[InsideOut, 2015]
Εισαγωγή: Λευτέρης Σταθάρας
06 / 02 / 2015
Με την αρχή του νέου millennium γεννήθηκαν και οι Beardfish στη Σουηδία από τον κιθαρίστα David Zackrisson και τον πολυοργανίστα Rikard Sjöblom. Με την προσθήκη του Robert Hansen στο μπάσο και του Magnus Östgren στα τύμπανα ολοκληρώνεται το κουαρτέτο που από το 2003 έχει μείνει σταθερό. Ο Sjöblom μάλιστα έχει δηλώσει πόσο σημαντικό ρόλο στον ήχο τον Beardfish έχει παίξει η σταθερότητα στη σύνθεση: όταν παίζουμε μαζί μουσική φαίνονται όλα φυσικά και έτσι βγαίνει αυτός ο ήχος. Τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν ήμουν μαζί με άλλα 3 άτομα.
Το 2006 ξεκίνησε η ουσιαστική άνοδος των Beardfish, όταν υπέγραψαν στην InsideOut με την οποία συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Το 2008 περιόδευσαν με τους The Tangent και επιλέχθηκαν από τον Mike Porntoy για να περιοδεύσουν και στην Αμερική, κάτι που όμως δεν έγινε ποτέ μιας και η SPV που έκανε τη διανομή για την InsideOut κήρυξε πτώχευση. Τα τελευταία χρόνια έχουν περιοδεύσει με τους Spock’s Beard, Flying Colors και Sound of Contact έχοντας χτίσει ένα σημαντικό αριθμό οπαδών.
Για αυτό τον αριθμό των οπαδών σίγουρα έχει παίξει ρόλο και η δεύτερη νιότη που περνάει το progressive rock. Οι Beardfish συμμετέχουν σε αυτή τη δεύτερη νιότη μιας και οι επιρροές τους από Yes, King Crimson και Frank Zappa είναι εμφανείς. Έτσι και στο “+4626-Comfortzone” συνεχίζουν στον ίδιο ήχο με θέμα αυτή τη φορά τη «ζώνη άνεσης» του καθενός και τη γενικότερη αρνητική ενέργεια που μας περιβάλλει. Αυτό που μπορούμε να περιμένουμε είναι σίγουρα ένας καλοπαιγμένος δίσκος…
Από αδιάφορο έως μεγαλειώδες Από το “Destined Solitaire” του 2009 δεν είχα ξαναασχοληθεί σοβαρά με τους Beardfish, πέραν από κάποια δείγματα του (κατά τι βαρύτερου) “The Void”. Δεν έχω συνολική εικόνα της δισκογραφίας τους οπότε τα παρακάτω γραφόμενα βασίζονται στην περιορισμένη εμπειρία μου επί του Beardfish φαινομένου. Δουλειά νούμερο οκτώ για τους Σουηδούς που είναι εμφανές ότι έχουν δημιουργήσει τη δική τους «σχολή» στο χώρο του progressive rock. Η διαφορετικότητα τους έγκειται στην εκλεκτικότητα τους, την υπέρ-του-δέοντος ειρωνεία που βγαίνει από τη στιχουργική τους και συνοδεύεται με ένα είδους μεταμοντέρνου ευρωπαϊκού «ματζόρε»… Εκεί που ακούγονται εξαιρετικά ενδιαφέροντες, εκεί μπαίνει και το μικρόβιο των The Tangent (στους οποίους είχαν για ένα διάστημα προσχωρήσει) που ή θα αποθεώσει τη δουλειά τους ή θα την κάνει εντελώς αδιάφορη. Η ποικιλία μεγάλη: από τα σχετικά αδιάφορα “Hold On” (με ψήγματα post-rock!), “Can You See Me Now?”, “Ode To Rock’n’ Roller” στα συμπαθή και μελωδικά “Comfort Zone” και “The One Inside” (τριλογία που θυμίζει τις μελωδικές γραμμές των Pain of Salvation εποχής μετά 2000) μέχρι τα δυναμικά (και καλοδεχούμενα!), power-prog “King” και “Daughter/Whore” και το αποκορύφωμα “If We Must Be Apart” που σφύζει από ζωή και θυμίζει τις καλύτερες στιγμές των μεγάλων Focus! Οι (δυστυχώς συχνά) γλυκανάλατοι στίχοι δε βοηθάνε την κατάσταση, ακόμα και στο highlight του δίσκου. Η γεύση που μου αφήνει ως σύνολο αυτό το άλμπουμ είναι σχεδόν παρόμοια με αυτή του “Destined Solitaire”: μπέρδεμα. Εξαιρετικό ταλέντο, φοβερή και έξυπνη παραγωγή, πληθώρα ήχων, καταπληκτικές μελωδίες, ιδιαίτερη προσέγγιση στο αντικείμενο, υπερβολή, ματζόρε, αδιαφορία… Ο βαρύτερος ήχος προσμετράται στα συν αυτής της δουλειάς, το ίδιο και κάποιες διαφοροποιημένες επιρροές. Ενώ οι ίδιοι δηλώνουν μεγάλοι fans των King Crimson, η προσέγγιση στο εκλεκτικό τους progressive rock έρχεται από τη «φωτεινή» και «χαρωπή» πλευρά του ήχου, κυρίως από Gentle Giant και The Tangent (οι φίλοι αυτού του ήχου θα βρουν πολλά ενδιαφέροντα εδώ), το ίδιο και οι fans των Beardfish, οι οποίοι λογικά δε θα απογοητευτούν. Αξιόλογο άλμπουμ λοιπόν από τους Σουηδούς. Το κατά πόσο τους μετακινεί από το δικό τους comfort zone και κατά πόσο θα αντέξει στα decks μου αμφιβάλλω…
6.5 / 10 Θάνος Πάτσος | Influences done right Όγδοη δισκογραφική δουλειά για τους Σουηδούς Beardfish οι οποίοι για παραπάνω από μια δεκαετία χτίζουν σταθερά ένα πυρήνα οπαδών ακόμα και στη χώρα μας. Κυρίως με την κυκλοφορία του “Sleeping in Traffic: Part Two” το 2008 αλλά και του “Mammoth” το 2011 κατάφεραν και μπήκαν σε λίστες με μπάντες που πρέπει να δουν live αρκετοί φίλοι της προοδευτικής μουσικής. Ο frontman της μπάντας Rikard Sjoblom δήλωσε ότι με το “+4626 – Comfortzone” προσπαθεί να αποτάξει από πάνω του την ζώνη άνεσης του. Όλα αυτά τα κακά vibe που δημιουργούνται καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Σε αντίθεση με το “The Void” εδώ τα πράγματα είναι πιο προσγειωμένα, και προσανατολισμένα σε πιο ροκ φόρμες. Το εναρκτήριο “The One Inside, Part One” είναι μελωδικό και όπως ο τίτλος του αφήνει να εννοηθεί περιέχει αρκετές μελωδίες που θα ακουστούν και στην συνέχεια του δίσκου στα επόμενα parts. To πρώτο single έρχεται με το “Hold On”, με τις πρώτες αναφορές στο παρελθόν. Οι επιρροές από Yes και Zappa κάνουν εμφανέστατη την παρουσία τους σε ένα κομμάτι με ωραίες εναλλαγές ρυθμών και εξαιρετική μελωδία. Το “Comfort Zone” αρχίζει με ωραίο μελαγχολικό lead στη κιθάρα και την φωνή του Rikard να ταιριάζει απόλυτα με την αίσθηση που δίνει από την αρχή το κομμάτι. Στα εννιά του λεπτά έχει και πιο δυνατές εκφάνσεις με αξιοθαύμαστη δουλειά στο πιάνο. Δείγμα για την πιο επιθετική πλευρά των Beardfish είναι το “Daughter/Whore” που ξεκινάει με το μπάσο από το “Ace of Spades” και είναι πέντε λεπτά ενέργειας και γρήγορου (έως και thrash) ρυθμού. Το κεντρικό σημείο στο δίσκο είναι αναπόφευκτα το “μεγάλο”, “If We Must Be Apart (A Love Story Continued)” το οποίο αποτελεί και την συνέχεια του “A Love Story” από το “The Sane Day” του 2006. Ένα δεκαπεντάλεπτο κομμάτι για δύο εραστές που η ζωή τους έφερε μακριά τον ένα από τον άλλο. Εδώ στη λίστα των μουσικών επιρροών προσθέτουμε τους Van Der Graf Generator και τους Genesis με την μπάντα να δημιουργεί ένα πολύ ωραίο κομμάτι με αρκετό θεατρινισμό και το κεντρικό θέμα να σου μένει μέχρι το τέλος. Κάτι που ίσως θα μπορούσε να λείπει είναι το “Ode to the Rock ‘n’ Roller” το οποίο μπορεί να μην είναι καθόλου κακό σαν κομμάτι (και η προσφώνηση “buttholes” για το μουσικό κοινό σίγουρα το ανεβάζει στα μάτια μου), όμως αλλάζει απότομα το ύφος μετά το προηγούμενο κομμάτι και χάνεται η αίσθηση που είχε δημιουργηθεί. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για την στιχουργική δουλειά. Το αρκετά σκοτεινό νόημα του δίσκου για τον μισογυνισμό, την αποθάρρυνση που δέχονται τα παιδιά για να κάνουν όνειρα και την αρνητική ενέργεια που δεχόμαστε όλοι όσο μεγαλώνουμε είναι φανερά. Ταυτόχρονα χωρίς να γίνονται υπερβολικοί προσθέτουν και χιούμορ που κάνει ολόκληρο το άλμπουμ πιο εύπεπτο. Το όγδοο μουσικό πείραμα των Beardfish έχει θετικά αποτελέσματα. Η μπάντα έχει εντάξει τις επιρροές της στη μουσική και έχει δημιουργήσει ένα πολύ καλό σύνολο με πράγματα που θα εκτιμήσει κάθε οπαδός του προοδευτικού ήχου. Μάλιστα, με τις επανειλημμένες ακροάσεις εμφανίζονται και λεπτομέρειες που ξεφεύγουν τις πρώτες φορές και είναι πάντα ευχάριστο να βρίσκεις καινούρια πράγματα να ακούσεις στον ίδιο δίσκο.
8.5 / 10 Λευτέρης Σταθάρας |
Be the first to comment