Bend Sinister – Animals

Sorry, this entry is only available in Ελληνικά.

 [File Under, 2014]

bendsinister-animals

Εισαγωγή:  Λευτέρης Σταθάρας
19 / 09 / 2014

 

Με αυτές τις κριτικές θα μεταφερθούμε στη χώρα των καλοσυνάτων ανθρώπων. Τη χώρα που έχει βγάλει Jim Carrey, John Candy, James Cameron, William Shatner (αλλά δεν θα μας απασχολήσουν αυτοί εδώ) όπως επίσης και τους Rush, τον Devin Townsend, τους Annihilator (που ούτε αυτοί θα μας απασχολήσουν, αλλά τουλάχιστον είμαστε στο σωστό δρόμο).

Η μπάντα που θα μας απασχολήσει είναι οι Bend Sinister που αν δεν το καταλάβατε προέρχονται από τον Καναδά. Το όνομά τους το πήραν από το dystopian novel του συγγραφέα (και ειδικού στα Λεπιδόπτερα!) Vladimir Nabokov. Η ιστορία τους δεν κερδίζει δάφνες πρωτοτυπίας. Ξεκίνησαν το 2001 από το Kelowna του δυτικού Καναδά παίζοντας σε όσο το δυνατό περισσότερα τοπικά μπαράκια μπορούσαν. Με τις πολλές εμφανίσεις και τη μεταφορά τους στο Βανκούβερ κατάφεραν και ξεπούλησαν το πρώτο τους EP. Η πρώτη περιοδεία στον Καναδά ήρθε μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ το 2002 με τίτλο “Through The Broken City”.

Ο κινητήριος μοχλός της μπάντας είναι ο κιμπορντίστας και τραγουδιστής Dan Moxon, ο οποίος είναι και ο κύριος συνθέτης. Κιθαρίστας είναι ο Joseph Blood και στο rhythm section έχουμε τον Jason Dana στα ντραμς και τον Matt Rhode στο μπάσο. Το 2012 η μπάντα έκανε το μεγάλο βήμα και κυκλοφόρησε τον πρώτο της δίσκο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το “Small Fame” είχε εξαιρετικές κριτικές και οι Bend Sinister έκαναν και αρκετά show και στην Αμερική.

Το 2014 βρίσκει τους Καναδούς με νέο δίσκο με τίτλο “Animals”, την παραγωγή του οποίου ανέλαβε ο δις υποψήφιος για Grammy Joe Marlett. Οι Bend Sinister κοιτούν με αισιοδοξία το μέλλον τους, μιας και με αυτή την κυκλοφορία κίνησαν το ενδιαφέρον και των Ευρωπαίων και θα ανοίξουν τις συναυλίες των Bigelf τον Οκτώβρη και το Νοέμβρη που έρχονται. Ο γράφων και ο Αλέξανδρος Τοπιντζής καταθέτουν απόψεις για τη δεύτερη στην Αμερική και πέμπτη συνολικά δουλειά των Καναδών.


Οι The Dear Hunter των φτωχών  

Με μια ιστορία που εύχομαι να έχουν και πολλές ελληνικές μπάντες μας έρχονται οι Bend Sinister από τον Καναδά. Το “Animals” είναι η δεύτερη προσπάθειά τους και εκτός Καναδικών συνόρων και απ’ ό,τι φαίνεται είναι άλλο ένα σταθερό βήμα για τη διεθνή αναγνώριση τους.

Ο δίσκος ξεκινάει εμφατικά με το διάρκειας 8 λεπτών και 35 δευτερολέπτων, “Best Οf You” το οποίο δίνει μια ωραιότατη αίσθηση από Queen: πολύ θεατρικό, με ωραίο πιάνο και ψηλά φωνητικά. Η κιθάρα είναι πιο «αιρετική», μιας και έχει κυρίως συνοδευτικό ρόλο στα φωνητικά και το πιάνο. Αυτός είναι και ο ήχος που υπερισχύει κατά την διάρκεια του δίσκου. Το πιάνο και η φωνή του Dan Moxon οδηγούν τα κομμάτια και το υπόλοιπο -πολύ καλό- σύνολο τον πλαισιώνει.

Καθώς η ακρόαση του άλμπουμ προχωράει, η μπάντα που έρχεται κυρίως στο μυαλό είναι αναμφισβήτητα οι The Dear Hunter. Ειδικά όσο κυλούν τα κομμάτια, όλη η αισθητική του δίσκου θυμίζει The Dear Hunter με τον Dan Moxon στη θέση του Casey Crescenzo. Φυσικά αυτό δεν είναι κακό (τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά), αλλά είναι αξιοσημείωτο. Γενικά, αυτό που κάνουν με μεγάλη όρεξη εδώ οι Bend Sinister είναι να μαζεύουν όλες τους τις επιρροές και να φτιάχνουν ένα ευχάριστο σύνολο. Αυτές οι επιρροές περιλαμβάνουν κυρίως τις δύο μπάντες που προαναφέρθηκαν, αλλά και Pink Floyd, Deep Purple, Steppenwolf και πολλές πολλές άλλες. Αυτή η παρατήρηση είναι το μόνο που μπορεί να προσάψει κανείς στην μπάντα. Δε διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας και ίσως κάποια κομμάτια να είναι υπερφορτωμένα, αλλά σε γενικές γραμμές έχουν στηριχθεί σε ωραίες βάσεις και έχουν γράψει μερικά πολύ ωραία τραγούδια.

Ο δίσκος διαρκεί περίπου 46 λεπτά που κυλούν ευχάριστα και με αρκετά σημεία τα οποία μπορούν να σε κάνουν να θέλεις να γυρίσεις τη βελόνα πάλι πίσω (ή έστω να πατήσεις repeat). Μάλιστα, με περισσότερες ακροάσεις ο δίσκος ακούγεται όλο και καλύτερος με κομμάτια σαν το “It Will Never End” (ιδανικό για κλείσιμο δίσκου) και το “Teacher” να ξεχωρίζουν.

Θα είναι θετικό βήμα φυσικά για τους Bend Sinister να καταφέρουν να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο με το “Animals”. Είναι γεμάτο με γνώριμους ήχους, θεατρικότητα και περίσσια ενέργεια. Το κατά πόσο θα καταφέρουν να αφομοιώσουν αυτές τις επιρροές και να φτιάξουν κάτι που θα είναι πιο προσωπικό είναι άλλο ζήτημα, το οποίο μόνο οι ίδιοι ξέρουν.

8 / 10

Λευτέρης Σταθάρας

 Όταν χαβαλεδιάζεις σοβαρά…  

Στα 1:25 του πρώτου track (λέγε με “Best Οf You”) περιμένεις μια φωνή να τραγουδήσει “I see a little silhouetto of a man, Scaramouche, Scaramouche, will you do the Fandango?” και αυτό σίγουρα δεν αποτελεί μεγάλη επιτυχία, για το ξεκίνημα δίσκου εν έτη 2014. Χωρίς την διάθεση να τους αδικήσουμε με την πρώτη αστοχία που παρατηρήσαμε, ας δούμε πιο διεξοδικά το τι πρεσβεύουν και πόσο επιτυχημένα λειτουργούν οι Bend Sinister. Εκπροσωπώντας μια σκηνή που πριν καμιά πενταετία είχε εκκινήσει με φιλοδοξία την πορεία της (κυρίως στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού), η progressive-indie-classic-blues rock χροιά της μουσικής τους θα σας φέρει στο μυαλό σχήματα όπως οι Wolfmother, οι Dear Hunter, οι My Chemical Romance, οι Muse, οι Blues Brothers, οι Queen και η λίστα αυτή δεν έχει τελειωμό… Αρκούν ελάχιστες ακροάσεις για να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι αυτά τα αγόρια τρέφουν συναισθήματα για όλα τα παραδοσιακά παρακλάδια του rock, προσφέροντάς τους ισότιμα τον κατάλληλο χώρο στην μουσική τους πρόταση.

Με γνώμονα την ενδυνάμωση και διατήρηση της θετικής ψυχολογίας του ακροατή, κάθε κομμάτι του “Animals” άλμπουμ υμνεί την εξέλιξη του ροκ τις τελευταίες δεκαετίες. Πάρε για παράδειγμα το “Fancy Pants”: χορευτικός jazzy ρυθμός, τρομπέτες, χαζοχαρούμενοι στίχοι με βασικό pattern το “feelin’ fine” και τα απανωτά “la-la-la”, με το όλο σκηνικό να θυμίζει τις καλύτερες στιγμές των Franz Ferdinard. Κάπου εκεί, ανάμεσα στη middle 00’s alternative-Βρετανίλας και στη intage-pop πλαστικούρας, σκάει ένα ανθεμικό riff κορυφώνοντας στιγμιαία ένα πέρασμα που κανονικά θα είχε στρογγυλοκαθίσει στον πάτο της προσωπικής μου εκτίμησης. Χαβαλέδες οι Καναδοί…

Βέβαια, το “modding” δεν έπιασε εξίσου σε όλες τις συνθέσεις. Εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε, θα είχαμε, αβάδιστα, τον δίσκο της δεκαετίας. Στο “I Got Love” λ.χ, ένα lead guitar-driven gospel τραγούδι, οι δυναμικές δεν παράγουν ούτε στο κατ’ ελάχιστο τη λατρευτική “μανία” της αγάπης, μήτε δράμι της αυθεντικά, χιουμοριστικής ενσάρκωσης του αιδεσιμότατου Cleophus James, ως ερμηνευτή της «μαύρης» εκδοχής της χριστιανικής υμνολογίας (κλικ). Όταν όμως, επιλέγουν να πειραματιστούν με το “down to earth” rock, τα αποτελέσματα είναι θεαματικά. Σαν να ξεπήδησε από κάποιο άλμπουμ των Deep Purple (ή των Thin Lizzy με ευθεία παραπομπή) το τραγούδι “Thunder and Lightning”, εφαρμόζοντας ένα θεαματικό αϊρονμεηντεν-ίστικο chorus, σε μεταφέρει ταχέως στην φαντασίωση ενός απολαυστικού live. Και ίσως, αυτή ακριβώς να είναι η ενδότερη αιτία της ύπαρξης αυτού του γκρουπ. Η χρήση όλων αυτών των cliché, μπερδεμένωνε… αναμεταξύτωνε δημιουργεί μια ευχάριστη διάθεση, ένα θετικό κλίμα που σίγουρα θα αποδίδει καρπούς σε ζωντανό περιβάλλον. Οι ιδιωτικές ακροάσεις αδικούν το υλικό, αφού μοιραία σχεδόν τα πάντα θυμίζουν κάτι πολύ οικείο. Παιδιά της διπλανής πόρτας, με λίγα λόγια, οι Καναδοί. Άλλοι θα τους αποκαλούσαν «φτωχούς συγγενείς». Εγώ θα προτιμήσω τον πιο ευγενικό χαρακτηρισμό: επαγγελματίες «ερασιτέχνες».

7 / 10

Αλέξανδρος Τοπιντζής

Be the first to comment

Leave a Reply