[InsideOut, 2020]
Intro: Christos Minos
God Apollo was honored in ancient times as the patron of the arts and music. The Sons of Apollo claim their kinship with him and thus their association with his. The band, consisting of former Dream Theater members Mike Portnoy and Derek Sherinian (the former was a founding member while the latter had a shorter but notable presence), singer Jeff Scott Soto, veteran bassist Billy Sheehan and shredder guitarist Ron “Bumblefoot” Thal can only be described as supergroup.
The fate of supergroups is to draw publicity from the moment they are formed and at the same time carry the burden that creates excessive expectations. Sons of Apollo could not be different. All members have shown great songwriting skills in the past, and their union set the bar very high. MMXX is their second album. Does it justify these expectations?
This doesn’t impress anymore
My opinion is that the album justifies the expectations by half. Each member’s well-known abilities are present on the record and are very impressive. On the other hand, however, the compositions as a whole are not equally impressive nor can they be considered as timeless. The band’s attempt is to resurrect the golden days of progressive metal, but what they do is transmit a weak echo of the past.
The first notes of Divinity confirms to us that Derek Sherinian is behind the keys. His distinctive sound that creates the introduction (reminiscent of his Falling into Infinity days) before the rest of the instruments join the equation. After about 2 minutes, Soto’s dynamic voice appears and gives us a memorable chorus – it was no coincidence that this track was selected as the first video. Within the 7 minutes of this song we hear various improvisations and the pattern is more or less repeated in those that follow.
Wither to Black begins with a hard riff and a distinctive hard rock mood with Soto’s voice confirming it. In this style, his voice is reasonably sounds more intimate and more fitting. In the slightly more progressive songs, I think there is a problem. Asphyxiation is even heavier, and the progressive element is even more intense. The influence of Dream Theater is very obvious, the riffs and melodies directly refer to them. Desolate July, on the other hand, is the album’s quietest moment, a dynamic ballad that could not be missing from such an album.
The first notes of King of Delusion brought neo-progsters Frost* to mind, while Sherinian’s lengthy introduction reminded me of why I adore his style (and my second favorite Dream Theater keyboardist). The problem with this album, and all similar albums in general, is presented to us clearly. The emphasis has been given on highlighting the technical abilities of each member to the detriment of songwriting, and the latter has often fallen victim to a one-sided Procrustean method. Almost all songs are forced to fit the crazy solos and improvisations.
All the above are also confirmed in Fall to Ascend. Portnoy’s drumming introduction is the start of the album’s busiest song. Α solo follows another one and they all sound great, but also overblown and trivial, because they simply follow a well known recipe. Prog metal had been based on the refusal to follow the norms. The example of Sons of Apollo works as a counter-argument: what was once considered groundbreaking is no longer on the cutting edge.
The oriental melodies of Ressurection are not surprising either, and as a whole the song sounds a lot like Dream Theater. The same is true for the last and most epic track. New World Today has good ideas, though not the most original ones, and although it follows the conventions of the “prog epic”, it doesn’t sound bad at all.
In this last track we can reinforce our final verdict for the entire album. MMXX is made by musicians who have starred in the progressive metal field during the past decades. Although it welcomes the year 2020, its gaze is backwards. And if the old continues to lead in contemporary prog, its future is uncertain. The second Sons of Apollo album confirms this.
6 / 10
Christos Minos
2nd opinion
Second Sons of Apollo album and in my eyes and ears it seems as if it was released without apparent reason. It seems from the very first hearing that this record, like their debut, is meant to appeal to specific listeners, and to the numerous – even today – Dream Theater fans. Unfortunately, in my opinion, the aesthetics and songwriting of almost all songs in this release is limited to all of the cliche’s set by the former band of Sherinian and Portnoy. This is typical prog metal, so typical that even changes within tracks are pretty much expected by an experienced ear in the field. The executive talent and the playing excellence of such great musiciansis is undoubted, but in essence this album shows that one thing will never be substituted in art, at least when it comes to rock or metal and that is no other than the connection that musicians have to have between them. Few have managed to make great albums just by sharing files and, unfortunately, here the rule is confirmed.
5 / 10
Tasos Poimenidis
[InsideOut, 2020]
Εισαγωγή: Χρήστος Μήνος
Ο θεός Απόλλωνας τιμόταν στην αρχαιότητα ως ο προστάτης των τεχνών και της μουσικής. Oι Sons of Apollo με το όνομα τους διεκδικούν τη συγγένεια μαζί του και κατ’ επέκταση τον προσεταιρισμό των ιδιοτήτων του θεού. Η μπάντα αποτελούμενη από τους πρώην Dream Theater, Μike Portnoy και Derek Sherinian (o πρώτος υπήρξε ιδρυτικό μέλος ενώ ο δεύτερος είχε πιο σύντομη αλλά αξιοσημείωτη παρουσία), τον τραγουδιστή Jeff Scott Soto, τον αειθαλή μπασίστα Billy Sheehan και τον Ron “Bumblefoot” Thal μόνο ως «υπεργκρουπ» μπορούν να χαρακτηριστεί.
Η μοίρα των supergroup είναι να τραβάνε την προβολή της δημοσιότητας από τη στιγμή της δημιουργίας τους και ταυτόχρονα να επωμίζονται το βάρος που εκπορεύεται τις υπέρμετρες προσδοκίες που τους συνοδεύουν. Οι Sons of Apollo δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν, τα πρόσωπα που τους συνιστούν έχουν καταθέσει σπουδαία δείγματα γραφής στο παρελθόν και η ένωσή τους εκτοξεύει τις απαιτήσεις. Το MMXX είναι ο δεύτερος δίσκος τους και ο πήχης για το περιεχόμενο του είναι πολύ ψηλά. Δικαιώνει άραγε τις προσδοκίες;
Αυτό δεν εντυπωσιάζει πλέον
Η προσωπική μου άποψη είναι πως ο δίσκος δικαιώνει τις προσδοκίες κατά το ήμισυ. Από τη μια οι εγνωσμένες ικανότητες του κάθε μέλους είναι παρούσες στο δίσκο και είναι εντυπωσιακές. Από την άλλη όμως, οι συνθέσεις στο σύνολό τους δεν είναι εξίσου εντυπωσιακές ούτε μπορούν να διεκδικήσουν το χρίσμα του διαχρονικού. Η προσπάθεια του συγκροτήματος είναι να αναστήσει τις χρυσές ημέρες του προοδευτικού metal αλλά αυτό που καταφέρνουν είναι να μεταδώσουν ένα ισχνό αντίλαλο του παρελθόντος.
Οι πρώτες νότες του Divinity μας επιβεβαιώνουν πως πίσω από τα πλήκτρα βρίσκεται ο Derek Sherinian. Ο χαρακτηριστικός του ήχος δημιουργεί την εισαγωγή (που θυμίζει μέρες Falling into Infinity) πριν τα υπόλοιπα όργανα ενταχθούν στην εξίσωση. Μετά από περίπου 2 λεπτά η δυναμική φωνή του Soto εμφανίζεται για να μας χαρίσει ένα αξιομνημόνευτο ρεφρέν – διόλου τυχαίο που το συγκεκριμένο κομμάτι επιλέχθηκε ως το πρώτο βίντεο της κυκλοφορίας. Μέσα στα 7 λεπτά του κομματιού ακούμε διάφορους αυτοσχεδιασμούς και το πρότυπο του θα ακολουθήσουν και τα επόμενα κομμάτια.
Το Wither to Black ξεκινάει με ένα σκληρό riff και εμφανή hard rock διάθεση με τη φωνή του Soto να την επιβεβαιώνει. Σε τέτοιου στυλ κομμάτια η φωνή του είναι εύλογο να αισθάνεται αφενός πιο οικεία και αφετέρου πιο ταιριαστή. Στα αμιγώς πιο προοδευτικά στην έκφρασή τους κομμάτια πιστεύω πως υπάρχει πρόβλημα. Το Αsphyxiation γίνεται ακόμα πιο σκληρό, αλλά εδώ υπάρχει, πέρα των αλλεπάλληλων σόλο, πιο έντονο το προοδευτικό στοιχείο. Η επιρροή των Dream Theater είναι πολύ εμφανής, τα riffs και οι μελωδίες παραπέμπουν ευθέως σε αυτούς. Το Desolate July αντιθέτως είναι η πιο ήρεμη στιγμή του δίσκου, μια δυναμική μπαλάντα που δεν θα μπορούσε να λείπει από τέτοιου ύφους δίσκο.
Oι πρώτες νότες του King of Delusion μου έφεραν στο μυαλό τους neo-prog Frost*, ενώ η μακρόσυρτη εισαγωγή του Sherinian μου θύμισε για ποιο λόγο τον θεωρώ προσφιλή μου μουσικό (και τον δεύτερο αγαπημένο πληκτρά των Dream Theater). Η σκληρή κιθάρα του Thal ακολουθεί έχοντας νοητά πάρει τη σκυτάλη για το δικό της μέρος. Το πρόβλημα του δίσκου, αλλά νομίζω και γενικά των παρόμοιας φύσης εγχειρημάτων, μας παρουσιάζεται με ξεκάθαρο τρόπο. Η έμφαση έχει δοθεί στην ανάδειξη των τεχνικών προτερημάτων του κάθε μέλους σε βάρος της σύνθεσης και η τελευταία πολλές φορές πέφτει θύμα μιας μονόπλευρης προσκούστειας μεθόδου. Συνθέσεις τραβηγμένες με το ζόρι για να χωρέσουν τα έξαλλα σόλο και τους αυτοσχεδιασμούς.
Τα προηγούμενα επιβεβαιώνονται και στο Fall to Ascend. Εδώ η εντυπωσιακή εισαγωγή ανήκει στα ντραμς του Portnoy και είναι μάλλον το πιο φορτωμένο τραγούδι του δίσκου. Σόλο επί σόλο που, ναι ακούγονται εντυπωσιακά, αλλά και υπερβολικά και τετριμμένα, με την έννοια πως ακολουθούν την πεπατημένη όσο δύσκολη και αν φαίνεται η εκτέλεσή τους. Το prog metal μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως θεμελιώθηκε και στην άρνηση υποταγής στις συμβάσεις. Το παράδειγμα των Sons of Apollo λειτουργεί ως αντεπιχείρημα: αυτό που κάποτε θεωρήθηκε ρηξικέλευθο πλέον στερείται προοδευτικής αιχμής.
Οι ανατολίτικες μελωδίες του Ressurection δεν μπορώ να ισχυριστώ πως δεν είναι αναμενόμενες, σε ένα κομμάτι που θυμίζει και πάλι Dream Theater. Το ίδιο ισχύει και για το τελευταίο και πιο επικό σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου. Το New World Today έχει καλές ιδέες, όχι τις πιο πρωτότυπες και, αν και ακολουθεί τις συμβάσεις του «μεγάλου προοδευτικού κομματιού», δεν ακούγεται άσχημο.
Σε αυτό το τελευταίο κομμάτι μπορούμε να ενδυναμώσουμε την τελική ετυμηγορία μας για το σύνολο του δίσκου. Το MMXX είναι φτιαγμένο από μουσικούς που πρωταγωνίστησαν τις προηγούμενες δεκαετίες στο χώρο του προοδευτικού metal. Αν και καλωσορίζει το έτος 2020, το βλέμμα του είναι στραμμένο προς τα πίσω. Και αν το παλιό συνεχίζει να είναι φωτοδότης του σημερινού prog, το μέλλον του φαντάζει αβέβαιο. Ο δίσκος των Sons of Apollo το επιβεβαιώνει.
6 / 10
Χρήστος Μήνος
2η γνώμη
Δεύτερο πόνημα για τους Sons of Apollo και στα μάτια και τα αυτιά του γράφοντος φαντάζει σαν ένας δίσκος που βγήκε απλά για να βγει. Όπως φαίνεται από την πρώτη κιόλας ακρόαση, η δουλειά αυτή όπως και η προηγούμενή τους, απευθύνεται σε συγκεκριμένο κόσμο και δη το πολυάριθμο – ακόμη και σήμερα – κοινό των Dream Theater. Δυστυχώς, κατά τη γνώμη μου η αισθητική και η σύνθεση σχεδόν συνολικά της παρούσας κυκλοφορίας περιορίζεται σε όλα τα κλισαρισμένα πλέον στεγανά που καθόρισε η πρώην μπάντα των Sherinian και Portnoy. Τυπικό prog metal, τόσο τυπικό που ακόμη και οι αλλαγές μέσα στα κομμάτια είναι αναμενόμενες από ένα απλά έμπειρο αυτί στο χώρο. Για εκτελεστική δεινότητα ούτε λόγος, για παικτική αρτιότητα δε θα αμφέβαλλε κανείς με τόσο σπουδαίους μουσικούς, αλλά στην ουσία η δουλειά αυτή δείχνει ότι ένα πράγμα δεν θα υποκατασταθεί ποτέ στην τέχνη, τουλάχιστον όταν μιλάμε για rock ή metal σχήμα και αυτό δεν είναι άλλο από το τζαμάρισμα και την προσωπική επαφή που πρέπει να έχουν οι μουσικοί μεταξύ τους. Ελάχιστοι στη σημερινή εποχή έχουν καταφέρει να παράξουν σπουδαίους δίσκους με ανταλλαγή αρχείων και εδώ δυστυχώς απλά επιβεβαιώνεται ο κανόνας.
5 / 10
Τάσος Ποιμενίδης
Be the first to comment