[Self-Released, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
11 / 07 / 2014
Η σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική και πιο συγκεκριμένα αυτό που έγινε γνωστό ως progressive electronic γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μέσα στην ψυχεδελική επανάσταση που νομιμοποίησε εμφατικά την πρακτική του πειραματισμού στη μουσική. Έτσι, με σκοπό την έκφραση μέσα από τη δημιουργία και υπό την επιρροή των ρευμάτων avant-garde, μεταμοντερνισμού και μινιμαλισμού, προέκυψε ιστορικά το πρώτο προοδευτικό παρακλάδι (ως επί το πλείστον) εκτός του rock θώκου. Το σημαντικότερο και πιο εντυπωσιακό όλων δε, είναι ότι αυτό το ρεύμα ξεκίνησε από τη Γερμανία και την krautrock σκηνή. Ο Klaus Schulze, oι Tangerine Dream (και ο Edgar Froese στην προσωπική του καριέρα), οι Kraftwerk, oι πρώιμοι Popol Vuh, οι Harmonia, οι Cluster και λίγο αργότερα οι Ashra ξεχώρισαν και υπήρξαν επιδρασικότατοι στα χρόνια που ακολούθησαν εντός και φυσικά εκτός Γερμανίας, συμβάλλοντας (μερικώς ή καθ’ ολοκληρία) στη δημιουργία μουσικών ρευμάτων όπως η ambient, η new-age, η world music, η techno και η trance αργότερα.
Ενώ τα παραπάνω συνέβαιναν στη Γερμανία, λίγα χρόνια μετά, στη Γαλλία των μουσικών με ορμέμφυτη ροπή προς τον πειραματισμό, εμφανίστηκαν συγκροτήματα και καλλιτέχνες όπως οι: Heldon, Zanov, Lard Free, Jean-Michel Jarre (στα “Oxygene” και “Equinox”), Philippe Besombes, Didier Bocquet κ.ά. Ενώ ο Brian Eno (μέγας λάτρης του progressive electronic των Γερμανών) αποτέλεσε τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της Αγγλίας και ο (επίσης Άγγλος) Steve Roach πρωταγωνίστησε μαζί με τον Harold Budd στην ηλεκτρονική σκηνή της California, το μόνο βέβαιο στην όλη ιστορία είναι ότι ο συγκεκριμένος ήχος έφθινε με το χρόνο. Για την ακρίβεια, η τεχνολογία προχώρησε και δεδομένου ότι η συγκεκριμένη μουσική βασίζεται σε αυτήν, ο ηλεκτρονικός πειραματισμός βρήκε με τα χρόνια πολλές διαφορετικές εκφραστικές διόδους, χωρίς να σχετίζεται κατ’ ανάγκη φυσικά με την ψυχεδέλεια. Φυσικά δεν έπαψαν να κυκλοφορούν εξαιρετικοί δίσκοι στον προοδευτικό ηλεκτρονικό ήχο (το “Ravedeath, 1972” (2011) του Tim Hecker και το “Surface To Air” (2006) των Zombi αποτελούν δύο καλά παραδείγματα), ενώ εμφανίστηκαν και νοσταλγοί της σκηνής των 70s, όπως οι Redshift, οι Free System Projekt και οι Node (δεν ξεχνάμε και τους Neptune Towers, το project στο οποίο ο Fenriz -ναι, o Fenriz των Darkthrone- ξεπατικώνει Klaus Schulze στα μέσα της δεκαετίας του ‘90).
Σήμερα η προοδευτική μουσική έχει αναβιώσει και αυτό έχει δώσει νέα πνοή στο ξεχασμένο ηλεκτρονικό παρακλάδι. Το πρόσφατο “Machu Picchu” (2012) των Tangerine Dream θύμισε παλιές εποχές, ενώ η σύμπραξη του σπουδαίου Richard Pinhas με τον Oren Ambarchi στο φετινό “Tikkun” ήταν μια ευχάριστη έκπληξη.
Ο Dirk Jan Müller, ο ηγέτης των neo-krautrockers Electric Orange, φέροντας (ως Γερμανός) την κληρονομιά της σκηνής των 70s, δημιούργησε ένα solo project με το όνομα Cosmic Ground και το πρώτο, ομώνυμο άλμπουμ κυκλοφόρησε φέτος. H Kosmische musik επιστρέφει;
[bandcamp width=550 height=120 album=4243930455 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Jupiter And Beyond The Infinite Η σχολή του Βερολίνου. Μια ολόκληρη μουσική σκηνή που έμελλε να αλλάξει, ηθελημένα ή μη, τα πράγματα στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία. Ήταν η εποχή όπου θρυλικά σχήματα όπως οι Ash Ra Tempel (και οι Ashra κατ’επέκταση), οι Tangerine Dream και ο Klaus Schulze (συμμετείχε στα ντεμπούτα και των 2 προαναφερθέντων συγκροτημάτων) αποφάσισαν να παίξουν ψυχεδελική μουσική με το space και τον πειραματισμό κυρίαρχα στοιχεία, χωρίς όμως μόνο τα κλασσικά όργανα της εποχής, αλλά πειραματιζόμενοι με κονσόλες, καλώδια, πλήκτρα και με ό,τι άλλο είχαν στην διάθεση τους την εποχή εκείνη. Η ηλεκτρονική μουσική στη συνέχεια έγινε ξεχωριστό μουσικό είδος γεννώντας παρακλάδια όπως το ambient, την techno, την trance και το new-age, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τον ευρύτερο psych / prog χώρο. Το progressive electronic όπως έχει ονομαστεί για να συνεννοούμαστε, στα 80s πήγε εντελώς προς το synth pop και το new-age, ακόμα και από τους μεγάλους των 70s, ενώ στα 90s και στα 00s σχεδόν εξαφανίστηκε. Φέτος λοιπόν, ο ηγέτης των γνωστών neo-krautrockers Electric Orange αποφάσισε να αφήσει στην άκρη τα ψυχεδελικά τζαμαρίσματα της μπάντας του και να ασχοληθεί με το ηλεκτρονικό psych / space μέσω ενός προσωπικού project ονόματι Cosmic Ground, θυμίζοντάς μας με τον πλέον πειστικό τρόπο πώς το έκαναν οι «παλιοί». Καταρχάς, ο Dirk Jan Muller δηλώνει με περίσσιο καμάρι στο bandcamp site των Cosmic Ground ότι δεν έγινε καθόλου χρήση MIDI κατά την ηχογράφηση. Ενδεικτικά αναφέρω την τεχνολογία που χρησιμοποίησε: Mu Modular, Eurorack Modular, Fender Rhodes, Mellotron, Moog Sub Phatty, Phillicorda, Farfisa Compact, Farfisa Professional Duo, Solina String Ensemble, Roland rs202, Korg ms20, Roland sh1000, Hohner String Melody II, Elka Rhapsody, Nord Wave, Moog Voyager, Hohner Clavinet, Oberheim Sem, Korg Mini-Pops, Leslie 760, Hohner Orgaphon. Μέσω των τεσσάρων απλωμένων συνθέσεων του δίσκου προσφέρει στον ακροατή ένα cosmic αέναο ταξίδι ξεκινώντας την περιπλάνηση μέσα από γαλαξίες και αστερισμούς και καταλήγοντας στις πιο σκοτεινές μεριές του ανθρωπίνου εγκεφάλου, με όχημα την μουσική κληρονομιά του Klaus Schulze της “Moondawn”-“Mirage” περιόδου και των Tangerine Dream της “Phaedra”-“Rubycon” περιόδου, αλλά και άλλων σπουδαίων σχημάτων εκτός Βερολίνου όπως των Popol Vuh των 2 πρώτων δίσκων και των Harmonia του “Musik Von…”. Σκοτεινοί, επαναλαμβανόμενοι ρυθμοί, ταξιδιάρικα space σημεία, ηχηρότατες σιωπηλές, σχεδόν ambient στιγμές συνθέτουν το σκηνικό του “Cosmic Ground”. Το αποτέλεσμα της αφομοίωσης των έργων των παραπάνω καλλιτεχνών είναι σε στιγμές συγκλονιστικό δίνοντας σου την αίσθηση ότι θα μπορούσε κάλλιστα να είχε κυκλοφορήσει οποιαδήποτε στιγμή στο διάστημα 1973-’78. Το μεγαλύτερο (και ίσως το μοναδικό) μείον για τον δίσκο είναι το ότι δεν προσφέρει κάτι το πραγματικό πρωτοποριακό σαν άκουσμα και πολλές φορές ακούγεται ως προσωπικό tribute του Dirk προς τους αγαπημένους τους καλλιτέχνες. Αυτό όμως δεν μειώνει το συνολικό αποτέλεσμα το οποίο έχει πραγματικά πολλές στιγμές μαγείας. Κλείνοντας θα πρότεινα να ακούσετε το “Cosmic Ground” ως soundtrack του τελευταίου κεφαλαίου του “2001: A Space Odyssey”. Aκούστε με και δεν θα χάσετε.
8.5 / 10 Πάρης Γραβουνιώτης | Αγία νοσταλγία Έκπληξη. Δε θα μπορούσε να ήταν άλλη η πρώτη λέξη και η πρώτη σκέψη ακούγοντας το ντεμπούτο των Cosmic Ground. Ο Dirk Jan Müller από το Aachen, ιδρυτικό μέλος και ηγέτης των Electric Orange, μας είχε εντυπωσιάσει με το πειστικό krautrock παίξιμό του στα πλήκτρα, όπως π.χ. στα “Krautrock From Hell” (2010), “Morbus” (2007), “Fleischwerk” (2005). Αυτό εδώ όμως είναι κάτι άλλο, ομολογουμένως πιο σπάνιο στις μέρες μας. Όταν ολοκληρώνεται η ακρόαση του συγκεκριμένου δίσκου, δε μένει η παραμικρή υποψία ότι ηχογραφήθηκε μετά το 1977 (το αργότερο). Η κληρονομιά της Kosmische musik βρίσκεται σε κάθε νότα του “Cosmic Ground” και είναι προφανές ότι ο Müller αυτό ακριβώς ήθελε να κάνει. Οι επιρροές από την περίοδο “Blackdance” έως “Moondawn” του Κlaus Schulze (1974-1976) και φυσικά από τα “Phaedra” και “Rubycon” των Tangerine Dream είναι περισσότερο από προφανείς στο χτίσιμο, το ρυθμικό κομμάτι και τα soundscape πρότυπα που όρισαν εξάλλου το progressive electronic ως είδος στο ξεκίνημά του. Ωστόσο, ευτυχώς για όλους μας, ο άνθρωπος πίσω από το project δεν έμεινε εκεί. Αυτό που ξεκινάει στο “Legacy” (με τον τόσο δηλωτικό τίτλο) ολοκληρώνεται στο μινιμαλιστικό και αινιγματικό κλείσιμο του “The Plague” ως ένα σώμα σε τέσσερα μέρη, διακριτά μεν, αλλά αλληλένδετα και ιδανικά ως αλληλουχία δε. Τα «χαλιά» από mellotron αποτελούν το υπόβαθρο για τις μελωδίες του Rhodes piano και ανακυκλώνονται εξελικτικά μορφούμενα σε μία αμιγώς kraut μετρικότητα. Οι βόμβοι από synths παραπέμπουν σε ένα φανταστικό άγονο τοπίο σε άγνωστο χώρο και χρόνο, πιθανώς στους φρυγανότοπους της Κρήτης (αν τσεκάρετε το βίντεο του “Legacy” παραπάνω, θα καταλάβετε). Ηχοτοπικά πάντως, ο Müller φαίνεται να επενδύει πολύ στη σκοτεινή πλευρά και το κάνει με επιτυχία. Τα «λυτρωτικά» σημεία, οι ήπιες εκρήξεις, τα στοιχεία Floyd-ικής ψυχεδελικής «ερημικότητας» (μία από τις κυριότερες γενεσιουργές αιτίες του krautrock γενικά), καθώς και όλοι (μα όλοι) οι φυσικοί ήχοι τους οποίους έχει χρησιμοποιήσει, δένουν άψογα στο εγκεφαλικότατο αποτέλεσμα του “Cosmic Ground”, στο οποίο ο Müller αντί να αναζητήσει ένα δημιουργικό άλλοθι πρωτοτυπίας, «αρκείται» στο να προσφέρει κοσμικό, φουτουριστικό μινιμαλισμό υψηλού επιπέδου. Η μοναδική ένσταση στις επιλογές του αφορά τον παρατεταμένο αβυσσαίο πρόλογο στο κομμάτι “Ground”. ‘Όταν φτάνει η πρώτη «ακτίδα φωτός» γίνεται δεκτή με μία σχετική δυσκολία (26 λεπτά αναμονής ήταν αυτά…). Στο “Cosmic Ground” η μουσική δεν κάνει το παραμικρό βήμα μπροστά, αλλά ένα γενναίο άλμα προς τα πίσω, σε απόλυτα αναλογικό περιβάλλον και σε φόρμες που -διάβολε- δεν ξεπεράστηκαν ποτέ ούτε τεχνολογικά (ο ήχος των πλήκτρων στα τέλη των 70s και καθόλα τα 80s προκαλεί γέλιο) ούτε (και κυρίως) αισθητικά στο συγκεκριμένο μουσικό παρακλάδι. Το κέρδος από το πανέμορφο χάος των Cosmic Ground είναι βέβαιο για τους λάτρεις του είδους, οι οποίοι αξίζει να αφιερώσουν σε αυτό το άλμπουμ αρκετές ακροάσεις. H Kosmische musik και η σχολή του Βερολίνου είναι εδώ, 40 χρόνια και 539 χιλιόμετρα μακριά.
8 / 10 Δημήτρης Καλτσάς |
Be the first to comment