[Caroline International, 2021]
Intro: Kostas Barbas
Following the release of The Raven That Refused to Sing (And Other Stories) (2013), the most typical progressive rock album of his career, Steven Wilson decided to take a step away from the genre, bringing to the forefront other aspects of his music personality that already existed for years in his projects. If Hand. Cannot. Erase. (2015) was the transitional album, then To the Bone (2017) completed this shift to poppier tracks, a musician / producer probably exhausted after the many remasters on classic progressive rock albums that he completed at the time. His already declared love for Abba, Kate Bush, and Prince was shown for the first time in an entire album. The first samples of The Future Bites showed that the now 53-year-old Wilson would continue what he started with To the Bone.
It could be interesting, but…
When To the Bone was released in 2017, some of us had identified some weaknesses in Steven Wilson’s new album and had written our objections as to whether there was a future in what Wilson had in mind. Looking back, I think that we were proven right, since the album ranked last among his albums as a solo artist. All this until today, since The Future Bites comes to take with great ease this – not so honorable – position. Wilson failed to impress us again, although there is an objective interest in change of approach of a musician, from his huge great career in prog rock to more direct patterns (let’s say pop), basic drum beat, extensive use of synths and other electronic sounds, and mainly the detachment of the compositions from the typical rock instrumentation.
The Future Bites continues from where To the Bone had stopped, with the mood for change towards the new direction being even more intense. The result is disappointing because the real changes are very few. The character of Steven Wilson’s music remains so strong that in his attempt to incorporate into this 80s style of pop music introduced by Peter Gabriel (King Ghost) or Pink Floyd (Eminent Sleaze, Man of the People), he weakens every melody, every rhythm, every possibility of evolving the music into something that will fascinate the listener.
Even in the songs (12 Things I Forgot) in which he chooses to do what he knows well, simulating his radio-friendly collaboration with Aviv Geffen in Blackfield, he sounds rather weak and gray, just like the color he chose for the album’s artwork. If we look for some kind of success among the 8.5 compositions of the album, we will possibly find it in Personal Shopper, which is saved mainly due to the uptempo logic of an almost 10-minute song that at least manages to maintain its rhythm and mainly highlight the chorus and melodies, in an unnecessarily long duration.
On the other, although the album’s concept is rather shallow, it may save the day to some extent, since it does not go unnoticed like the music. The widespread use of technology, consumerism, and social media are topics that touch the senses of a white privileged musician who lives and works in the UK. Although Steven Wilson had offered us more imagination and more interesting stories throughout his discography, we consider it legitimate at this stage of his life to write what concerns him, because they add sincerity to his intentions.
The course of Steven Wilson’s career with The Future Bites may target a wider audience, and the album is definitely surrounded by positive opinions because it encapsulates some of the essential features of commercial pop-rock music. It is neither bad music nor does it offend the listener’s intelligence. But it has absolutely no features that could be a reference point of the genre, and it lacks a substantial artistic proposal, flickering between melodies written long ago and recent ideas that are logically not fully integrated into the musician’s consciousness.
5 / 10
Alexandros Topintzis
2nd opinion
If To The Bone could be described as a kind of experiment for Wilson, then The Future Bites is a settled musical proposition. His turn towards pop is now well thought out and as a musician he seems confident about what where he’s stepping on. It is clear that the British musician and producer is a huge connoisseur and collector of music of various genres, so creating an album like The Future Bites is not particularly difficult for him. The production is once again unreal and the general setting is flawless. The main problem with the record is that the compositions do not justify their creator at all, since the almost absolute lack of a memorable hook makes listening to it particularly boring. In his effort to adopt the persona of an intelligent pop artist (the way Peter Gabriel did in the past), Wilson fails almost completely, and eventually the music sounds like intelligent muzak. Worst of all, there are moments like the Prince rip-off Eminent Sleaze, that bring laughter, and that’s not nice at all for an artist of Steven Wilson’s level.
4 / 10
Kostas Barbas
[Caroline International, 2021]
Εισαγωγή: Κώστας Μπάρμπας
Μετά την κυκλοφορία του The Raven That Refused to Sing (And Other Stories) (2013), του πιο αυστηρά progressive rock δίσκου της καριέρας του, ο Steven Wilson αποφάσισε να προχωρήσει σε μια σταδιακή απαγκίστρωση από το είδος, βγάζοντας στο προσκήνιο πτυχές της μουσικής του προσωπικότητας που έτσι και αλλιώς υπήρχαν εδώ και χρόνια στα μουσικά του project. Αν το Hand. Cannot. Erase. (2015) υπήρξε ο μεταβατικός δίσκος, τότε το To the Bone (2017) ολοκλήρωσε αυτή τη στροφή σε πιο pop μονοπάτια, ενός μουσικού/παραγωγού πιθανότατα μπουχτισμένου από τα πολλά remaster σε κλασικούς progressive rock δίσκους που έφερε εις πέρας εκείνη την εποχή. Η έτσι και αλλιώς δηλωμένη αγάπη του στους Abba, στην Kate Bush και στον Prince, μεταφέρθηκε για πρώτη φορά πλήρης σε έναν ολόκληρο δίσκο. Τα πρώτα δείγματα του The Future Bites δείχνουν ότι ο – 53χρονος πλέον – Wilson θα συνεχίσει αυτό που άρχισε με το To the Bone.
Θα μπορούσε να είναι ενδιαφέρον, αλλά…
Όταν κυκλοφόρησε το To the Bone το 2017, κάποιοι από εμάς είχαμε εντοπίσει αδυναμίες στην νέα πρόταση του Steven Wilson και καταθέσαμε στα γραπτά μας κείμενα τις ενστάσεις μας για το αν υπάρχει μέλλον σε αυτό που έχει στο μυαλό του ο Βρετανός. Κοιτώντας προς τα πίσω, θεωρώ ότι ο χρόνος μας δικαίωσε, μιας και o δίσκος βρέθηκε στην τελευταία, αξιολογική θέση των δίσκων που έχει κυκλοφορήσει ως solo καλλιτέχνης. Όλα αυτά μέχρι σήμερα, αφού το The Future Bites έρχεται να κατακτήσει με μεγάλη ευκολία αυτή την όχι και τόσο τιμητική θέση. Ο Βρετανός δεν κατάφερε ξανά να μας κερδίσει, παρότι υπάρχει αντικειμενικό ενδιαφέρον για την μετατόπιση της προσέγγισης ενός μουσικού που έχει μια τεράστια καριέρα στο prog rock προς τις εύκολες φόρμες (ας τις πούμε pop), το basic drum beat, την εκτεταμένη χρήση synths και λοιπών ηλεκτρονικών ήχων και κυρίως την αποσύνδεση των συνθέσεων από την κλασική rock ενορχήστρωση.
Το The Future Bites συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το To the Bone, με διάθεση η αλλαγή να είναι ακόμα πιο έντονη προς την νέα κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό γιατί οι πραγματικές αλλαγές είναι ελάχιστες. Ο χαρακτήρας της μουσικής του Steven Wilson παραμένει τόσο δυνατός που στην προσπάθεια του να ενσωματώσει σε αυτόν το 80s στυλ των εύπεπτων στιγμών που μας χάρισαν ο Peter Gabriel (King Ghost) ή οι Pink Floyd (Eminent Sleaze, Man of the People) τελικά αποδυναμώνει κάθε μελωδία, κάθε ρυθμό, κάθε δυνατότητα εξέλιξης της μουσικής σε κάτι που θα συναρπάσει τον ακροατή.
Ακόμα και στα τραγούδια (12 Things I Forgot) που επιλέγει να κάνει αυτό που ξέρει καλά, προσομοιάζοντας την radio friendly συνεργασία του με τον Αviv Geffen στους Blackfield, ακούγεται άνευρος και γκρι όπως ακριβώς είναι και το χρώμα που επέλεξε για το artwork του δίσκου. Εάν αναζητήσουμε στο σύνολο των 8,5 συνθέσεων του δίσκου κάποιου είδους επιτυχία και αυτή με αστερίσκο, θα την εντοπίσουμε στο Personal Shopper, το οποίο διασώζεται κυρίως λόγω της uptempo λογικής ενός σχεδόν 10λεπτου τραγουδιού που τουλάχιστον καταφέρνει να διατηρήσει ακμαίο τον ρυθμό του και κυρίως να αναδείξει τα refrain και τις μελωδίες, μέσα σε μια άνευ λόγου ξεχειλωμένη, σχεδόν 10λεπτη διάρκεια.
Το concept του δίσκου από την άλλη, παρότι ρηχό σαν σύλληψη ίσως και να περισώζει την κατάσταση, μιας και δεν περνά απαρατήρητο σαν την μουσική. Η εκτεταμένη χρήσης της τεχνολογίας, ο καταναλωτισμός, τα social media είναι θεματικές που άπτονται του αισθητηρίου ενός white privileged μουσικού που ζει, εργάζεται στην Μεγάλη Βρετανία. Αν και στο σύνολο της δισκογραφίας του, ο Steven Wilson μας είχε προσφέρει μεγαλύτερη φαντασία και βιωματικές ιστορίες, κρίνουμε ως θεμιτό σε αυτή την φάση της ζωής του να ασχολείται με αυτά που τον απασχολούν, γιατί προσθέτουν ειλικρίνεια στις προθέσεις του.
Η πορεία που έχει πάρει η καριέρα του Steven Wilson με το The Future Bites μπορεί να είναι πιο ανοικτή στο κοινό που πλέον στοχεύει, το album σίγουρα περιβάλλεται από θετικές γνώμες γιατί εσωκλείει κάποια από τα απαραίτητα χαρακτηριστικά της εύπεπτης pop-rock μουσικής που καταναλώνεται στα πεταχτά. Δεν είναι ούτε κακή μουσική, ούτε προσβάλει την νοημοσύνη του ακροατή. Όμως δεν διαθέτει απολύτως κανένα χαρακτηριστικό για να αποτελέσει σημείο αναφοράς του χώρου και ακόμα περισσότερο στερείται μιας ουσιαστικής καλλιτεχνικής πρότασης, τρεμοπαίζοντας ανάμεσα σε ήδη σχηματισμένες από καιρό μελωδίες και πρόσφατες προσλαμβάνουσες που είναι πολύ λογικό να μην έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην συνείδηση του μουσικού.
5 / 10
Αλέξανδρος Τοπιντζής
2η γνώμη
Αν το To The Bone μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος πειράματος για τον Wilson, τότε το The Future Bites είναι μία κατασταλαγμένη μουσική πρόταση. Η στροφή του στην pop είναι πλέον απόλυτα μελετημένη και ο ίδιος ως μουσικός μοιάζει σίγουρος για το που πατάει. Είναι σαφές πως ο Βρετανός μουσικός και παραγωγός είναι τεράστιος γνώστης και συλλέκτης μουσικής διαφόρων ειδών, οπότε το να δομήσει ένα δίσκο όπως το The Future Bites δεν του είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Η παραγωγή είναι για μία ακόμα φορά εξωπραγματική και το γενικότερο στήσιμο αψεγάδιαστο. Το βασικό πρόβλημα στον δίσκο είναι πως οι συνθέσεις δεν δικαιώνουν καθόλου τον δημιουργό τους, αφού η σχεδόν παντελής έλλειψη κάποιου αξιομνημόνευτου hook κάνουν ιδιαίτερα βαρετό το άκουσμα. Επίσης ο Wilson εκθέτει τον εαυτό του, προσπαθώντας να υιοθετήσει την περσόνα του intelligent pop artist (με τον τρόπο που το έκανε ο Peter Gabriel), αποτυγχάνοντας σχεδόν πλήρως σε αυτό και τελικά ακούγεται κάτι σαν intelligent muzak. Το χειρότερο είναι πως υπάρχουν στιγμές, όπως το Prince rip-off Eminent Sleaze, που φέρνουν γέλιο και αυτό δεν είναι καθόλου ωραίο για έναν καλλιτέχνη του επιπέδου του Steven Wilson.
4 / 10
Κώστας Μπάρμπας