[Century Media, 2018]
Intro: Tasos Poimenidis
Translation: Alexandros Mantas
06 / 12 / 2018
Voivod is a Canadian band which even though references are no use to them, it still seems to be one of the well-hidden secrets of the metal scene, accessible only to initiated listeners even up to this day. Naturally, the only reason for this is the intricate nature of their music. True, many seasoned listeners did embody many of their particular influences ranging from prog rock and punk to metal of their era. Bands like King Crimson, Pink Floyd, Die Kreuzen, Van Der Graaf Generator, Discharge, Motorhead, Venom just to pick a few out of a pool of heterogeneous influences created a unique palette that Voivod tapped into to give birth to an original musical canvas and coined a technical/progressive thrash style where the Canadians are a class by themselves and nothing ever before or since is remotely close to what they have done.
In spite of the difficult first steps since excluding Dennis “Piggy” D’Amour the remaining three members were of limited musical capacity, they pulled off to evolve into one of the most intelligent and interesting bands in the metal scene, ever. With every album from Killing Technology onwards their progress and evolution was evident with regard both to performance and song-writing, with the aforementioned album together with Dimesion Hatross, Nothingface and The Outer Limits taking the cake of an outstanding discography. The Wake released in September is an addition to their long catalogue and it seems it will keep us engaged for a long time.
Forgotten in Space, They’re Not Alone
Right from the first song Obsolete Beings it becomes apparent that Voivod are in creative form. Dan “Chewy” Mongrain’s riffs recall Piggy vividly and that’s the way it should be. When you’re done listening to this album it’s as if this phenomenal musical mind is still present through his worthy successor. Aside from being an exceptional composer and rhythm guitarist, Chewy is also very technical and unique lead player flaunting a style that draws from jazz fusion, but also from technical thrash/death metal. The Holdsworth-ish solo midway would make proud the great Englishman since Mongrain has already proved (the three albums he has done with Martyr are essential for every tech/death metal fan and they are genuinely superb records) that he is one of his smartest and most exceptional children. The composition nods directly to the Dimension Hatross / Nothingface era and sets the stage for the rest of the album. The crystal-clear and solid production does its bits to make the compositions stand out.
The interesting finale of Obsolete Beings is the cue for the mid-tempo King Crimson-ish intro of The End of Dormancy and the quality is still high, although it is a convoluted and demanding song for the listener. It goes on like that until it takes a more hypnotic and martial rhythm. A barrage of dissonant riffs brings vintage Voivod back to mind. The bass is high in the mix indulging often in almost lead licks on its own fighting in a sense the guitar dissonant chords. The glossy and treble tone of Rocky reminds intensely of a metal Chris Squire/Mike Rutherford version and it is unquestionably one of the pinnacles of the album, as was his predecessor’s Blacky.
The next song, Orb Confusion has a faster tempo with typical Voivod structure and riffs. Numerous theme-changes, disharmonies around the place and Snake at the top of his game proving once more he is a gifted and unique frontman. Another brilliant solo from Chewy comes by now as no surprise. Iconspiracy with a string quartet in the middle impresses while its themes and theatricality it emanates recall the Bergen scene intensely. Shades of Jeff Loomis echo in the solo and the riffs that follow next rank among the best of the album.
For the remaining album, it suffices to say that it meet the standards set by the aforementioned songs and the already analysed musical style. The closers Always Moving and Sonic Mycelium impress and the twelve minutes of the latter stuffed with adventurous and interesting changes are the ideal summary of what The Wake, and by extension Voivod in 2018, is.
What we’ve got here is a band that flourishes and a great album that keeps the core style of the band intact. Voivod even up to this day deliver gratifying music which won’t be absorbed easily, will intrigue and after multiple listens –necessary even for a seasoned listener – will reveal its unique moments to those who will invest the time to let it grow in their mind; a true prog (in every sense of the word) gem and one of the best albums in the last few years.
9 / 10
Tasos Poimenidis
[Century Media, 2018]
Εισαγωγή: Τάσος Ποιμενίδης
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μαντάς
06 / 12 / 2018
Οι Καναδοί Voivod είναι μία μπάντα που, ενώ δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις ως προς τα πεπραγμένα της, φαντάζει ακόμη και σήμερα ως ένα από τα κρυμμένα μυστικά του metal, προσβάσιμη ακόμη και σήμερα κυρίως σε ειδικού τύπου κοινό. Αιτία φυσικά δεν είναι άλλη από την ιδιαιτερότητα και τη στρυφνή φύση της μουσικής τους. Όντας αρκετά ψαγμένοι ως ακροατές μπόρεσαν να ενσωματώσουν πολλές και ιδιαίτερες επιρροές από prog rock και punk μέχρι metal της εποχής τους. Ενδεικτικά, μπάντες όπως οι King Crimson, Pink Floyd, Die Kreuzen, Van Der Graaf Generator, Discharge, Motorhead, Venom ανάμεσα σε πλήθος άλλων ετερόκλητων επιρροών δημιούργησαν μια ιδιαίτερη παλέτα χρωμάτων μέσω της οποίας οι Voivod μπόρεσαν να παράξουν έναν πολύ πρωτότυπο μουσικό καμβά και να δημιουργήσουν ένα πολύ ιδιότυπο είδος tech/ progressive thrash metal για το οποίο πραγματικά κάποιος μπορεί να πει ότι οι Καναδοί είναι μια κατηγορία από μόνοι τους και δεν θυμίζει οτιδήποτε άλλο πριν ή μετά.
Παρά το δύσκολό τους ξεκίνημα, αφού πλην του αδικοχαμένου Dennis “Piggy” D’Amour οι άλλοι τρεις ήταν περιορισμένων μουσικών δυνατοτήτων στις απαρχές τους, μπόρεσαν να εξελιχθούν σε μια από τις πιο έξυπνες και πιο ενδιαφέρουσες μπάντες που εμφανίστηκαν ποτέ στη metal σκηνή. Με κάθε δίσκο από το Killing Technology και μετά παρουσίαζαν σαφή εξέλιξη και πρόοδο τόσο στο εκτελεστικό κομμάτι όσο και στο συνθετικό, με το προαναφερθέν album μαζί με τα Dimesion Hatross, Nothingface και The Outer Limits να αποτελούν τα διαμάντια μιας έτσι και αλλιώς συνεπέστατης σε ποιότητα δισκογραφίας. Το φετινό The Wake έρχεται να προστεθεί στον μακρύ δισκογραφικό κατάλογό τους και φαντάζει ως ένα album που θα μας απασχολεί για καιρό.
Ξεχασμένοι στο διάστημα, δεν είναι μόνοι τους
Από το πρώτο τραγούδι Obsolete Beings καταλαβαίνει κανείς ότι οι Voivod βρίσκονται σε συνθετική φόρμα. Τα riffs του Dan “Chewy” Mongrain θυμίζουν έντονα τον Piggy και δε θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Ακούγοντας κανείς όλο τον δίσκο φαντάζει σαν το σπουδαίο αυτό μουσικό μυαλό να βρίσκεται ακόμη εν ζωή μέσω του άξιου διαδόχου του. Ο Chewy πέρα από εξαιρετικός συνθέτης και ρυθμικός κιθαρίστας είναι και ένας πολύ τεχνικός και ιδιαίτερος lead παίχτης με τη βάση του παιξίματος του να έρχεται από τη jazz fusion αλλά και από το τεχνικό thrash/death metal. Το à la Holdsworth solo στη μέση θα έκανε περήφανο τον σπουδαίο Άγγλο καθώς ο Mongrain έχει αποδείξει και κατά το παρελθόν (τα τρία album του με τους Martyr κρίνονται αναγκαία για κάθε φίλο του τεχνικού death metal και είναι πραγματικά σπουδαίες δουλειές) ότι είναι από τα πιο έξυπνα και ιδιαίτερα πνευματικά παιδιά του. Η σύνθεση παραπέμπει ευθέως στην εποχή Dimension Hatross / Nothingface και δίνει το μουσικό στίγμα για τον υπόλοιπο δίσκο. Η πεντακάθαρη και δυναμική παραγωγή βοηθάει ακόμη περισσότερο τις μουσικές ιδέες τους να αναδειχθούν .
Η King Crimson-ική εισαγωγή του The End of Dormancy σε mid tempo ρυθμούς παίρνει τη σκυτάλη από το πολύ ενδιαφέρον κλείσιμο του προηγούμενου κομματιού και η ποιότητα συνεχίζει να είναι υψηλή αν και σίγουρα αποτελεί ένα πιο δύσκολο και απαιτητικό τραγούδι για τον ακροατή. Το τραγούδι συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο μέχρι να μπει σε έναν υπνωτικό, μιλιταριστικό ρυθμό. Περισσότερα dissonant riffs που φέρνουν ξανά παλιούς Voivod στο μυαλό. Το μπάσο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη μίξη , παίζοντας πολλές φορές τα δικά του-σχεδόν lead-θέματα μονομαχόντας τρόπον τινά με τα dissonant chords της κιθάρας. Ο λαμπερός και πριμαριστός ήχος του Rocky θυμίζει έντονα μια metal έκδοση των Chris Squire/Mike Rutherford και αναμφίβολα αποτελεί ένα από τα ατού του δίσκου, όπως άλλωστε ήταν και του προκατόχου του Blacky στις περισσότερες δουλειές που συμμετείχε.
Πολύ πιο γρήγορο το επόμενο τραγούδι, Orb Confusion, που έχει δομή και riffs κλασικού Voivod κομματιού. Αρκετές αλλαγές στα θέματα και στους ρυθμούς, δυσαρμονία σε πολλές στιγμές και έναν Snake να αποτελεί μέχρι και σήμερα έναν χαρισματικό και μοναδικό frontman. Ακόμη ένα μοναδικό σόλο εδώ από τον Chewy που πλέον δεν εκπλήσσει κανέναν. Το Iconspiracy εντυπωσιάζει με το κουαρτέτο εγχόρδων στη μέση, ενώ τα θέματά του και η θεατρικότητα του θυμίζει έντονα τη σκηνή του Bergen. Στο σόλο διακρίνονται κάποιες επιρροές από τον Jeff Loomis ενώ τα θέματα που ακολουθούν μετά είναι από από τα καλύτερα του δίσκου.
Θα αρκεστώ να πω για το υπόλοιπο του δίσκου ότι ακολουθεί τα standard ποιότητας των προαναφερθέντων συνθέσεων αλλά και το μουσικό στίγμα που ήδη αναλύθηκε. Εντυπωσιάζουν τα τραγούδια που κλείνουν Always Moving και Sonic Mycelium με τα δώδεκα λεπτά του τελευταίου και τις περιπετειώδεις και ενδιαφέρουσες αλλαγές του να αποτελούν την ιδανική περίληψη του τι αποτελεί το The Wake και κατ’επέκτασην οι Voivod του 2018.
Έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα σε ακμή και μια σπουδαία δουλειά που κρατάει αναλλοίωτο το χαρακτήρα της . Οι Voivod ακόμα και σήμερα γράφουν μουσική που θα δυσκολέψει, θα ιντριγκάρει και μετά από τις αρκετές ακροάσεις -που θα χρειαστούν ακόμη και για έναν έμπειρο οπαδό τους- θα χαρίζει με τον καιρό μοναδικές μουσικές στιγμές στον ακροατή που θα του αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο ώστε να ωριμάσει στο μυαλό του. Ένα prog (με όλες τις έννοιες της λέξης) διαμάντι και ένας από τους καλύτερους δίσκους των τελευταίων χρόνων.
9 / 10
Τάσος Ποιμενίδης
Be the first to comment