[Goldencore Records, 2015]
Εισαγωγή: Χρήστος Μήνος
15 / 12 / 2015
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 οι Sieges even αποφασίζουν μετά από μακρά περίοδο αποχής από τα μουσικά δρώμενα να επιστρέψουν στη δράση, συνεχίζοντας το όραμα της μπάντας. Τα αδέλφια Holzwarth με τις απειράριθμες συμμετοχές σε μπάντες (η χαιρέκακη εκδίκηση του κιτς θα τους φέρει και στο δυναμικό των Rhapsody…) και ο Markus Steffen, τα ιδρυτικά μέλη, ξαναενώνονται μαζί με τον τραγουδιστή Arno Menses για να δημιουργήσουν εκ νέου μουσική. Δύο πολύ όμορφοι δίσκοι (“The Art Of Navigationg By The Stars”, “Paramount”) θα επισφραγίσουν την πολυαναμενόμενη επιστροφή τους χαρίζοντας στιγμές χαράς στους φίλους του προοδευτικού ήχου. Δυστυχώς, η μπάντα έμελλε να ξαναχωρίσει με τα μέλη της να ακολουθούν ξεχωριστούς δρόμους.
Την επαύριο της διάλυσης των Sieges Even, o Marcus Steffen και ο Arno Menses θα αποφασίσουν να φτιάξουν μια καινούργια μπάντα με το όνομα Subsignal η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί ως συνέχεια των Sieges even, με μια ευρύτερη αντίληψη στις μουσικές τους επιρροές.
Μέχρι σήμερα οι τρεις δίσκοι που έχουν κυκλοφορήσει εγκολπώνονται στοιχεία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους: από το AOR μέχρι το metal ακόμα και pop, διατηρώντας ταυτόχρονα το προοδευτικό υπόβαθρο που τους καθιστά τόσο ξεχωριστούς. Μπορεί να μην κομπάζουν πως είναι συνεχιστές των Sieges even, το πνεύμα όμως των τελευταίων υπάρχει στη μουσική τους και ειδικά στο τελευταίο τους πόνημα, “The Beacons Of Somewhere Sometime”.
Οι καρποί της συνειδητοποιημένης ωρίμανσης Στο άκουσμα του σχηματισμού των Subsignal το 2007, ένα πλατύ μειδίαμα είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό μου, δεδομένου πως οι Arno Menses και Markus Steffen που γέννησαν το συγκρότημα αυτό, είχαν συμβάλλει τα μέγιστα στο κολοσσιαίο “The Art of Navigating by the Stars” των Sieges Even. Η μουσική τους ανέκαθεν ήταν αξιόλογη αλλά χωρίς να καταφέρουν να δημιουργήσουν το δίσκο ορόσημο. Ήρθε άραγε η ώρα τους; Με διάρκεια πάνω από μια ώρα και 11 συνθέσεις το “The Beacons of Somewhere Sometime” είναι ένας χορταστικός δίσκος (όπως πρέπει στις προοδευτικές κυκλοφορίες) και ευτυχώς όχι μόνο όσον αφορά στη διάρκεια αλλά και στο περιεχόμενο. Από τη μικρή ορχηστρική εισαγωγή “Τhe Calm” είναι διάχυτος ο λυρισμός και η μουσική πορεία που θα ακολουθηθεί. Με μεγάλη μου χαρά, αν και οπαδός του μοντέρνου ήχου του progressive metal, οι Subsignal με τα πρώτα δείγματα γραφής στην παρούσα προσπάθειά τους ρέπουν σε αυτό που παραδοσιακά δημιουργούσαν με πολύ μεράκι οι mastermind τους. Δηλαδή, εγκεφαλικό, λυρικό, σχεδόν ποιητικό progressive rock / metal. Στις προηγούμενες δημιουργίες τους είχαν δοκιμάσει να εκμοντερνίσουν τον ήχο τους με διφορούμενα αποτελέσματα. Εδώ όμως υπάρχει ένα πιο μεθοδευμένο στρατηγικό πλάνο. Δε σημαίνει βέβαια πως λείπει η δυναμική ενός φρέσκου ήχου, καθότι το όρομα των Menses / Steffen ήταν να δημιουργήσουν ένα σχήμα στο οποίο θα πειραματιστούν ακόμα περισσότερο από τους Sieges Even. O πιο σύγχρονος αέρας αντικατοπτρίζεται στην κατά ουσίαν πρώτη σύνθεση εν ονόματι “Tempest”. Ακόμα κι εκεί όμως οι ακουστικές συνθέσεις και τα πλήκτρα έρχονται να μας θυμίσουν και να μας ορίσουν στο τι θα ακούσουμε. Σε κάθε σύνθεση είτε νεωτεριστική είτε όχι, θα υπάρχει κάποιο πιανιστικό ηχητικό τοπίο στο παρασκήνιο έως και σαξόφωνο (“And The Rain Will Wash it All Away”) είτε κάποιο εμπνευσμένο solo (“Α Τime Out of Joint”), είτε μια μπασογραμμή που ακολουθεί το δικό της ρυθμό, ένα αλατοπίπερο που νοστιμίζει σίγουρα το έδεσμα που μας προσφέρεται. Συναισθηματικές ελεγείες όπως το “A Myth Written in Water” ή πολύπλευρες άρτια δημιουργημένες λυρικές συνθέσεις όπως το “Everything Is Lost” δεν γράφονται κάθε μέρα. Τεχνικά και εκτελεστικά τα πάντα ακούγονται όπως πρέπει. Εύφημος μνεία πρέπει να αποδοθεί στον Arno Menses ο οποίος παραμένει ένα ολλανδικό αηδόνι που μόνο ευφορία μπορεί να σου προκαλέσει με το κελάηδισμά του. Το στιχουργικό περιεχόμενο είναι αντίστοιχο με την αισθητική του δίσκου: προσωπικές, ποιητικές, λυρικές σημειώσεις καλλιτεχνών που γράφουν μουσική για τον άνθρωπο με αντικείμενο τον άνθρωπο. Για το τέλος, οι Subsignal μας κράτησαν το καλύτερο, το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου κατατμημένο σε 4 μέρη τα οποία συνοψίζουν αυτά που ακούσαμε προηγουμένως, όμως έχουν φυσικά τη δική τους πνοή, ραχοκοκκαλιά και ιδέες. Ιδέες στις οποίες πέραν των προφανών, δεσπόζει ο χαρακτήρας του πιάνου, της ακουστικής κιθάρας, των πλήκτρων που προσομοιώνουν άλλα όργανα ακόμα και ήχος κλαρινέτου. Οι 4 αυτές συνθέσεις ακούγονται σαν σύνολο αλλά και μεμονωμένα. Προσωπική μου αδυναμία το συγκλονιστικό τρίτο μέρος “In this Blinding Light”. Τελικά, το φάσμα των συναισθημάτων που σου προκαλεί η ακρόαση του “The Beacons…” είναι πλήρες και ετερόκλητο περιλαμβάνοντας αισιοδοξία μα και μελαγχολία, ολοκλήρωση μα και σκέψη, το σίγουρο όμως είναι πως ταξιδεύει την ψυχή σου ανάλογα με πόσο διατεθειμένος είσαι να το ενστερνιστείς. Η μόνη μου ένσταση είναι πως ενώ στα πιο συναισθηματικά τραγούδια καταθέτουν την ψυχή τους και αιχμαλωτίζουν τη δικιά μου, τα πιο αισιόδοξα τραγούδια -αν και ποιοτικότατα- δε φτάνουν τον κολοφώνα της δημιουργίας όπως τα προαναφερθέντα, επομένως θα ήθελα να ακούσω ακόμα περισσότερες ατμοσφαιρικές, θλιμμένες συνθέσεις. Όπως φαίνεται, οι Subsignal ακολούθησαν την καρδιά τους και αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσουν έναν πολύ καλό δίσκο ο οποίος με πονοκεφαλιάζει ευχάριστα για το ποια θέση θα καταλάβει στη λίστα μου. Αν ψάχνετε να βρείτε τον πνευματικό διάδοχο των Sieges Even, είστε εδώ.
8.5 / 10 Μελέτης Δουλγκέρογλου | Γλυκές θύμισες Δύο χρόνια μετά τη κυκλοφορία του “Paraíso”, οι Subsignal κυκλοφορούν τον νέο τους δίσκο με αλλαγές στη σύνθεση τους, αλλά ο συνθετικός πυρήνας της μπάντας παραμένει αμετάβλητος: ο Arno Menses και ο Markus Steffen. Οι Subsignal δεν έχουν λάβει άδικα το άτυπο χρίσμα των συνεχιστών της κληρονομιάς των Sieges Even. Δεν είναι μόνο το βιογραφικό των μελών που το αποδεικνύει, αλλά η μεγάλη έμφαση που δίνουν στη μελωδία και στην μελαγχολία που γεννιέται εξ αυτής, στη μουσική δεξιοτεχνία η οποία συμπορεύεται με τους ποιητικούς στίχους. Το έργο τους είναι μια ανεπιτήδευτη συνέχιση του ήχου των Sieges Even, μια συνεχής εκλέπτυνση του prog ήχου που σπανίζει πλέον. Ο υψηλός λυρισμός που διαπνέει τις συνθέσεις τους δείχνει ανεπηρέαστος από τις σειρήνες του σύγχρονου ήχου, δεν ετεροκαθορίζεται από τρέχουσες μόδες. Η μουσική τους εγκιβωτίζει το πνεύμα του προοδευτικού ήχου, αυτού που εξέφραζαν οι Sieges even. Το “The Beacons of Somewhere Sometime” είναι ένας δίσκος που μιλάει για την απώλεια σύμφυτη στην ανθρώπινη κατάσταση και πηγή ανεξίτηλων υπαρξιακών ερωτημάτων που αναπροσδιορίζει τις βεβαιότητες για τα εγκόσμια. Ταυτόχρονα είναι μια ωδή προς την ελπίδα που πρέπει να ξεπροβάλλει από το μοιραίο, την πίστη στη ζωή που περικλείει ακόμα και το θάνατο ως αναπόφευκτη κατάληξη της. Το ομώνυμο τραγούδι μιλά για τον αδόκητο χαμό ενός προσφιλούς του συγγενικού προσώπου. Ένα υπέροχο κομμάτι έμπλεο συναισθημάτων, που χωρίζεται σε τέσσερα μέρη στα πρότυπα μπαρόκ σουίτας -κατά τα λεγόμενα του Steffen- όπου οι μουσικές διαθέσεις εναλλάσσονται όπως και τα συναισθήματα: από τις κιθάρες σε πνευστά και σε έγχορδα με τη μελωδία του “Calm” (του εισαγωγικού κομματιού του δίσκου) να επαναλαμβάνεται. Το καλύτερο prog κομμάτι της χρονιάς και η επιτομή του δίσκου, κατά τη γνώμη μου. Ο δίσκος σε γενικές γραμμές είναι αρκετά διαφορετικός του προκάτοχου του. Καταφανώς πιο σκληρός στα κιθαριστικά του μέρη και πιο τεχνικός σε σχέση με σχεδόν AΟR πειραματισμούς του “Paraíso”, διαθέτει εξαιρετικές ενορχηστρώσεις οι οποίες αναδεικνύουν τις φωνητικές μελωδίες που λάμπουν. Το “Tempest” ανακαλεί ξεκάθαρα στη μνήμη το “Unbreakable” με το σκληρό του riff και συνδέει το παρόν με το ένα παρελθόν που δεν έχει δίπολου ξεχαστεί. Θα σταθώ επίσης στο “And The Rain Will Wash It All Away” που πρέπει να είναι το καλύτερο τραγούδι που έχει συγγράψει η μπάντα. Με τα σκληρά riffs να εμφανίζονται σαν βροχοφόρα νέφη τα οποία σταδιακά αντικαθίστανται από τη μελωδία του σαξόφωνου το οποίο αφήνει την αύρα του νοτισμένου χνότου της γης. Το εξοντωτικά τεχνικό “Everything Is Lost” με τη σκληρή κιθάρα να αντιπαραβάλλεται με τις ακουστικές μελωδίες της κιθάρας και το σπαραξικάρδιο μήνυμά του. Κάθε τραγούδι του δίσκου είναι σαν κατάθεση ψυχής που προσδοκά την κάθαρση. Το εξώφυλλο του album δίνει την αντιπροσωπευτική εικόνα: ο κύκνος και το διάσημο επιθανάτιο άσμα συμβολίζει το τέλος αλλά παράλληλα σηματοδοτεί και μια αρχή. Το “The Beacons of Somewhere Sometime” είναι γραμμένο από μουσικούς που με το έργο τους έχουν επηρεάσει τον τρόπο που ακούνε μουσική οι φίλοι του προοδευτικού metal. Η μουσική τους ήταν και παραμένει ένας οδηγός για τον πολυδαίδαλο βίο του καθενός, ένας τρόπος ανάγνωσης της καθημερινότητας του. Οι Subsignal συνεχίζουν αυτό που οι Sieges even άρχισαν περίπου είκοσι χρόνια πριν,με την ίδια ενσυναίσθηση της μουσικής και του καθήκοντος που πρέπει να επιτελεί: να μιλά στην ψυχή του ακροατή.
9 / 10 Χρήστος Μήνος |
Be the first to comment