[Steel Gallery Records, 2014]
Εισαγωγή: Χρήστος Μήνος
15 / 12 / 2014
Δίχως αμφιβολία η σημερινή ελληνική σκηνή βρίσκεται σε αξιοζήλευτο επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας κοσμογονίας νέων συγκροτημάτων που εμφανίζονται με ασύλληπτους ρυθμούς. Σχεδόν μηνιαίως κυκλοφορούν δίσκοι Ελλήνων μουσικών από όλο το φάσμα του metal ή rock, οι οποίοι πολλές φορές λαμβάνουν καθολική αναγνώριση από το μουσικό τύπο και κοινό. Θετική εξέλιξη για μια χώρα που η metal σκηνή, παρά τα πολλά χρόνια ύπαρξής της, δυσκολευόταν να αποκτήσει την απαιτούμενη αίγλη και στηριζόταν στη αρωγή μιας μικρής ομάδας ακροατών. Με εξαίρεση κάποιες μεγάλες μπάντες του λεγόμενου ακραίου metal, οι οποίες γνώρισαν τη καταξίωση εκτός συνόρων, η πλειοψηφία των ημεδαπών μπαντών αγκομαχούσε να ξεφύγει απο την ανυποληψία και το συνακόλουθο απομονωτισμό. Ακόμα και το ελληνικό ακροατήριο παρουσιαζόταν δύσπιστο απέναντι στη σκηνή της χώρας του. Οι κορώνες που εκτοξεύονταν από περιοδικά και «οπαδούς» υπέρ της ελληνικής σκηνής συνέβαλαν ελάχιστα στην άνοδο της.
Όταν οι Fortress Under Siege εξέδιδαν το πρώτο τους ομώνυμο ΕP (κλικ) το μακρινό 1996 οι επικρατούσες συνθήκες για το εγχώριο metal δεν τους ευνοούσαν. Τα περιθώρια προβολής της δουλείας τους ήταν ελάχιστα, αν και το στυλ μουσικής -power prog metal- γνώριζε μεγάλη απήχηση την εποχή εκείνη, ο δίσκος είχε μηδαμινή προώθηση.
Σήμερα, ο δίσκος αυτός θεωρείται cult όπως και το “Oblivion Seas” των συμπατριωτών τους Guardian Angel, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά. Οι σκαπανείς του ελληνικού 90s prog-power μόνο εύκολο έργο δεν είχαν άλλωστε. O πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος των Fortress… έπρεπε να περιμένει αρκετά χρόνια, κυκλοφορώντας μόλις τo 2011 σε μια εποχή που το ελληνικό metal έχει αποκτήσει άλλη υπόσταση. Φέτος, το καινούργιο τους album, με τίτλο “Phoenix Rising” δίνει την ευκαιρία στους βετεράνους πλέον Fortress Under Siege να απευθυνθούν σε μεγαλύτερο ακροατήριο.
Αναζητώντας το κάτι παραπάνω Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους ολοκληρωμένου δίσκου “Τhe Mortal Flesh Of Love”, το οποίο ήταν το επιστέγασμα μιας μακράς και ακανθώδους πορείας, οι Fortress under Siege επανέρχονται με ένα καινούργιο πόνημα, το “Phoenix Rising”. Τη θέση του τραγουδιστή καταλαμβάνει για πρώτη φορά ο Αλέξης Μπαλακάκης μια γνωστή φυσιογνωμία του ελληνικού metal, πρώην μέλος των Spitfire, ο οποίος αντικαθιστά τον Μιχάλη Σμέρο, ιδρυτικό μέλος της μπάντας. Η πρώτη εντύπωση από την ακρόαση του δίσκου είναι πως κινείται σε παραδοσιακά μοτίβα που εγγράφονται στο 90s metal. Οι Fates Warning, οι Conception, οι ‘rÿche θέτουν τις κατευθυντήριες γραμμές στη μουσική των Fortress under Siege: τεχνικό power metal που αρκετές φορές καταλήγει σε προγκ στιγμές διαποτισμένο απο τη νοσταλγία της χρυσής εποχής του αμερικάνικου power-prog. Δεν λείπουν αναφορές από το σύγχρονο metal, χωρίς όμως να κατέχουν πρωτεύοντα ρόλο. Οι Fortress παραμένουν αταλάντευτα προσηλωμένοι στον ήχο που αγάπησαν απο τις πρώτες τους μέρες ως μπάντα. Τα τραγούδια διαθέτουν δυναμισμό και αρκετές μελωδίες με αξιόλογα σόλο και riffs, δείγμα της καλής κιθαριστικής δουλειάς που συνεπικουρείται από τα πλήκτρα. Από αυτά που ξεχώρισα είναι το “Ηate What We Like”, το οποίο είναι μάλλον το αγαπημένο μου. Το “A Martyr’s Death” που είναι πιθανώς το πιο prog κομμάτι. Το “Eyes Of The Snake” το οποίο μου θύμισε Warlord και το μελαγχολικό “Whisper In The Dark” είναι επίσης όμορφα κομμάτια, χωρίς τα υπόλοιπα να υπολείπονται σημαντικά σε ποιότητα.Για το μοναδικό που θα εξέφραζα τη ένστασή μου είναι τα φωνητικά, τα οποία δεν έχουν το απαιτούμενο εύρος για να απογειώσουν τις συνθέσεις. Η φωνή του Μπαχαλάκη είναι αναμφίβολα καλή, μόνο που σε αυτό το είδος χρειάζεται κάτι παραπάνω για να μετατρέψει τις καλές (αλλά κάπως συνηθισμένες) συνθέσεις σε κάτι πραγματικά αξιομνημόνευτο. Οι Fortress Under Siege συνιστούν μια κλασική μπάντα στο χώρο του power-prog metal της Ελλάδας με σταθερά υψηλή στάθμη στη μουσική τους. Το υλικό τους όπως και ο φετινός δίσκος, χωρίς να είναι κάτι το εξωφρενικά σπουδαίο, απευθύνεται σε όσους αγαπούν αυτή τη μουσική και ίσως διακατέχονται από τη νοσταλγία των πρώιμου power-prog ήχου. Στους Fortress Under Siege είναι βέβαιο πως πολλοί ακροατές θα ανακαλύψουν αρκετά πολύ ενδιαφέροντα πράγματα.
7.5 / 10 Χρήστος Μήνος | Η ελληνική σκηνή στα καλύτερά της Είναι αλήθεια πως η ελληνική προοδευτική σκηνή ανέκαθεν αποτελούταν από ποιοτικές μπάντες, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει παρουσιάσει μια άνοδο σχετικά με την πυκνότητα των ποιοτικών σχημάτων. Οι Αθηναίοι Fortress Under Siege στο νέο τους πόνημα “Phoenix Rising” φιλοδοξούν να δώσουν μια συνέχεια στην ανοδική πορεία του προοδευτικού μεταλλικού στερεώματος. Στις δέκα συνθέσεις του δίσκου συναντάμε μια ενδιαφέρουσα ποικιλία, από το προοδευτικό metal, το προοδευτικό και το σκληρό rock. Σε αυτό συνεισφέρει η ιδιαίτερη φωνή του Αλέξη Μπαλακάκη, η οποία ενώ έχει σαφείς hard rock καταβολές, όποτε χρειάζεται είναι προοδευτική, επική, υμνητική και όποτε χρειάζεται την εκτραχύνει, χωρίς όμως να χάνει τη μελωδικότητα της. Για να δούμε όμως πώς δομείται το μουσικό πολύπτυχό τους στο συμπαγή δίσκο. Η αρχή γίνεται με το δυναμικό και πολύ πιασάρικο “Don’t Let Go”. Μία ιδανική σύνθεση για εισαγωγικό κομμάτι, γιατί καταφέρνει τόσο η μελωδία του όσο και το κουπλέ του να σε ενθουσιάσουν και να σε κερδίσουν. Τα πλήκτρα δίνουν αέρα στο τραγούδι και είναι έντονη η μυρωδιά του hard rock, αλλά και του progressive rock. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια τα πλήκτρα είναι ένας από τους θεμέλιους λίθους του οικοδομήματος των Fortress Under Siege. Η συνέχεια δίνεται με το πιο αργό και πιο ατμοσφαιρικό “Phoenix Rising” και θα μπορούσα να πω πως οι φίλοι των Spock’s Beard ίσως ακούσουν γνώριμες μελωδίες στα πλήκτρα. Οι Fortress Under Siege ανεβάζουν ταχύτητα στο “Hate What We Like” με τα φωνητικά να δίνουν έναν ελαφρώς πιο επιθετικό τόνο, ενώ ως σωστό προοδευτικό τραγούδι έχει τις μεταβάσεις του και τα απαραίτητα θέματα στα πλήκτρα. Σχετικά με τις προοδευτικές μεταλλικές επιρροές τους, λοιπόν, η ατμόσφαιρα (ελέω των πλήκτρων) στα”Universal Conspiracy” και “Eagles Fly Forever” θυμίζουν Psychotic Waltz. Ειδικά στο δεύτερο, ο Αλέξης -σαν άλλος Buddy Lackey/Devon Graves- μας προκαλεί νοσταλγία με την απόδοση στα φωνητικά. Ειδική μνεία θα ήθελα να κάνω στις ανατολίτικες κλίμακες που ακούμε για κάποια δευτερόλεπτα στο “Hate What We Like”, κλίμακες τις οποίες συναντάμε και αργότερα στο δίσκο. Το ενδιαφέρον του ακροατή κρατιέται αμείωτο και οι συνθέσεις κρίνονται ως ποιοτικότατες με εξαίρεση το έκτο κομμάτι το “Final Attempt”. Τα αυτιά μας πολιορκούνται, με το καλπάζον και επικό “A Martyr’s Death” και το πολύ όμορφο break του στο τέταρτο λεπτό με τις ακουστικές κιθάρες, το prog rock solo του και την τελική ομοβροντία πλήκτρων και riffs, ενώ από την άλλη πέφτουν οι ρυθμοί με τη μπαλάντα “Whisper In The Dark” με το ροκάδικο μερακλίδικο κιθαριστικό solo στη μέση του τραγουδιού. Για το τέλος μας επιφύλαξαν τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου κατ’εμέ, τα “Eyes Of The Snake”, “Blue Valley Shadow”. Εξαίρω το πρώτο για τα υμνητικά πλήκτρα τα οποία θα κοσμούσαν με μεγάλη επιτυχία και poser κομμάτια και τη φωνή που ταιριάζει απόλυτα, θα τονίσω εκ νέου τις ανατολίτικες κλίμακες που δεσπόζουν αλλά και την επιτάχυνση στις κιθάρες και στο rhythm section αφότου καταλαγιάσει το μοτίβο των πλήκτρων. Το “Blue Valley Shadow” είναι το πιο «παιχνιδιάρικο» κομμάτι του δίσκου κυρίως λόγω των riffs και της σκαλωτικής μελωδίας ενώ η φωνή είναι πιο hard rock από ποτέ. Τραγούδι που σε ανεβάζει και κλείνει με επιτυχία το δίσκο. Συνοψίζοντας, μιλάμε για έναν πολύ καλό δίσκο με μοναδικό μελανό σημείο την παραγωγή η οποία σε σημεία θάβει το rhythm section και κυρίως το μπάσο. Αυτό αδικεί τον Γιώργο Κριθάρη, γιατί παίζει ωραία θέματα και δεν ακολουθεί μόνο το ρυθμό των κιθάρων όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των metal συγκροτημάτων. Παρόλα αυτά το “Phoenix Rising” είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες δουλειές που έχω ακούσει τα τελευταία 5 χρόνια στη χώρα μας και τους βγάζω το καπέλο, πιστεύοντας πως ο φοίνικας που αναγεννάται θα τους δώσει την αναγνώριση που τους αξίζει και εκτός των ορίων της χώρας μας.
8.5 / 10 Μελέτης Δουλγκέρογλου |
Be the first to comment