[Century Media Records, 2020]
Intro: Tasos Poimenidis
Oceans of Slumber were formed in 2011 in Houston, Texas, something you would hardly imagine with the dark and twisted music they play. Their debut album, Aetherial (2013), became known only in underground circles. The coming of Cammie Gilbert in 2014 and the EP Blue (2015) (which included covers) did not foreshadow the band’s next steps. In 2016 they signed a contract with Century Media and the band released two very special albums, Winter (2016) and Banished Heart (2018). Since then, the only permanent members are Gilbert and drummer Dobber Beverley. Apart from that, however, the main reference axis is the musical vision of the two of them, i.e. a special mix of progressive and death metal incorporating classic and atmospheric doom metal, progressive rock and other genres. Thus, we’re in 2020, and with the aforementioned vision in mind, the six Texans have released their self-titled album. Maybe it’s time for wider acceptance.
A fire in the vast darkness
The productivity of Oceans of Slumber does not seem to stop with a third album in four years. What one can quickly distinguish from the first spins is that this album has been thoroughly worked, and that the three new members (Semir Özerkan on bass, Jessie Santos and Alexander Lucian on guitars) seem to have bonded perfectly with the rest of the band.
The production by drummer / composer / band leader Dobber Beverly as well as the mixing and mastering by the great musician and producer Dan Swanö are exceptional and exemplary for the genre, and highlight all the compositions and assets of Oceans of Slumber. They give a natural and organic tone to the recordings, and the album really “breathes”, having the necessary thick sound it needs. Special mention should be made of the fantastic work of Giannis Nakos on the cover and artwork of the album, which is one of the most impressive we have seen in the last (many) years.
Since we are talking about genres, what do Oceans of Slumber really play? On this album you can find influences from progressive death metal (Opeth, Edge of Sanity, Ne Obliviscaris), the 90s British atmospheric doom scene (My Dying Bride, Anathema, Paradise Lost), Gathering, Type O Negative, as well as scattered elements of progressive metal, sludge, and even black metal. All these are combined in a masterful way, many times even within one song, resulting not in simple stitching of themes, but a single musical story with a solid structure. The progressive death metal umbrella is probably not enough and can’t exactly identify the band without the aforementioned analysis of influences.
Dobber’s playing is technical and full. Although he has been accused of overdrumming in the past, I think a lot of people will reconsider. In any case, of course we are talking about an album with a demanding and very technical drumming, and many times he is the protagonist. In many cases, however, the drums play a secondary role for the sake of the excellent strings, the keys, and of course Cammie Gilbert’s voice.
The most recognizable figure of the band stands out once again with her expressive voice and theatrical performances. Personally, I do not consider Gilbert a unique singer, as written on social media and the press, but I think she’s remarkable and very suitable for the band’s style, especially when it calms down and becomes atmospheric and/or melodic. In this album, she maintains a high performance level, as usual.
The compositions that stand out are Soundtrack to My Last Day, Pray for Fire (both satisfy any early Opeth withdrawals), the atmospheric The Colors of Grace with the amazing duet of Cammie with Mick Moss (Antimatter), and I Mourn These Yellow Leaves among other, very good compositions. It is difficult to find any weakness in this album. If one can summarize the emotions evoked by Oceans of Slumber, the words darkness, sadness, melancholy cannot be missing.
Great success may not come with this release (due to the current conditions), as the band’s music is addressed to a special type of audience (to be precise, the common section of diverse audiences), but it will certainly be appreciated in the future and most likely will be the band’s reference point in the coming years.
9 / 10
Tasos Poimenidis
2nd opinion
The fourth album of Oceans of Slumber confirms that it is a good band that has not found its own style, so that it can unfold its virtues. 2016’s Winter had made some buzz in the metal community, but I think that the band’s more special features were revealed in The Banished Heart, especially when they took advantage of Cammie Gilbert’s unique voice. In this year’s self-titled release, this effort was largely abandoned, as the structures bring the guitars back to the forefront. In the opening track, The Soundtrack to My Last Day, the Opeth approach may fit perfectly into Cammie’s velvety voice and the interchange in growls may be as convincing as this sound requires, but this is not the case with the rest of the songs. The most typical example is the rather unconnected Total Failure Apparatus, which leaves you confused between multiple, sloppy changes that mostly had absolutely no meaning. Oceans of Slumber seem to be out of their league when they want to play faster. On the contrary, when they follow their rhythmic style, remaining faithful to the doom metal-meets-soul recipe, they manage to charm those who are somehow fascinated by this mixture. The Red Flower sounds as if it emerged from The Banished Heart sessions, and is perhaps the most authentic moment of the album, with Gilbert’s superb performance accompanied by a piano and the guitar and bass feedback. In a nutshell, it’s not about effort, it’s about style.
7 / 10
Alexandros Topintzis
[Century Media Records, 2020]
Εισαγωγή: Τάσος Ποιμενίδης
Οι Oceans of Slumber δημιουργήθηκαν το 2011 στο πολύ θερμό Houston του Texas, κάτι που δύσκολα θα υπέθετε κανείς με την τόσο σκοτεινή και στρυφνή μουσική που υπηρετούν. Το ντεμπούτο τους Aetherial (2013) έγινε γνωστό μόνο σε underground κύκλους. Η προσχώρηση της Cammie Gilbert το 2014 και το EP διασκευών Blue (2015) δεν προϊδέασαν τα επόμενα βήματα. Το 2016 κέρδισαν συμβόλαιο με την Century Media και το συγκρότημα κυκλοφόρησε δύο πολύ ιδιαίτερους δίσκους, τα Winter (2016) και Banished Heart (2018). Έκτοτε τα μόνα σταθερά μέλη είναι η Gilbert και ο drummer Dobber Beverley. Πέραν αυτών, όμως, ο κυριότερος άξονας αναφοράς είναι το μουσικό όραμα των δύο τους. Ένα ιδιαίτερο μίγμα από progressive και death metal που δεν φοβάται να ενσωματώσει μέσα του κλασικό και ατμοσφαιρικό doom, progressive rock και άλλα είδη. Κάπως έτσι φτάσαμε στο 2020 και με το προαναφερθέν όραμα στο νου τους οι έξι Τεξανοί κυκλοφορούν το ομότιτλο album τους. Ίσως ήρθε και η ώρα μαζί με αυτό για μια ευρύτερη αποδοχή.
Μια φωτιά μέσα στο απέραντο σκοτάδι
Η παραγωγικότητα των Oceans of Slumber φαίνεται να μην σταματάει με τρίτο δίσκο μέσα σε τέσσερα χρόνια. Αυτό που διακρίνει κανείς γρήγορα με τις πρώτες ακροάσεις είναι ότι η παρούσα δουλειά είναι δουλεμένη και στην παραμικρή λεπτομέρεια και ότι τα τρία καινούρια μέλη (Semir Özerkan στο μπάσο, Jessie Santos και Alexander Lucian στις κιθάρες) φαίνεται να έχουν δέσει τέλεια με την υπόλοιπη μπάντα.
Η παραγωγή του drummer / συνθέτη / ηγέτη Dobber Beverly καθώς και η μίξη και το mastering του σπουδαίου μουσικού και παραγωγού Dan Swanö είναι εξαιρετικά και υποδειγματικά για το είδος και αναδεικνύουν όλες τις συνθέσεις και τα προτερήματα των Oceans of Slumber. Δίνουν έναν φυσικό και οργανικό τόνο στις ηχογραφήσεις και πραγματικά το album «αναπνέει» έχοντας και τον απαραίτητο όγκο που χρειάζεται. Ειδική μνεία θα πρέπει να κάνουμε και για την φανταστική δουλειά του Γιάννη Νάκου στο εξώφυλλο και στο artwork του δίσκου, που είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά που έχουμε δει τα τελευταία (πολλά) χρόνια.
Μιας και μιλάμε για είδος, τι στα αλήθεια υπηρετούν οι Oceans of Slumber; Σε αυτό τον δίσκο μπορεί να βρει κανείς επιρροές από το progressive death metal (Opeth, Edge of Sanity, Ne Obliviscaris), τη 90s βρετανική ατμοσφαιρική doom σκηνή (My Dying Bride, Anathema, Paradise Lost), τους Gathering, τους Type O Negative καθώς και διάσπαρτα σημεία progressive metal, sludge ακόμη και black metal. Όλα αυτά δένουν με αριστοτεχνικό τρόπο, πολλές φορές ακόμη και στο ίδιο κομμάτι, χωρίς να δημιουργείται κάποια απλή συρραφή θεμάτων, αλλά μια ενιαία μουσική ιστορία με δουλεμένη δομή. H ομπρέλα progressive death metal εδώ πιθανότατα δεν είναι αρκετή και δεν μπορεί να προσδιορίσει ακριβώς την μπάντα χωρίς την παραπάνω επιμέρους ανάλυση σε επιρροές.
Το παίξιμο του Dobber είναι τεχνικό και γεμάτο. Αν και στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί τρόπον τινά για overdrumming, νομίζω ότι εδώ πολύς κόσμος θα αναθεωρήσει. Σε κάθε περίπτωση βέβαια μιλάμε για δίσκο με απαιτητικό και πολύ τεχνικό drumming και πολλές φορές αυτά θα βγουν μπροστά στο κομμάτι. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, μπαίνουν σε δεύτερο ρόλο για χάρη των εξαιρετικών εγχόρδων, των πλήκτρων και φυσικά της φωνής της Cammie Gilbert.
Η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα του συγκροτήματος αναδεικνύεται ακόμη μια φορά και δεν θα γινόταν αλλιώς με την εκφραστική φωνή και τις θεατρικές ερμηνείες που διαθέτει. Προσωπικά δεν την θεωρώ την τεράστια φωνή που γράφεται στα social media και στον τύπο, την θεωρώ όμως εξαιρετική τραγουδίστρια και πάρα πολύ ταιριαστή για το ύφος της μπάντας, ειδικότερα όταν αυτή ηρεμεί και γίνεται ατμοσφαιρική ή/και μελωδική. Σε αυτό το album κρατάει ψηλά σε ποιότητα τις ερμηνείες της, όπως μας έχει συνηθίσει.
Συνθέσεις που μπορεί να ξεχωρίσει κανείς είναι τα εναρκτήρια Soundtrack to My Last Day, Pray for Fire (αμφότερα ικανοποιούν άπειρα στερητικά σύνδρομα παλιών Opeth), το ατμοσφαιρικό Colors of Grace με το εκπληκτικό ντουέτο της Cammie με τον Mick Moss των Antimatter και το I Mourn These Yellow Leaves μεταξύ πολύ ποιοτικών συνθέσεων. Δύσκολα θα διακρίνει κανείς κάποια αδυναμία στη δουλειά αυτή. Αν μπορεί κάποιος να συνοψίσει τα συναισθήματα που προκαλεί το Oceans of Slumber, οι λέξεις σκοτάδι, θλίψη, μελαγχολία δεν θα μπορούν να λείπουν από τη σύνοψη αυτή.
Η μεγάλη επιτυχία μπορεί να μην έρθει με αυτή την κυκλοφορία (ελέω και των σημερινών συνθηκών), καθώς η μπάντα απευθύνεται σε ειδικού τύπου κοινό (για να ακριβολογούμε στην κοινή τομή ετερόκλητων κοινών), όμως σίγουρα θα χαίρει εκτίμησης στο μέλλον και πολύ πιθανά να είναι το σημείο αναφοράς της μπάντας τα επόμενα χρόνια.
9 / 10
Τάσος Ποιμενίδης
2η γνώμη
Ο τέταρτος δίσκος των Oceans of Slumber έρχεται για να επιβεβαιώσει ότι είναι μεν μια καλή μπάντα που όμως δεν έχει βρει τον χώρο της, ώστε να ξεδιπλώσει τις όποιες αρετές έχει. Το Winter του 2016 είχε κάνει κάποιο ντόρο στην metal κοινότητα, όμως θεωρώ ότι στο The Banished Heart φάνηκαν κάποιες πιο ιδιαίτερες δυνατότητες του group, ιδίως όταν εκμεταλλεύονταν με σωστό τρόπο τις φωνητικές δυνατότητες της Cammie Gilbert. Στο φετινό, ομώνυμο album, η προσπάθεια αυτή εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό, μιας και οι δομές επαναφέρουν τις κιθάρες στο προσκήνιο. Στο εναρκτήριο The Soundtrack to My Last Day, η Opeth προσέγγιση μπορεί να εφαρμόζει τέλεια στη βελούδινη φωνή της Cammie και η εναλλαγή στα growls να είναι όσο ψαρωτική απαιτεί αυτός ο ήχος, όμως αυτό δεν συμβαίνει και στα υπόλοιπα τραγούδια. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρώ είναι το ασύνδετο Total Failure Apparatus, που σε αφήνει μπερδεμένο ανάμεσα σε πολλαπλές, «ατσούμπαλες» εναλλαγές που τις περισσότερες φορές δεν είχαν απολύτως κανένα νόημα. Οι Oceans of Slumber φαίνεται ότι όταν θέλουν να παίξουν πιο γρήγορα, βρίσκονται έξω από τα νερά τους. Αντίθετα, όταν ακολουθούν το ράθυμο στυλ τους, εκτελώντας πιστά την doom metal-meets-soul συνταγή, καταφέρνουν να γοητεύουν όσους τέλος πάντων γοητεύονται από αυτό το μείγμα. To The Red Flower, σαν να προέκυψε από τα sessions του The Banished Heart, είναι ίσως η πιο αυθεντική στιγμή του album, με την συγκλονιστική ερμηνεία της τραγουδίστριας παρέα με ένα πιάνο και το feedback κιθάρας και μπάσου, να καθηλώνει. Εν ολίγοις, δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο.
7 / 10
Αλέξανδρος Τοπιντζής