[Svart Records, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
27 / 06 / 2014
Ρίχνοντας μια γενική ματιά στο χώρο της progressive μουσικής παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια, που έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο, ένα στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι ότι ο αριθμός των πρωτοεμφανιζόμενων σχημάτων από την πάλαι ποτέ κραταιά στο χώρο Γηραιά Αλβιώνα είναι αναλογικά μικρός. ΟΚ, η ιστορία δεν είναι αναγκαίο να γράφεται με παρελθοντικούς όρους, σύμφωνοι. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι ο συγκεκριμένος ήχος ήταν αμιγώς βρετανικό προϊόν, όχι ως ιστορική σύμπτωση, αλλά φέροντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα της παράδοσης της Μ. Βρετανίας στη blues, rock ‘n’ roll ή (σπανιότερα) jazz βάση.
Σήμερα βγαίνουν εξαιρετικές μπάντες από το «νησί»: Haken, TesseracT και Headspace βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, αλλά -κακά τα ψέματα- δεν έχουν μεγάλη σχέση με τη βρετανική prog rock παράδοση, όπως και οι (αγαπημένοι) neo-proggers Frost*, που είναι επίσης ηχητικά σύγχρονη μπάντα. Ωστόσο, υπάρχουν φυσικά και οι εξαιρέσεις: οι Diagonal, oι Wolf People και οι Purson δε θα υπήρχαν αν δεν υπήρχε το ένδοξο 70s βρετανικό psych / prog / folk και η καταγωγή τους μάλλον παίζει καταλυτικό ρόλο στο πόσο καλά κάνουν αυτό που κάνουν. Σε αυτές τις μπάντες έρχονται να προστεθούν και οι πρωτοεμφανιζόμενοι Λονδρέζοι Messenger, που βέβαια κάθε άλλο παρά άπειροι είναι. Ο Khaled Lowe (κιθάρα / φωνή) ήταν μέλος της deathcore μπάντας Raise The Dead, ο Barnaby Maddick (μπάσο / φωνή, πλέον κιθάρα / φωνή) ήταν session στους Purson και ο Jaime Gomez Arellano (ντραμς) έχει παίξει με μπάντες όπως Ulver, Guapo και Hexvessel, όντας παράλληλα ένας καταξιωμένος ηχολήπτης και παραγωγός (ενδεικτικά ορισμένες συνεργασίες του: Sunn o))), Ulver, Altar of Plagues, Hexvessel, Cathedral, Electric Wizard, Angel Witch, Ghost, Primordial, Guapo). Mετά τις ηχογραφήσεις του ντεμπούτου, το σχήμα ολοκληρώθηκε με την προσθήκη των Dan Knight (κιθάρα, πλήκτρα) και James Leach (μπάσο, πρώην Sikth). Με αφορμή τη σχέση των Lowe και Arellano με το metal, ο Γιώργος Φλωράκης είχε γράψει ένα άρθρο στη στήλη του Marmalade για τους Messenger, τις νόρμες των μουσικών ρευμάτων, την υπόγεια κουλτούρα ως οπαδικό στοιχείο και άλλα εξόχως ενδιαφέροντα (κλικ).
Μετά από μόλις δύο χρόνια ζωής από την άνοιξη του 2012 όταν σχηματίστηκαν οι Messenger, κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους με τίτλο “Illusory Blues”. Η μπάντα περιγράφει τη μουσική της ως: “a cosmic ode to the forces of nature and the inevitable cycle of life”. Η αλήθεια πίσω από τις νότες και τους στίχους των Messenger νομίζω πως είναι (παραδόξως ίσως) σχετικά απλή, αλλά αυτό ίσως κάνει την επιλογή των κατάλληλων λέξεων λίγο πιο δύσκολη.
Messenger of great news Είναι ηλίου φαεινότερον πως εν έτει 2014 έχουμε την αίσθηση ότι έχουν παιχτεί τα πάντα και δύσκολα να ξαναϋπάρξει κάτι εντελώς ριζοσπαστικό και πρωτοποριακό. Αυτό που αναζητούμε πλέον είναι να βγαίνει καλή και εμπνευσμένη μουσική με άποψη, κυρίως από νεοσύστατα συγκροτήματα. Επομένως, ιδιαίτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός να κυκλοφορεί ένας από τους καλύτερους φετινούς δίσκους του είδους από μια μπάντα όπως οι Messenger, με τα μέλη που την απαρτίζουν να μην έχουν την παραμικρή σχέση με το prog rock (ο drummer Jaime Gomez Arellano έβγαζε το ψωμί του σε death / black metal μπάντες, ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Khaled Lowe ήταν μέλος των death metallers Raise The Dead, ενώ ο μπασίστας Barnaby Maddick συμμετείχε στο περσινό πολύ καλό “The Circle And The Blue Door” των Purson). Το γεγονός βέβαια ότι είναι Βρετανοί στην καταγωγή λύνει πολλά μυστήρια. Aν θέλουμε να δώσουμε αρχικά μια ταυτότητα στο ντεμπούτο τους, θα λέγαμε ότι κινείται στον χώρο του psych / prog με πολλά folk στοιχεία, 70s ατμόσφαιρα και σύγχρονα φωνητικά, στα πρότυπα των Radiohead. Αυτό το τελευταίο προσωπικά δεν είναι και το καλύτερο μου, αλλά παραδόξως όταν αναμιγνύεται το συγκεκριμένο στυλ φωνητικών με την μουσική κληρονομιά των Beatles και Pink Floyd, αλλά και με τις ενορχηστρώσεις των εξαιρετικών folk rockers Midlake, το αποτέλεσμα με εξιτάρει. Αυτό που σίγουρα είναι στα πολύ θετικά είναι ότι δε μένουν πιστοί υφολογικά σε ένα στυλ, αλλά παίζουν με τις ατμόσφαιρες και τις επιρροές τους και πάντα βγαίνουν νικητές. Το εναρκτήριο “The Return” σε βάζει κατευθείαν στην μελαγχολική ατμόσφαιρα του δίσκου, με τις ακουστικές κιθάρες και το φλάουτο να μας φέρνουν στο νου τις πιο ήπιες και γλυκές στιγμές των Camel και Genesis. Στο πανέμορφο “Piscean Tide” το δίπολο κιθάρας / βιολιού σε συνδυασμό με τα υπέροχα διπλά φωνητικά των Lowe / Maddick συνθέτουν το πιο folk κομμάτι του δίσκου. Συνέχεια με τα “Dear Departure” και “The Perpetual Glow Of A Setting Sun”, τα οποία μπορεί να μην είναι τα πλέον αγαπημένα μου από τον δίσκο, παρ΄ όλα αυτά η έντονη συναισθηματικότητα και τα πολύ ταιριαστά ξεσπάσματα προς το τέλος τους τα καθιστούν ιδανικά ως προς την ροή του δίσκου. Το “Midnight” μετά από πάμπολλες ακροάσεις είναι σίγουρα η αγαπημένη μου σύνθεση, ένα εννιάλεπτο έπος με ακουστική εισαγωγή και κλείσιμο και δυο εκπληκτικές αλλαγές με εξαιρετικά riffs και το rhythm section να δίνει ρέστα, κάτι που εκδηλώνει και το metal παρελθόν των μελών της μπάντας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το “Somniloquist” που ακολουθεί είναι τρόπον τινά το hit του δίσκου, ένα εξαιρετικό κομμάτι με φανταστική δουλειά στα φωνητικά και ένα guitar solo που θα ζήλευαν και οι πλέον καταξιωμένοι κιθαρίστες. Για κλείσιμο, οι Messenger κράτησαν το περίεργο και ιδιαίτερο “Let The Light In”, με την διονυσιακή space / folk, σχεδόν kraut αύρα του να σε συνεπαίρνει. Το πιο σημαντικό για τους Messenger είναι ότι έγραψαν κομμάτια που ενώ η βασική τους ύλη είναι vintage, ακούγονται εντελώς σύγχρονα και -το σημαντικότερο- έχουν τη στόφα του κλασικού. Όταν μια μπάντα το καταφέρνει αυτό από το ντεμπούτο της και έχει δουλέψει με μεράκι και το κομμάτι της παραγωγής, τότε φαίνεται ότι θα μας απασχολήσει για πολλά χρόνια ακόμα.
8.5 / 10 Πάρης Γραβουνιώτης | Κάμπτοντας τις αντιστάσεις Η αναβίωση του προοδευτικού ήχου τα τελευταία χρόνια μας έχει προσφέρει πολλές απολαυστικές ώρες ακρόασης υπέροχων νέων άλμπουμ. Δεδομένης της ποικιλίας των υποειδών της αγαπημένης μας μουσικής, αυτομάτως (και δικαιολογημένα) πολλαπλασιάζονται οι διαφορετικοί λόγοι που κάνουν αυτούς τους δίσκους ξεχωριστούς. Ωστόσο, ανεξάρτητα των εκφραστικών αποστάσεων, υπάρχουν κάποια στοιχεία που αποτελούν κριτήρια επιτυχίας, λειτουργώντας ως συνθήκες πειθούς και αρκετά από αυτά είναι ανεξάρτητα από είδη και υποείδη. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι η απλότητα και η ειλικρίνεια, που εντυπωσιάζουν από την αρχή μέχρι το τέλος στο “Illusory Blues” και εκτιμώνται δεόντως, όταν σε κάθε ακρόαση γίνεται ξανά και ξανά η διαπίστωση της γενικής σπανιότητάς τους. Η επιτυχία διασφαλίζεται από τις πρώτες μελωδικές νότες του εκπληκτικού “The Return” που αυτομάτως δίνουν την εντύπωση του κλασικού, χωρίς να παραπέμπουν άμεσα σε τίποτα, πέραν μιας γενικής εντύπωσης ήχου ’69-’74. Οι ακουστικές και οι ηλεκτρικές κιθάρες εναλλάσσονται άψογα, με τα πλήκτρα να ντύνουν τα σκληρά σημεία και το φλάουτο να προσδίδει λυρικότητα (το λεπτό 2:34 – 3:34 αποτελεί ένα τέλειο επιχείρημα γιατί αξίζει κανείς να ακούει progressive rock). Η ισχύς της βρετανικότατης αφηγηματικότητας της μουσικής των Messenger (στοιχείο που είχαν τελειοποιήσει οι Genesis στα 70s) εντυπωσιάζει εξίσου σε όλα τα κομμάτια, μηδενός εξαιρουμένου, κυρίως χάρη σε αυτή την ιδιοφυή μεταβολή της ισορροπίας μεταξύ των στοιχείων psych, prog και folk (τα οποία συνυπάρχουν παντού), σε συνδυασμό με κάποια σύγχρονα, κυρίως δομικά, στοιχεία σε ορισμένα κομμάτια. Στο υπέροχο ακουστικό “Piscean Tide” για παράδειγμα, το folk στοιχείο υπερτερεί, με την παρουσία του βιολιού να προσδίδει μία εντυπωσιακότατα ταιριαστή, εξωβρετανική (Americana) ρομαντική δραματικότητα, αναδεικνύοντας τους στίχους του κομματιού. Στο αργόσυρτο “Dear Departure”, το οποίο ακολουθεί, φαίνονται για πρώτη φορά σύγχρονα μουσικά στοιχεία, με το χτίσιμο πριν και μετά το πρώτο «άδειασμα» του κομματιού (2:50 – 3:54, υπέροχο πειραματικό psych εδώ) να ακολουθεί ένα post-rock πρότυπο, κατά το οποίο η επανάληψη των μελωδιών λειτουργεί άκρως ατμοσφαιρικά επί της ψυχεδελικής οδού. Το επίσης ατμοσφαιρικό “The Perpetual Glow Of A Setting Sun” αποτελεί άλλη μία επίδειξη ιδιοφυούς απλότητας, με την ανατολίζουσα βασική μελωδία να ντύνεται με (ελάχιστο αλλά σημαντικότατο) πιάνο και καθώς το κομμάτι κλιμακώνεται σε ένα ελεγχόμενο ψυχεδελικό ντελίριο, το βιολί και τα πλήκτρα περιβάλλουν ιδανικά την κιθάρα, ενώ η ανάπτυξη του Arellano στα ντραμς μπαίνει μπροστά για μοναδική φορά στο album. Το “Midnight” είναι το πιο κοντινό κομμάτι σε αυτό που ονομάζεται prog epic και μετά τα εννέα λεπτά διάρκειας και τις επτά κύριες εναλλαγές του, οι όποιες αντιστάσεις υπήρχαν κάμπτονται οριστικά. Χωρίς την ύπαρξη σόλο, η μπάντα παρουσιάζει το πιο πλουραλιστικό της πρόσωπο τεχνικά και εκφραστικά, με την πληρέστατη ενορχήστρωση να εντυπωσιάζει, την επιθετικότητα να παντρεύεται με το groove και το συνθετικό επίπεδο να κορυφώνεται σε μία επίδειξη υψηλής πυκνότητας αριστουργηματικών ιδεών. Η επιεικώς καταπληκτική παραγωγή του Arellano στο album εδώ παίζει μεγάλο ρόλο στο πόσο συμπαγές ακούγεται το αποτέλεσμα. Το στοίχημα με το prog ακροατήριο κερδήθηκε πανηγυρικά. Το “Somniloquist” αποτελεί το πρώτο single από το album και η επιλογή δεν είναι καθόλου (μα καθόλου) τυχαία. Πρόκειται δίχως αμφιβολία για το πιο πιασάρικο κομμάτι του δίσκου και παραδόξως δεν είναι παράλογο να θεωρηθεί και ως το καλύτερο (μαζί με το “Midnight” κατ’ εμέ). Η απλούστατη μελωδία είναι «πανάκριβη», το ίδιο οι υπέροχοι στίχοι και οι πανέμορφες φωνητικές γραμμές, με αποκορύφωμα το συγκλονιστικό κιθαριστικό σόλο του Lowe, το μοναδικό στο album, στο οποίο συνοψίζεται σε 46 δευτερόλεπτα η ομορφιά του αγγλικού psych-prog rock. Ο δίσκος κλείνει με το “Let The Light In”, το οποίο είναι με διαφορά το πιο βουκολικό, πειραματικό και απλωμένο κομμάτι στο “Illusory Blues”, ένα psych folk τραγούδι, ιδανικό για κλείσιμο και ίσως η πιο αδύναμη στιγμή στο album (αν το ακούσει κανείς θα διαπιστώσει ότι αυτό το τελευταίο λειτουργεί και ως αστείο). Το ντεμπούτο των Messenger ανήκει στις κορυφαίες κυκλοφορίες του 2014 πριν καν συμπληρωθεί το πρώτο μισό του έτους. Το δυσθεώρητα υψηλό συνθετικό επίπεδο, η εκφραστική ευθύτητα, η παντελής απουσία άγχους και η «εκνευριστική» ευκολία με την οποία επιτυγχάνεται η συναισθηματική ταύτιση δημιουργών και ακροατών σπάνια συναντώνται στις μέρες μας. Το “Illusory Blues” δεν είναι ρετρό, αλλά αποτελεί άμεση συνέχεια της psych / prog / folk ιστορίας σχεδόν μισού αιώνα στην Αγγλία. Τα προγονικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται αυτούσια, ομοίως με σύγχρονους μουσικούς «ομοϊδεάτες» των Messenger στις ΗΠΑ, τη Λατινική Αμερική, τη Σκανδιναβία και σχεδόν όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Λατρεμένη συμπλησιομορφία.
9.5 / 10 Δημήτρης Καλτσάς |
Be the first to comment