[Tzadik, 2015]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
04 / 11 / 2015
Πρωτοπόρος, αιρετικός, ακραίος, οραματιστής, υποτιμημένος, υπερεκτιμημένος. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί έχουν αποδοθεί πολλάκις στον John Zorn από μουσικοκριτικούς. Η αναζήτηση μιας και μόνον αλήθειας για τον παραγωγικά ασταμάτητο avant-garde / jazz πειραματιστή θα ήταν μάταιη, καθώς η καριέρα του είναι πιο πολυπρόσωπη ακόμα και από ολόκληρες μουσικές σκηνές.
Αν και είναι γνωστός ως σαξοφωνίστας, ο Νεοϋορκέζος συνθέτης αρχικά σπούδασε πιάνο, φλάουτο και κιθάρα και από νωρίς ήταν επηρεασμένος από την κλασική μουσική του 20ου αιώνα, την jazz και την μοντέρνα τέχνη. Ρίχνοντας μια συνολική ματιά στη δισκογραφία του, δηλαδή τα περίπου 120 προσωπικά του albums και τα σχεδόν άλλα τόσα με διάφορα σχήματα, διαπιστώνει κανείς πως τα μουσικά είδη με τα οποία έχει ασχοληθεί ο Zorn εκτός της σύγχρονης κλασικής και avant-garde / (free) jazz κυμαίνονται από την κινηματογραφική στην chamber, από το noise στο grindcore, από το klezmer στο surf, το doo-wop, το RIO ή το avant-metal, όλα με κοινό παράγοντα τον πειραματισμό. Η επιδραστικότητά του υπήρξε τεράστια. Αρκεί κανείς να θυμηθεί την σύμπραξη του Zorn με τον Fred Frith (Henry Cow, Art Bears) στους πρωτοπόρους Naked City και με τους Bill Laswell (New York Gong, Material) και Mick Ηarris (Napalm Death) στους πιο ακραίους Painkiller. Φυσικά υπάρχουν και αρκετοί που έχουν ενστάσεις σχετικά με κάποια ατυχή πειράματα και φανερά ατοπήματά του (κλικ με δική σας ευθύνη), αλλά αυτό (ναι, ακόμα και αυτό) δεν μπορεί να μειώσει την προσφορά του μέσω της μουσικής του και της Tzadik, της δισκογραφικής του εταιρείας που αποτελεί στέγη των Mike Patton, Kayo Dot, Toby Driver, Buckethead, Fred Frith, Ruins, Korekyojinn και πολλών άλλων πειραματιστών.
Φέτος έχει ήδη κυκλοφορήσει (μέχρι αυτή τη στιγμή) πέντε albums, τα οποία ποικίλουν αρκετά, αλλά έχουν ως κοινό τόπο τη συνθετική χαλαρότητα ένεκα πειραματισμού. Όλα, εκτός του “Simulacrum”.
…and justice for Zorn Ο Mike Patton τον αναφέρει ως πολύ σημαντική του επιρροή. Λατρεύει τη μουσική των Napalm Death. Προέρχεται από το χώρο της jazz και η διάθεση για πειραματισμό διακατέχει το σύνολο του καλλιτεχνικού του έργου. Ο John Zorn, έχοντας κυκλοφορήσει δεκάδες άλμπουμ (προσωπικά και συνεργασίες) που περιλαμβάνουν από soundtracks μέχρι μουσική δωματίου και από surf rock μέχρι extreme metal, σε συνδυασμό με το attitude towards life που επιδεικνύει, μπορεί να παρομοιαστεί (αν όχι να συγκριθεί) με τον Frank Zappa. Σε μία εκ των πέντε φετινών δουλειών του με τίτλο “Simulacrum” επιστρατεύονται οι Matt Hollenberg (κιθάρα), Kenny Grohowski (τύμπανα) και ο σπουδαίος John Medeski (organ) για να αποδώσουν τις συνθέσεις του Εβραίου μουσικοσυνθέτη. Στο εν λόγω μουσικό εγχείρημα αίσθηση προκαλεί η απουσία μπάσου. Κάτι που όχι μόνο δεν προβληματίζει αλλά δίνει στο “Simulacrum” ένα ξεχωριστό χρώμα. Τα δολοφονικά πλήκτρα του Medeski, η καταιγιστική παραμόρφωση του Hollenberg, το «γάζωμα» του Grohowski, η κρυστάλλινη αλλά και όσο πρέπει βρώμικη παραγωγή σε συνδυασμό με τη μεγαλοφυή ενορχήστρωση του Zorn δίνουν στον δίσκο ένα ιδιαίτερα επιθετικό extreme metal ύφος που σπάει κόκκαλα. Σε συνδυασμό με τον τίτλο του κειμένου, κάποιοι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι και ίσως κάνουν μερικούς να χαμογελάσουν. Το “The Illusionist” δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα στο δίσκο και αυτό που μπορεί κάποιος να διακρίνει άμεσα είναι η ομοιότητα της εισαγωγής του κομματιού με το “YYZ” των Rush. Κατά τη διάρκειά του δίνεται άπλετος χώρος στον avant-garde / noise πειραματισμό, ανοίγεται ένα τεράστιο mosh pit και κάπου εκεί ανάμεσα εμφανίζονται επικές 70s στιγμές που παραπέμπουν σε Emerson Lake & Palmer. Καθόλου άσχημα. Στο κομμάτι “Marmarath” που ακολουθεί κυριαρχεί το επαναλαμβανόμενο και με τερματισμένο distortion κιθαριστικό riff, χαλί για τους «σφαγιαστικούς» πειραματισμούς του Medeski στα πλήκτρα. Η σκοτεινή, κινηματογραφική εισαγωγή του “Snakes and Ladders” σταδιακά μετατρέπεται σε έναν heavy metal εφιάλτη, διανθισμένο από πινελιές jazz και contemporary music. Το “Altertities” είναι μία γοητευτικά αφηρημένη σύνθεση, κατά τη διάρκεια της οποίας εμφανίζεται κάμποσες φορές ένα μίνι μουσικό θεματάκι-τρολλάρισμα για να έρθει το ογκώδες progressive metal με την ξυραφένια παραμόρφωση του “Paradigm Shift” και να σοβαρέψουν τα πράγματα. Έχοντας προηγηθεί όλα αυτά, ο τίτλος “The Divine Comedy” του κομματιού που κλείνει το δίσκο κάνει σαφές στον ακροατή ότι θα βιώσει νότα προς νότα κάθε κύκλο του έπους του Δάντη. Δύστροποι μουσικοί διάλογοι, ατμοσφαιρικά soundscapes, fusion περάσματα, ξεσπάσματα με blastbeats συνθέτουν το διάρκειας δεκατριών λεπτών πέρασμα από την Κόλαση στο Καθαρτήριο και τελικά στον Παράδεισο. Μία αιρετική άποψη που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι πως το “Simulacrum” είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει κυκλοφορήσει στη metal μουσική τελευταία. Εμείς δε θα πούμε αυτό. Θα πούμε πως αυτό που συμβαίνει στο διάρκειας 43 λεπτών “Simulacrum” είναι ένα ξέφρενο rollercoaster ήχων και συναισθημάτων. Πρόκειται για ένα δίσκο που ρέει ακατάπαυστα σε συνθήκες ακραίου πειραματισμού, σε αρπάζει απ’ τα μούτρα, σε χτυπάει κάτω σαν το χταπόδι και δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα ούτε δευτερόλεπτο. Τέλος.
9 / 10 Ηλίας Γουμάγιας | Zorn in the high castle Η συγκρότηση και ο σχεδιασμός κάθε λεπτομέρειας στα πλαίσια του πειραματικού χάους είναι δύσκολο έργο, ακόμα και για τον ίδιο τον εμπνευστή. Μετά από εκατοντάδες albums αυτό ήταν ίσως το μόνο που δεν είχαμε δει από τον John Zorn μέχρι σήμερα. Στο “Simulacrum” ο συνθέτης και ενορχηστρωτής (δεν παίζει εδώ) δεν το πέτυχε απλά, αλλά θριάμβευσε χάρη στο στρατηγικό στήσιμο του project, επιλέγοντας τριμελές σχήμα με έναν εγκρατή, κατά βάση math-metal κιθαρίστα (Matt Hollenberg), έναν all-around σύγχρονο drummer (Kenny Grohowski) και έναν πολύπειρο πιανίστα και κημπορντίστα στο organ (John Medeski). Αν και οι περισσότεροι ήχοι που επέλεξε να αναμίξει εδώ ο Zorn είναι θεωρητικά συναφείς, το συνολικό αποτέλεσμα δε μοιάζει με τίποτα φαινομενικά αντίστοιχο. Avant-prog, jazz, noise, experimental, metal από τις παρυφές του math έως τον tech και prog χαρακτήρα, 70s progressive rock και fusion συνυπάρχουν ή διαδέχονται το ένα το άλλο κατόπιν απότομων αλλαγών που πιθανώς ξενίζουν, σίγουρα εκπλήσσουν και αναμφισβήτητα εντυπωσιάζουν. Ενδεικτικότατο παράδειγμα αποτελεί το 12λεπτο “The Illusionist” που ανοίγει εντυπωσιακά το δίσκο, αποτελούμενο κατ’ ουσίαν από τρία διαφορετικά θέματα τα οποία αναπτύσσονται ευφυέστατα. Το εισαγωγικό metal riff του Hollenberg καταλήγει σε μαζικό RIO πανζουρλισμό κι από εκεί στο vintage prog σόλο του Medeski και την εκπληκτική σύμπλευση των δύο μέχρι το avant-garde / free jazz κλείσιμο. Το “Marmarath” λογικά πλέον ακούγεται απλούστερο, με το αργό, πασίβαρυ riffing της κιθάρας να αποτελεί το «χαλί» για ένα οργιαστικό organ σόλο, ενώ το κινηματογραφικό “Snakes And Ladders” ακούγεται βγαλμένο από ταινία τρόμου με το τρίο να συγχρονίζεται καταπληκτικά. Το σύντομο αλλά πυκνότατο “Alterities” αποτελεί την πιο χιουμοριστική στιγμή στο album, με ογκώδη avant-prog και noise χαρακτήρα, ενώ στο “Paradigm Shift” οι ρόλοι κιθάρας-πλήκτρων αντιστρέφονται σε σχέση με το “Marmarath”, με την κιθαριστική κυριαρχία να είναι απολαυστική (Meshuggah-ειδής εδώ) από το εκρηκτικό riff του Hollenberg μέχρι άλλο ένα πανέμορφο σόλο από τον σοφό Medeski. Το έτερο epic του δίσκου, το 13λεπτο “The Divine Comedy”, κλείνει το “Simulacrum” όπως ακριβώς ξεκίνησε με το “The Illusionist”: πολυπρόσωπα και ασίγαστα ενεργητικά, με το metal να επιτίθεται αδιάκοπα, το noise και το avant-prog να επιτείνουν τη νοσηρότητα και το 70s prog να έπεται ως φυσική κατάληξη. Έτσι ολοκληρώνεται το album και στο τέλος κάθε νέας ακρόασής του αυξάνεται γεωμετρικά η εκτίμηση της συμβολής του αφανή ήρωα, Kenny Grohowski, στον οποίο οφείλεται η ανάδειξη και στήριξη των θεμάτων των Hollenberg και Medeski με την ανεξάντλητη φρασεολογία του και τα συνεχή «αγχωτικά» γεμίσματά του στα τύμπανα. Όσο κι αν η ξεχωριστή συνθετική σφραγίδα και το avant / jazz στίγμα του Zorn είναι εμφανή και ακόμα κι αν δεν παρεκκλίνει του γενικού στόχου του, ο τρόπος προσέγγισής του στο “Simulacrum” είναι εκπληκτικά πρωτότυπος για τα δεδομένα του συνθέτη, απαράμιλλου ενορχηστρωτή και παραγωγού. Παρά την πολυπλοκότητα, την έντονη προοδευτικότητα και τον (συχνά atonal) πειραματικό χαρακτήρα, ο δημιουργός δε διστάζει να προτάξει την επιθετικότητα, την απολυτότητα των φράσεων και τον μετρικό καταιγισμό από το ιδιοφυώς μονομελές rhythm section. Η απουσία μπάσου εντείνει αυτή την αμεσότητα, την οξύτητα και κατά προέκταση την επιδραστικότητα της κάθε φράσης, στοχεύοντας μέσω της έλλειψης βάθους στο άγχος, την ένταση, την εγκεφαλική πρόκληση και τη δύστροπη απόλαυση χωρίς ατμοσφαιρικές «συμβάσεις». Φυσικά, το θέμα δεν είναι απλώς η τόλμη των προθέσεων του κ. Zorn, αλλά η θριαμβευτική επιτυχία του “Simulacrum” σε επίπεδο αισθητικής, δικαιολογώντας την παράφραση ενός σπουδαίου βιβλίου του Philip K. Dick, άμεσα σχετικού με το concept των simulacra.
9 / 10 Δημήτρης Καλτσάς |
[Tzadik, 2015]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
04 / 11 / 2015
Πρωτοπόρος, αιρετικός, ακραίος, οραματιστής, υποτιμημένος, υπερεκτιμημένος. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί έχουν αποδοθεί πολλάκις στον John Zorn από μουσικοκριτικούς. Η αναζήτηση μιας και μόνον αλήθειας για τον παραγωγικά ασταμάτητο avant-garde / jazz πειραματιστή θα ήταν μάταιη, καθώς η καριέρα του είναι πιο πολυπρόσωπη ακόμα και από ολόκληρες μουσικές σκηνές.
Αν και είναι γνωστός ως σαξοφωνίστας, ο Νεοϋορκέζος συνθέτης αρχικά σπούδασε πιάνο, φλάουτο και κιθάρα και από νωρίς ήταν επηρεασμένος από την κλασική μουσική του 20ου αιώνα, την jazz και την μοντέρνα τέχνη. Ρίχνοντας μια συνολική ματιά στη δισκογραφία του, δηλαδή τα περίπου 120 προσωπικά του albums και τα σχεδόν άλλα τόσα με διάφορα σχήματα, διαπιστώνει κανείς πως τα μουσικά είδη με τα οποία έχει ασχοληθεί ο Zorn εκτός της σύγχρονης κλασικής και avant-garde / (free) jazz κυμαίνονται από την κινηματογραφική στην chamber, από το noise στο grindcore, από το klezmer στο surf, το doo-wop, το RIO ή το avant-metal, όλα με κοινό παράγοντα τον πειραματισμό. Η επιδραστικότητά του υπήρξε τεράστια. Αρκεί κανείς να θυμηθεί την σύμπραξη του Zorn με τον Fred Frith (Henry Cow, Art Bears) στους πρωτοπόρους Naked City και με τους Bill Laswell (New York Gong, Material) και Mick Ηarris (Napalm Death) στους πιο ακραίους Painkiller. Φυσικά υπάρχουν και αρκετοί που έχουν ενστάσεις σχετικά με κάποια ατυχή πειράματα και φανερά ατοπήματά του (κλικ με δική σας ευθύνη), αλλά αυτό (ναι, ακόμα και αυτό) δεν μπορεί να μειώσει την προσφορά του μέσω της μουσικής του και της Tzadik, της δισκογραφικής του εταιρείας που αποτελεί στέγη των Mike Patton, Kayo Dot, Toby Driver, Buckethead, Fred Frith, Ruins, Korekyojinn και πολλών άλλων πειραματιστών.
Φέτος έχει ήδη κυκλοφορήσει (μέχρι αυτή τη στιγμή) πέντε albums, τα οποία ποικίλουν αρκετά, αλλά έχουν ως κοινό τόπο τη συνθετική χαλαρότητα ένεκα πειραματισμού. Όλα, εκτός του “Simulacrum”.
…and justice for Zorn Ο Mike Patton τον αναφέρει ως πολύ σημαντική του επιρροή. Λατρεύει τη μουσική των Napalm Death. Προέρχεται από το χώρο της jazz και η διάθεση για πειραματισμό διακατέχει το σύνολο του καλλιτεχνικού του έργου. Ο John Zorn, έχοντας κυκλοφορήσει δεκάδες άλμπουμ (προσωπικά και συνεργασίες) που περιλαμβάνουν από soundtracks μέχρι μουσική δωματίου και από surf rock μέχρι extreme metal, σε συνδυασμό με το attitude towards life που επιδεικνύει, μπορεί να παρομοιαστεί (αν όχι να συγκριθεί) με τον Frank Zappa. Σε μία εκ των πέντε φετινών δουλειών του με τίτλο “Simulacrum” επιστρατεύονται οι Matt Hollenberg (κιθάρα), Kenny Grohowski (τύμπανα) και ο σπουδαίος John Medeski (organ) για να αποδώσουν τις συνθέσεις του Εβραίου μουσικοσυνθέτη. Στο εν λόγω μουσικό εγχείρημα αίσθηση προκαλεί η απουσία μπάσου. Κάτι που όχι μόνο δεν προβληματίζει αλλά δίνει στο “Simulacrum” ένα ξεχωριστό χρώμα. Τα δολοφονικά πλήκτρα του Medeski, η καταιγιστική παραμόρφωση του Hollenberg, το «γάζωμα» του Grohowski, η κρυστάλλινη αλλά και όσο πρέπει βρώμικη παραγωγή σε συνδυασμό με τη μεγαλοφυή ενορχήστρωση του Zorn δίνουν στον δίσκο ένα ιδιαίτερα επιθετικό extreme metal ύφος που σπάει κόκκαλα. Σε συνδυασμό με τον τίτλο του κειμένου, κάποιοι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι και ίσως κάνουν μερικούς να χαμογελάσουν. Το “The Illusionist” δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα στο δίσκο και αυτό που μπορεί κάποιος να διακρίνει άμεσα είναι η ομοιότητα της εισαγωγής του κομματιού με το “YYZ” των Rush. Κατά τη διάρκειά του δίνεται άπλετος χώρος στον avant-garde / noise πειραματισμό, ανοίγεται ένα τεράστιο mosh pit και κάπου εκεί ανάμεσα εμφανίζονται επικές 70s στιγμές που παραπέμπουν σε Emerson Lake & Palmer. Καθόλου άσχημα. Στο κομμάτι “Marmarath” που ακολουθεί κυριαρχεί το επαναλαμβανόμενο και με τερματισμένο distortion κιθαριστικό riff, χαλί για τους «σφαγιαστικούς» πειραματισμούς του Medeski στα πλήκτρα. Η σκοτεινή, κινηματογραφική εισαγωγή του “Snakes and Ladders” σταδιακά μετατρέπεται σε έναν heavy metal εφιάλτη, διανθισμένο από πινελιές jazz και contemporary music. Το “Altertities” είναι μία γοητευτικά αφηρημένη σύνθεση, κατά τη διάρκεια της οποίας εμφανίζεται κάμποσες φορές ένα μίνι μουσικό θεματάκι-τρολλάρισμα για να έρθει το ογκώδες progressive metal με την ξυραφένια παραμόρφωση του “Paradigm Shift” και να σοβαρέψουν τα πράγματα. Έχοντας προηγηθεί όλα αυτά, ο τίτλος “The Divine Comedy” του κομματιού που κλείνει το δίσκο κάνει σαφές στον ακροατή ότι θα βιώσει νότα προς νότα κάθε κύκλο του έπους του Δάντη. Δύστροποι μουσικοί διάλογοι, ατμοσφαιρικά soundscapes, fusion περάσματα, ξεσπάσματα με blastbeats συνθέτουν το διάρκειας δεκατριών λεπτών πέρασμα από την Κόλαση στο Καθαρτήριο και τελικά στον Παράδεισο. Μία αιρετική άποψη που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι πως το “Simulacrum” είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει κυκλοφορήσει στη metal μουσική τελευταία. Εμείς δε θα πούμε αυτό. Θα πούμε πως αυτό που συμβαίνει στο διάρκειας 43 λεπτών “Simulacrum” είναι ένα ξέφρενο rollercoaster ήχων και συναισθημάτων. Πρόκειται για ένα δίσκο που ρέει ακατάπαυστα σε συνθήκες ακραίου πειραματισμού, σε αρπάζει απ’ τα μούτρα, σε χτυπάει κάτω σαν το χταπόδι και δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα ούτε δευτερόλεπτο. Τέλος.
9 / 10 Ηλίας Γουμάγιας | Zorn in the high castle Η συγκρότηση και ο σχεδιασμός κάθε λεπτομέρειας στα πλαίσια του πειραματικού χάους είναι δύσκολο έργο, ακόμα και για τον ίδιο τον εμπνευστή. Μετά από εκατοντάδες albums αυτό ήταν ίσως το μόνο που δεν είχαμε δει από τον John Zorn μέχρι σήμερα. Στο “Simulacrum” ο συνθέτης και ενορχηστρωτής (δεν παίζει εδώ) δεν το πέτυχε απλά, αλλά θριάμβευσε χάρη στο στρατηγικό στήσιμο του project, επιλέγοντας τριμελές σχήμα με έναν εγκρατή, κατά βάση math-metal κιθαρίστα (Matt Hollenberg), έναν all-around σύγχρονο drummer (Kenny Grohowski) και έναν πολύπειρο πιανίστα και κημπορντίστα στο organ (John Medeski). Αν και οι περισσότεροι ήχοι που επέλεξε να αναμίξει εδώ ο Zorn είναι θεωρητικά συναφείς, το συνολικό αποτέλεσμα δε μοιάζει με τίποτα φαινομενικά αντίστοιχο. Avant-prog, jazz, noise, experimental, metal από τις παρυφές του math έως τον tech και prog χαρακτήρα, 70s progressive rock και fusion συνυπάρχουν ή διαδέχονται το ένα το άλλο κατόπιν απότομων αλλαγών που πιθανώς ξενίζουν, σίγουρα εκπλήσσουν και αναμφισβήτητα εντυπωσιάζουν. Ενδεικτικότατο παράδειγμα αποτελεί το 12λεπτο “The Illusionist” που ανοίγει εντυπωσιακά το δίσκο, αποτελούμενο κατ’ ουσίαν από τρία διαφορετικά θέματα τα οποία αναπτύσσονται ευφυέστατα. Το εισαγωγικό metal riff του Hollenberg καταλήγει σε μαζικό RIO πανζουρλισμό κι από εκεί στο vintage prog σόλο του Medeski και την εκπληκτική σύμπλευση των δύο μέχρι το avant-garde / free jazz κλείσιμο. Το “Marmarath” λογικά πλέον ακούγεται απλούστερο, με το αργό, πασίβαρυ riffing της κιθάρας να αποτελεί το «χαλί» για ένα οργιαστικό organ σόλο, ενώ το κινηματογραφικό “Snakes And Ladders” ακούγεται βγαλμένο από ταινία τρόμου με το τρίο να συγχρονίζεται καταπληκτικά. Το σύντομο αλλά πυκνότατο “Alterities” αποτελεί την πιο χιουμοριστική στιγμή στο album, με ογκώδη avant-prog και noise χαρακτήρα, ενώ στο “Paradigm Shift” οι ρόλοι κιθάρας-πλήκτρων αντιστρέφονται σε σχέση με το “Marmarath”, με την κιθαριστική κυριαρχία να είναι απολαυστική (Meshuggah-ειδής εδώ) από το εκρηκτικό riff του Hollenberg μέχρι άλλο ένα πανέμορφο σόλο από τον σοφό Medeski. Το έτερο epic του δίσκου, το 13λεπτο “The Divine Comedy”, κλείνει το “Simulacrum” όπως ακριβώς ξεκίνησε με το “The Illusionist”: πολυπρόσωπα και ασίγαστα ενεργητικά, με το metal να επιτίθεται αδιάκοπα, το noise και το avant-prog να επιτείνουν τη νοσηρότητα και το 70s prog να έπεται ως φυσική κατάληξη. Έτσι ολοκληρώνεται το album και στο τέλος κάθε νέας ακρόασής του αυξάνεται γεωμετρικά η εκτίμηση της συμβολής του αφανή ήρωα, Kenny Grohowski, στον οποίο οφείλεται η ανάδειξη και στήριξη των θεμάτων των Hollenberg και Medeski με την ανεξάντλητη φρασεολογία του και τα συνεχή «αγχωτικά» γεμίσματά του στα τύμπανα. Όσο κι αν η ξεχωριστή συνθετική σφραγίδα και το avant / jazz στίγμα του Zorn είναι εμφανή και ακόμα κι αν δεν παρεκκλίνει του γενικού στόχου του, ο τρόπος προσέγγισής του στο “Simulacrum” είναι εκπληκτικά πρωτότυπος για τα δεδομένα του συνθέτη, απαράμιλλου ενορχηστρωτή και παραγωγού. Παρά την πολυπλοκότητα, την έντονη προοδευτικότητα και τον (συχνά atonal) πειραματικό χαρακτήρα, ο δημιουργός δε διστάζει να προτάξει την επιθετικότητα, την απολυτότητα των φράσεων και τον μετρικό καταιγισμό από το ιδιοφυώς μονομελές rhythm section. Η απουσία μπάσου εντείνει αυτή την αμεσότητα, την οξύτητα και κατά προέκταση την επιδραστικότητα της κάθε φράσης, στοχεύοντας μέσω της έλλειψης βάθους στο άγχος, την ένταση, την εγκεφαλική πρόκληση και τη δύστροπη απόλαυση χωρίς ατμοσφαιρικές «συμβάσεις». Φυσικά, το θέμα δεν είναι απλώς η τόλμη των προθέσεων του κ. Zorn, αλλά η θριαμβευτική επιτυχία του “Simulacrum” σε επίπεδο αισθητικής, δικαιολογώντας την παράφραση ενός σπουδαίου βιβλίου του Philip K. Dick, άμεσα σχετικού με το concept των simulacra.
9 / 10 Δημήτρης Καλτσάς |
Κάντε το πρώτο σχόλιο