώσεις είναι συνώνυμα της εγγυημένης ποιότητας τα τελευταία χρόνια στο αγαπημένο μας μουσικό παρακλάδι. Αυτό που ξεκίνησε ως ανάγκη παιχνιδίσματος και πειραματισμού μεταξύ ανθρώπων από ετερόκλητα μουσικά περιβάλλοντα μεταμορφώθηκε σε συγκρότημα με συγκεκριμένο όραμα. Η ίδρυση των Hooffoot από τον μπασίστα Pär Hallgren το 2009 ήταν ίσως ένα πρόσχημα για να συνευρίσκεται με φίλους, να ανταλλάσσουν ιδέες και γνώσεις για underground progressive σχήματα των 70s και να τζαμάρουν σε ακατέργαστο υλικό. Κάτι τέτοιο είναι όμως το ελιξίριο για την δημιουργία γόνιμων ιδεών ιδιαίτερα στο πλαίσιο της πειραματικής μουσικής. Αυτό το ασταθές μείγμα με την πάροδο των χρόνων σταθεροποιήθηκε με την προσέλευση νέων μελών και πήρε την μορφή σεξτέτου με τον Mikael Ödesjö και τον Jocke Jönsson στις κιθάρες, τον Bengt Wahlgren και τον Ola Eriksson στα πλήκτρα και τον Jacob Hamilton στα τύμπανα (εκτός των όποιων, υπάρχουν guest στην τρομπέτα και το σαξόφωνο). Oι εμπλεκόμενοι έχουν προϋπηρεσία στους Sibirien, The Carpet Knights, Deathening, Sgt Sunshine, Agusa, Bland Bladen, Øresund Space Collective, Mantric Muse, και Derango. Μετά από αρκετές ατυχίες και αναποδιές, οι Hooffoot κατάφεραν να μπουν φέτος στο studio και να ηχογραφήσουν τον παρθενικό τους δίσκο.
[bandcamp width=600 height=120 album=3884739943 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Jazzy prog the Swedish way Αν ρίξει κάποιος μια ματιά στα σχήματα όπου συμμετείχαν (ή ακόμα συμμετέχουν) τα μέλη των Hooffoot, είναι αρκετά δύσκολο να καταλάβει προς ποια κατεύθυνση θα μπορούσαν να κινηθούν, και τελικά κάνει μεγάλη εντύπωση, πλην όμως θετική, ότι η δημιουργική τους βάση είναι το jazz-rock, ένα είδος με μεγάλη παράδοση και πλούσια παραγωγή στην σκανδιναβική χερσόνησο. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ότι ο κιθαρίστας τους Mikael Ödesjö κυκλοφόρησε φέτος με τους Agusa τον δεύτερο δίσκο τους ο οποίος αποτελείται από 2 μόνο συνθέσεις (κλικ), πάντως είναι σίγουρα πρωτοφανές ένας μουσικός να συμμετέχει την ίδια χρονιά σε δύο δίσκους διαφορετικών σχημάτων με δύο συνθέσεις. Ίδια συνταγή λοιπόν και στο ντεμπούτο των Hooffoot, όπου με το 18λεπτο “Last Flight Of The Ratite” μας βάζουν στο σύμπαν τους. Με την πολύτιμη συνεισφορά των guests Gustav Sörnmo στην τρομπέτα και Ida Hallgren στο σαξόφωνο, εδώ ακούμε εξαιρετικό jazz-prog που συνδυάζει μοναδικά το fusion των Miles Davis της περιόδου “In A Silent Way” – “On The Corner” και Herbie Hancock της περιόδου “Mwandishi” – “Sextant”, το prog των Wigwam και Soft Machine και την πάντα διακριτική βόρεια μελαγχολία. Μέσα σε ένα διονυσιακό και πύρινο jamming, υπάρχει ένας ωκεανός φρέσκων ιδεών που αναδεικνύονται από τον συνδυασμό πνευστών και κιθαριστικών φράσεων με τον ήχο των vintage πλήκτρων. Στο 16λεπτο “Take Five..Seven, Six, Eight, And Nine” που πιάνει ολόκληρη την δεύτερη πλευρά του δίσκου, ενώ η βάση παραμένει το jazz rock, υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία και πιο πολύπλοκη δομή συνολικά. Η smooth εισαγωγή δίνει την θέση της σε μια εξαιρετική μουσική φράση όπου συμμετέχουν όλοι οι μουσικοί, ενώ η σχεδόν kraut συνέχεια (με την πολύτιμη συμβολή του φλάουτου εδώ) εκπλήσσει ευχάριστα. Ακολουθεί άλλη μια αναπάντεχη heavy jazz αλλαγή με γρήγορο ρυθμό και διάσπαρτα King Crimson στοιχεία, μέχρι να έρθει το φινάλε με την αρχική μελωδία να επανέρχεται για να κλείσει εντυπωσιακά τον δίσκο. Θα έλεγε κανείς πως η πρώτη σύνθεση καλύπτει περισσότερο την πιο jazz πλευρά των Hooffoot, ενώ η δεύτερη τον πιο progressive χαρακτήρα τους. Αν και το δυνατό τους χαρτί φαίνεται εκ πρώτης ακροάσεως να είναι το τεχνικό και εκτελεστικό τους επίπεδο, θεωρώ πώς εκεί που πραγματικά ξεχωρίζουν είναι ο τρόπος που προσθέτουν τις επιρροές τους στο μουσικό τους όραμα και καταφέρνουν να ακούγονται τόσο vintage, όσο και φρέσκοι. Η παραγωγή είναι άψογη και αναδεικνύει τον ήχο τους σε όλο του το μεγαλείο, ενώ για το τέλος άφησα επίτηδες το rhythm section των Pär Hallgren και Jacob Hamilton, ένα από τα καλύτερα που έχω ακούσει σε σύγχρονη jazz/fusion μπάντα. Συνολικά πρόκειται για έναν αψεγάδιαστο δίσκο και ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα της τρέχουσας δεκαετίας. Θα έλεγε κανείς πως αν είχε κυκλοφορήσει στα 70s, θα μπορούσε με άνεση να σταθεί δίπλα σε fusion δίσκους-κολοσσούς που μνημονεύονται σήμερα ως κλασσικοί. Η συστατική επιστολή των Hooffoot μας άφησε με το στόμα ανοιχτό, και πλέον περιμένουμε με ανυπομονησία το επόμενο τους βήμα, γιατί σίγουρα ήρθαν για να μείνουν στο prog προσκήνιο.
9 / 10 Πάρης Γραβουνιώτης | The first transcendental flight of Hooffoot Το ομώνυμο instrumental ντεμπούτο των Hooffoot κυκλοφόρησε λοιπόν φέτος αποκλειστικά με την μορφή βινυλίου. Περιλαμβάνει μόνο δύο συνθέσεις, αλλά διαρκεί συνολικά σχεδόν 35 λεπτά. Η περιήγηση στο επίσημο site τους και η έμφαση που δίνουν στην επιστροφή στις ρίζες (όπου ρίζες βλέπε το progressive rock/fusion της κοσμογονικής δεκαετίας του ‘70) αλλά και η αποστροφή που διαφαίνεται να έχουν για τα σύγχρονα rock συγκροτήματα που δεν ανανεώνουν τον ήχο τους γέννησε μέσα μου ανησυχίες για ελιτισμό και ξιπασιά και για ενδεχόμενο a priori εγκλωβισμό σε μια συγκεκριμένη μουσική φόρμα που ανεξάρτητα από το απύθμενο μεγαλείο της, η ιδιαίτερη αντιληπτική ικανότητα και το ευέλικτο μουσικό ένστικτο που απαιτεί ενέχει κινδύνους για τον επίδοξο μιμητή της. Αλλά εδώ έγκειται η σπουδαιότητα των Hooffoot. Όχι μόνο δεν μιμούνται τυφλά τους πρωτοπόρους αλλά διυλίζουν τις επιρροές τους και αναβιώνουν τα στοιχειωμένα πια vibes της prog rock/fusion της δεκαετίας του ‘70. Με εμφατικό τρόπο και εγγυητή την συγκλονιστική αναλογική ηχογράφηση που σου μεταφέρει ένα live feeling απαραίτητο για το μουσικό αφήγημα των Hoofoot. Το ‘’Last Flight of the Ratite’’ που ανοίγει τον δίσκο είναι ένα 18λεπτο έπος που αναδεικνύει την εικονοπλαστική δύναμη του συγκροτήματος. Εικόνες και διαθέσεις εναλλάσσονται ταχύτατα και ξεγλιστρούν πριν προλάβεις να τις αφομοιώσεις. Το δυναμικό ηλεκτρικό ξεκίνημα του τραγουδιού με τις ταυτοφωνίες στην κιθάρα δίνει την θέση του σε υπέροχες νωχελικές φράσεις της τρομπέτας θυμίζοντας την ηλεκτρική περίοδο του Miles Davis για να καταλήξει σε έναν αισθαντικό αυτοσχεδιασμό του Ödesjö που προετοιμάζει ένα ανατολίτικο (με άρωμα Μαγκρέμπ) ξέσπασμα. Και κάπου εκεί η ένταση καταλαγιάζει, το κύμα ξεφουσκώνει, οι καπνοί ξεθωριάζουν για να αποκαλυφθεί η ιδιοφυΐα του Pär Hallgren. Η πολυσυλλεκτικότητά του είναι μνημειώδης, σε κάθε στροφή ύφους εκείνος δίνει τον τόνο, αλλάζει μορφή και αντίληψη, βρίσκεται παντού μέσα στις συνθέσεις, ακολουθεί και ηγείται ταυτόχρονα, έχοντας υπαινικτική παρουσία και πειραματική διάθεση όπου χρειάζεται, όπως στον πανέμορφο αφαιρετικό αυτοσχεδιασμό με παραμόρφωση λίγο πριν το τέλος του “Last Flight…”. Το “Take Five..Seven, Six, Eight, and Nine” ακολουθεί με ανάλογη δομή, εναλλαγή μεταξύ heavy ηλεκτρικών θεμάτων που κτίζονται αργά και μελαγχολικών μελωδιών που συνοδεύονται από ονειρικά ψελλίσματα της τρομπέτας και του σαξοφώνου. Ένα ατελείωτο μωσαϊκό επιρροών στολίζει το άλμπουμ, από τον Miles, τον Frank Zappa ως τους Soft Machine, Il Balletto Di Bronzo (ο δίσκος τους “Ys” μνημονεύεται στο site τους για την κοσμογονική επίδραση που είχε στον Pär Hallgren), γενικότερα το ιταλικό 70s prog και τολμώ να πω ακόμα και μουσικών της Jazz όπως ο τεράστιος Ornette Coleman (κυρίως στην προσέγγιση του ήχου). Κοινή συνισταμένη; Η προσπάθεια συγκερασμού του heavy δυναμικού τόνου με τον retro jazz rock/prog ήχο. Το μυστικό των Hooffoot; Η αγάπη τους για τον ήχο των 70s τους ώθησε στον ενστερνισμό της φιλοσοφίας των προπατόρων τους και όχι στο ανελέητο κοπιάρισμα της μουσικής τους. Για αυτό στην ακρόαση του δίσκου έχεις την αίσθηση ότι οι συνθέσεις είναι φρέσκιες, ανανεωτικές, ολοζώντανες και όχι δυσκίνητες και «απαρχαιωμένες». Εν κατακλείδι το πρώτο album των Hooffoot είναι ένα ανέλπιστο αριστούργημα που ενδείκνυται σε οποιονδήποτε αγαπάει την εμπνευσμένη μουσική. Ίσως ο δίσκος της χρονιάς.
9.5 / 10 Δημήτρης Αναστασιάδης |
Be the first to comment