[Guerssen Records, 2017]
Intro: Thomas Sarakintsis
Translation: Niki Nikolakaki
22 / 03 / 2017
The work of Catalan Guerssen Records is worth praising. They specialize in the promotion of obscure material not only rare and remarkable, but appropriate to further enrich the kaleidoscopic tour of the pioneers of the 70s. The effort of Guerssen Records started in 1996 with their task running out just in the emergence of 70s short-lived bands against the oblivion of time. In essence, bands with psychedelic sound, folk with progressive developments, jazz passages and sometimes guitar. In short, the fullness of time arrived for the Canadians Heat Exchange in order to be made known to wide audiences and especially to the community of those amiably disposed towards the seventies.
[bandcamp width=650 height=120 album=3246039219 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
This past present
The history of Heat Exchange starts somewhere in the late 60s in Toronto, Canada. The band emerged from a band named Cloud which involved four of the total of six of Heat Exchange members, except the saxophonist / flutist Craig Carmody and the lead singer Mike Langford. The unsuccessful attempts to release their debut album in 1972 in connection with the indifference of the record companies, led them inevitably to their break-up. However, they managed to deliver a concise legacy of three 45 rpm records, the six compositions of which are included in this album, along with some unreleased songs. Some of the band members kept the recorded material and Guerssen Records willing to carry out her purpose once again, gathered their material and presents an addictive compositions package where a blending of heavy prog, prog folk, pop glimpses, jazz and rock guitar is harmoniously achieved.
What seems clear is that their place of origin is not indicative of their influences. The whole aesthetics of the album refers to bands of the Old Albion and the generalized wave of prog rock of that era. If we want to clarify the effects that arise, these will probably be found in two of the favorite bands of Carmody, Emerson, Lake and Palmer and King Crimson, the Raw Material, Jethro Tull, The Nice, Web, and Argent. The album has an exciting flow capturing a band composed of highly talented musicians. To avoid prolixity in relation to the individual development of the album, I wish to stand on tracks which fascinated me most and to the minimum disadvantages I received as a listener.
First, it is the opening For Those Who Listen, a four-minute prog folk anthem based on the keyboards of Gord McKinnon. Imagine a mixing of Argent, Jethro Tull and Procol Harum with the discreet but very successful presence of the flute of Carmody. In the surprising title track Reminiscence, whose characteristic introduction recollects late 60s-early 70s keyboard-driven prog bands, until the Carmody flute takes charge of the composition to take off completely the composition. In the also excellent jazzy Stopwatch but mainly in the last track of the album, the prog / folk epic Four to Open the Door. From there onwards, Can you Tell Me is constructed on a pop base brightened with distinct funk blends, while the highly remarkable Scat effortlessly evokes N.S.U. by Cream. The heavy prog Inferno convinces equally with the foregoing, as well as the switch of harmonica and saxophone in the very good She Made All Alone. The intelligible Philosophy and Scorpio Lady without touching the heights of the previous compositions do not affect the positive sign of the total.
For several years we share a seamless revival of the past, with the positive and negative aspects. Bands like Heat Exchange underline the purpose of this revival which is not ephemeral and any trendy trivialization, but the need to update the past through the present. Reminiscence is a serious reminder of this revival. Rush fearlessly and listen.
8 / 10
Thomas Sarakintsis
2nd opinion
It would not be an overstatement to say that this album is a lost gem which if it were released in the early 70s, it would definitely have at least the same glamour of other exceptional Canadian albums of that era, e.g. Amish, Ellison and A Foot In Coldwater. Focusing on aggressive guitar riffs, the absolutely precise rhythm section and the passionate vocals, Heat Exchange offer 10 tight and diverse tracks that verify the introduction of this review. The touches of the saxophone and the flute give lyricism to the heavy prog potential of For Those Who Listen and Reminiscence in contrast to the quite hard rock Inferno and Philosophy, while the transition to the impregnated with blues / funk / jazz elements of Can You Tell Me, She Made Me Alone, Scorpio Lady and Scat does not surprise at all. Finally, the almost ten-minute epic Four To Open The Door unites all the above and ideally closes a magnificent album.
8.5 / 10
Paris Gravouniotis
[Guerssen Records, 2017]
Εισαγωγή: Θωμάς Σαρακίντσης
Μετάφραση: Νίκη Νικολακάκη
22 / 03 / 2017
Άξιο επαίνων το έργο της καταλανικής Guerssen Records, η οποία εξειδικεύεται στην προβολή obscure υλικού όχι μονάχα σπάνιου αλλά και αξιόλογου, κατάλληλου να εμπλουτίσει περαιτέρω τις καλειδοσκοπικές περιηγήσεις των σκαπανέων των 70s. Η προσπάθεια της Guerssen Records εκκινείται από το 1996, με το έργο της να εξαντλείται στην ανάδειξη 70s βραχύβιων συγκροτημάτων ενάντια στη λήθη του χρόνου. Επί της ουσίας, συγκροτήματα με ήχο ψυχεδελικό, φολκλορικό, με progressive αναπτύξεις, jazz περάσματα και ενίοτε κιθαριστικό. Κοντολογίς, το πλήρωμα του χρόνου κατέφθασε και για τους Καναδούς Heat Exchange με στόχο να γνωστοποιηθούν σε ευρέα ακροατήρια και ειδικότερα προς την κοινότητα των φίλα διακείμενων προς τα αξιέραστα seventies.
[bandcamp width=650 height=120 album=3246039219 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
This past present
Η ιστορία των Heat Excange αναζητείται κάπου στα τέλη των 60s στο Τορόντο του Καναδά. Η μπάντα προέκυψε από τους Cloud όπου συμμετείχαν τέσσερα από τα συνολικά έξι μέλη των Heat Exchange, εκτός του σαξοφωνίστα / φλαουτίστα Craig Carmody και του lead singer Mike Langford. Οι ατελέσφορες προσπάθειες για να κυκλοφορήσουν το παρθενικό τους album το 1972 σε συνάρτηση με την αδιαφορία των εταιρειών, τους οδήγησαν μοιραία στη διάλυση. Παρόλα αυτά, κατάφεραν και άφησαν μία συνοπτική παρακαταθήκη τρίων δίσκων 45 στροφών, των οποίων οι έξι συνθέσεις περιλαμβάνονται στην υπό αξιολόγηση κυκλοφορία μαζί με κάποια ακυκλοφόρητα κομμάτια. Κάποια από τα μέλη του συγκροτήματος φύλαξαν το ηχογραφημένο υλικό και η Guerssen Records πρόθυμη για να επιτελέσει για μία ακόμα φορά το σκοπό της, συγκέντρωσε το υλικό τους και μας παρουσιάζει ένα εθιστικό πακέτο συνθέσεων όπου επιτυγχάνεται αρμονικά ένας συγκερασμός από heavy prog, prog folk, pop αναλαμπές, jazz και κιθαριστικό rock.
Αυτό που διαφαίνεται εναργώς είναι ότι ο τόπος καταγωγής τους δεν είναι δηλωτικός των επιρροών τους. Η όλη αισθητική του δίσκου παραπέμπει σε μπάντες της Γηραιάς Αλβιόνας και στο γενικευμένο κύμα του prog rock εκείνης της εποχής. Αν θέλουμε να διασαφηνίσουμε τις επιδράσεις που προκύπτουν, αυτές μάλλον θα πρέπει να αναζητηθούν σε δύο από τις αγαπημένες μπάντες του Carmody, στους Emerson, Lake and Palmer και στους King Crimson, στους Raw Material, στους Jethro Tull, στους The Nice, στους Web και στους Argent. Ο δίσκος ρέει συναρπαστικά απαθανατίζοντας μία μπάντα αποτελούμενη από εξαιρετικά ταλαντούχους μουσικούς. Για να μην απεραντολογούμε σε σχέση με την επιμέρους εξέλιξη του δίσκου, επιθυμώ να σταθώ στα κομμάτια που με γοήτευσαν περισσότερο αλλά και και στα ελάχιστα μειονεκτήματα που εξέλαβα.
Αρχικά, στο εναρκτήριο For Those Who Listen, ένας τετράλεπτος prog folk ύμνος βασιζόμενος στα keyboards του Gord McKinnon. Φανταστείτε μία μίξη Argent, Jethro Tull και Procol Harum με τη διακριτική αλλά πολύ πετυχημένη παρουσία του φλάουτου του Carmody. Στο εκπληκτικό ομότιτλο Reminiscence, του οποίου η χαρακτηριστική εισαγωγή αναπολεί late 60s-early 70s keyboard-driven prog μπάντες, μέχρι να αναλάβει τα ηνία της σύνθεσης το φλάουτο του Carmody για να απογειωθεί τελείως η σύνθεση. Στο επίσης εξαιρετικό jazzy Stopwatch αλλά κυρίως στην έσχατη στιγμή του album το prog / folk έπος Four to Open the Door. Από ‘κει κι έπειτα, το Can you Tell Me δομείται επί μίας pop βάσης διανθισμένο με ευδιάκριτες funk προσμίξεις, ενώ το πολύ αξιόλογο Scat φέρνει αβίαστα στο νου το N.S.U. των Cream. Το heavy prog του Inferno πείθει εξίσου με τα προαναφερθέντα, όπως και η εναλλαγή φυσαρμόνικας και σαξόφωνου στο πολύ καλό She Made All Alone. Τα εύληπτα Philosophy και Scorpio Lady δεν αγγίζουν τα ύψη προηγούμενων συνθέσεων χωρίς να επηρεάζουν το θετικό πρόσημο του συνόλου.
Εδώ και αρκετά χρόνια είμαστε μέτοχοι μίας αδιάλειπτης αναβίωσης του παρελθόντος, με τα θετικά και τα αρνητικά της. Μπάντες όπως οι Heat Exchange υπογραμμίζουν το σκοπό αυτής της αναβίωσης που δεν είναι το εφήμερο και ο οποιοσδήποτε trendy ευτελισμός, αλλά η ανάγκη για να επικαιροποιείται το παρελθόν μέσω του παρόντος. Το Reminiscence αποτελεί μία σοβαρή υπόμνηση αυτής της αναβίωσης. Σπεύστε άφοβα και αφουγκραστείτε.
8 / 10
Θωμάς Σαρακίντσης
2η γνώμη
Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε πως το συγκεκριμένο album αποτελεί ένα χαμένο διαμάντι το οποίο αν είχε κυκλοφορήσει στα early 70s σίγουρα θα είχε τουλάχιστον την ίδια αίγλη άλλων εξαιρετικών καναδικών δίσκων της εποχής όπως τα Amish, Ellison και A Foot In Coldwater. Με άξονα τα επιθετικά κιθαριστικά riffs, το απόλυτα ακριβές rhythm section και τα παθιασμένα φωνητικά, οι Heat Exchange μας προσφέρουν 10 σφιχτοδεμένα και πολυποίκιλα κομμάτια τα οποία επαληθεύουν την εισαγωγή του κειμένου. Οι πινελιές του σαξοφώνου και του φλάουτου προσδίδουν λυρικότητα στο δυναμικό heavy prog των For Those Who Listen και Reminiscence σε αντίθεση με τα εντελώς hard rock Inferno και Philosophy, ενώ η μετάβαση στα εμποτισμένα με blues/funk/jazz στοιχεία Can You Tell Me, She Made Me Alone, Scorpio Lady και Scat δεν ξενίζει καθόλου. Τέλος, το σχεδόν δεκάλεπτο epic Four To Open The Door που συγκερνάει όλα τα παραπάνω κλείνει ιδανικά έναν φοβερό δίσκο.
8.5 / 10
Πάρης Γραβουνιώτης
Be the first to comment