Από τον Γιώργο Τσοποτό
Είναι κάτι περισσότερο από γνωστό τοις πάσι ότι η μουσική κι ο κινηματογράφος από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του δευτέρου πηγαίνουν χέρι-χέρι, αλληλοσυμπληρώνονται και πολλές φορές συνυπάρχουν, καθώς μέσα στους κόλπους και των δύο αυτών τεχνών υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι με πολλαπλά ταλέντα, μεγάλες ικανότητες και πολυσχιδή προσωπικότητα.
Στο άρθρο αυτού του μήνα θα ήθελα να περάσω τα όρια του progressive rock και να κάνω μια γενική αναφορά σε γνωστούς μουσικούς του ευρύτερου rock που δοκίμασαν την τύχη τους και στον κινηματογράφο με συχνά πολύ καλά αποτελέσματα.
Τη δεκαετία του 1960, κατά την οποία οι Beatles είχαν καθιερωθεί ως μουσικό, καλλιτεχνικό και γενικότερα πολιτισμικό φαινόμενο και σημείο-τομή για τον σύγχρονο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό, ο κινηματογράφος γνώριζε μια άνθηση η οποία σαφώς ήταν ενταγμένη σε ένα ευρύτερο πολιτικό / αντισυμβατικό φάσμα. Μέσα λοιπόν στις τόσες πολιτικές σάτυρες, τις κωμωδίες και τις διαφόρων ειδών ταινίες στις οποίες συμμετείχε ο Ringo Starr, προσωπικά ως κλασσικός b-movάς και αθεράπευτος λάτρης των spaghetti western, θα επέλεγα να προτείνω το “Blindman” (1971) του Ferdinando Baldi, ταινία στην οποία ένας τυφλός, αλλά επιδέξιος στο πιστόλι τύπος, καλείται να φέρει εις πέρας μια αποστολή μεταφοράς κάποιων γυναικών, αλλά πέφτει πάνω στον κακό Ringo Starr που διεκπεραιώνει το ρόλο περίφημα.
Άξια αναφοράς ταινία στην οποία λαμβάνει μέρος ο drummer των ανορθόγραφων «Σκαθαριών» είναι βεβαίως και το κωμικό / horror / musical, “Son Of Dracula”, αλλά και το “Τhe Magic Christian” (1969), μια συμπαθέστατη κωμωδία με πολύ «ηχηρές» cameo συμμετοχές όπως αυτές των Roman Polanski, John Gleese των Monty Pythons, Richard Attenborough και Christopher Lee.
Στο «αντίπαλο στρατόπεδο» που λέγεται The Rolling Stones, προφανώς η όλη επιτυχία, το star system και το rock star-ιλίκι είχε ως αποτέλεσμα ο Mick Jagger να ασχοληθεί και με τον κινηματογράφο. Μάλιστα τυχαίνει να έχει λάβει μέρος σε μια λατρεμένη μου ταινία ενός από τους πιο ιδιαίτερους και μυστηριώδεις σκηνοθέτες της δεκαετίας του 1970, του Nicolas Roeg. Ο λόγος βέβαια γίνεται για το “Performance” (1970) που μάλιστα σηματοδότησε και το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Jagger στο οποίο ο ίδιος υποδύεται έναν ξεπεσμένο πρώην rock star.
Περίεργη και δύσκολη σε σημεία ταινία, όπως όλες σχεδόν του Nicolas Roeg, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα για όλους όσοι ψάχνουν για cult διαμάντια της εποχής.
Kαι μιας και αναφερθήκαμε στον Nicolas Roeg, δράττομαι της ευκαιρίας να παρουσιάσω άλλον έναν rock star της εποχής ο οποίος ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο και μάλιστα έκανε το ντεμπούτο του σε μεγάλου μήκους ταινία και μάλιστα ως πρωταγωνιστής στο “The Man Who Fell To Earth” (1976) του Nicolas Roeg. H ταινία αυτή μπορεί να είναι γνωστή για την κάπως κουραστική διάρκειά της και το αργό tempo της, αλλά και για την a la Iron Maiden γραμματοσειρά του τίτλου της στο official poster της, αλλά αξίζει να την ανακαλύψει κανείς διότι πρόκειται για ένα αξιολογότατο sci-fi film.
Ο Bowie πήρε μέρος και συνεχίζει να παίρνει σε πολλές ταινίες και αναμφίβολα oι μεγάλες του κινηματογραφικές στιγμές ονομάζονται αφενός “Μerry Christmas Mr. Lawrence” (1983), το αντιπολεμικό αριστούργημα του Naghisa Osima και “The Hunger” (1983) του Tony Scott, ένα εξαιρετικό horror film στο οποίο o Βοwie βάλλεται και υποφέρει από μία ασθένεια πρόωρης γήρανσης. Στοιχείο άξιο αναφοράς είναι ότι στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας ο Bowie βρίσκεται σε ένα club στο οποίο εκείνη τη στιγμή βρίσκονται επί σκηνής οι -τόσο επηρεασμένοι από τον Βοwie- Bauhaus και ερμηνεύουν το “Βela Lugosi Is Dead”.
Πιο πρόσφατα συμμετείχε και στο “The Prestige” (2006) του David Fincher ενσαρκώνοντας τον Νikola Tesla.
O Nikolas Roeg αποδεδειγμένα γοητευόταν από τους rock stars της δεκαετίας του 1960 και του 1970 καθώς πιθανότητα έβρισκε στην απρόβλεπτη persona τους τα στοιχεία εκείνα που τον ενδιέφεραν για να πλάσει το κατάλληλο profile των χαρακτήρων του. Έτσι λοιπόν, το 1980 για άλλη μια φορά απευθύνεται σε τραγουδιστή και επιλέγει τον Art Garfunkel για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του καταπληκτικού και πολύ περίεργου neo-noir “Βad Timing”.
O Garfunkel είναι ο πρώην ψυχίατρος, νυν δάσκαλος εραστής της Μilena με την οποία συνάπτει μια εντελώς παράξενη, σκοτεινή, σχεδόν σαδιστική σχέση. Ταινία για περίεργα γούστα, αλλά και μία απο τις καλύτερες του Roeg. O Art Garfunkel όμως ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 είχε ξεδιπλώσει το υποκριτικό του ταλέντο τόσο στο ξεκαρδιστικό “Catch 22” (1970) όσο και στο “Τhe Carnal Knowledge” (1971) του Michael Nichols με συμπρωταγωνιστή τον Jack Nicholson, στο οποίο ο σκηνοθέτης παρακολουθεί διακριτικά και σαρκαστικά την σχέση δύο φίλων με διάφορες γυναίκες.
Πέρα από το μουσικό “Quadrophenia” (1979) o Sting είχε την πολυτέλεια / ευκαιρία / δυνατότητα, αλλά και τύχη να παίξει σε αρκετές ταινίες στη δεκαετία του 1980 όπως το “Radio On” (1981), το μέτριο “Dune” (1984) του David Lynch, το “The Bride” (1985) του σκηνοθέτη του “Quadrophenia”, Franc Roddam, αλλά και τη μεταφορά των μύθων του Βαρώνου Munchausen στο “Τhe Adventures Of Baron Munchausen” (1988) του Terry Gilliam. Προσωπικά όμως σαν fan των film noir θα ξεχωρίσω το “Stormy Monday” (1988) στο οποίο ο Sting υποδύεται εξαιρετικά τον νονό της νύχτας / ιδιοκτήτη νυχτερινού club και έχει για συμπρωταγωνιστή τον Tommy Lee Jones και την γυναίκα του Antonio Banderas, Melanie Griffith, αλλά και το πασίγνωστο “Lock, Stock And Two Smoking Barrells” (1998), όπου υποδύεται χαρακτηριστικά τον J.D.
Προσωπικά, αν κανείς μου βάλει να ακούσω Tom Waits θα ακούσω με προσοχή, αλλά στο τέταρτο / πέμπτο συνεχόμενο κομμάτι θα του πω να αλλάξει δίσκο. Όταν όμως βλέπω στα credits μιας ταινίας το όνομα του «Θωμά Περιμένη» ενθουσιάζομαι. Ο Tom Waits έχει πάρει μέρος σε πάρα πολλές γνωστές και αξιολογότατες ταινίες τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και συνεχίζει.”Down By Law” (1986) και “Coffee And Cigarettes” (2003) του Jim Jarmusch έχοντας δίπλα του και τον Iggy Pop, “Ironweed” (1987), “Rumble Fish” (1983), “Cotton Club” (1984) και “Dracula” (1992) του F.F. Coppola είναι μόνο μερικές από τις περίπου τριάντα ταινίες στις οποίες έχει λάμψει ο Tom Waits και θα ήταν κρίμα να μην αναφερθεί η larger than life ερμηνεία του στο πρόσφατο “Seven Psychopaths” (2012).
Σε πιο b-movie μονοπάτια, για τα οποία τρελαίνομαι να μιλάω και να γράφω, έχουμε τον funk / soul γίγαντα Isaac Hayes τόσο σε πρωταγωνιστικό ρόλο στο απίστευτο blaxploitation “Τruck Turner” (1974) με το εξίσου απίστευτο soundtrack, όσο και σε δεύτερο / υποστηρικτικό ρόλο στην αγαπημένη μου ταινία όλων των εποχών “Εscape From New York” (1981) του John Carpenter.
Και το progresive rock φυσικά έχει και αυτό μερίδιο, έστω και μικρό, στην έβδομη τέχνη, καθώς ο πρώην τραγουδιστής των Marillion, o Fish έχει έναν μικρό ρόλο στο “The Jacket” (2005), ένα thriller μυστηρίου και φαντασίας με τον Adrien Brody.
Ο Bob Dylan έχει μια σχετική εμπειρία από σινεμά με πιο χαρακτηριστική στιγμή τη συμμετοχή του στο “Pat Garrett And Billy The Kid” (1973) του Sam Peckinpah, ένα ωμό western των 1970’s με σκοπό να αναδείξει την ιστορική αξία των δύο αυτών μυθικών συμβόλων της Άγριας Δύσης.
Όπως ο Nicolas Roeg είχε τις εμμονές του με τους μουσικούς, άλλος ένας σκηνοθέτης με πολύ ξεχωριστό και μυστήριο στυλ στα πρώτα του βήματα συνεργάστηκε με μουσικούς τη δεκαετία του 1980 στα πρώτα του σκηνοθετικά βήματα. Ο λόγος είναι για τον Alex Cox, ο oποίος μέσα στη μόδα του punk και του new wave επιστρατεύει τον Joe Strummer των The Clash και την μέλλουσα κυρία Cobain και ηγετικής φυσιογνωμίας των Hole, Courtney Love, για το offbeat κωμικό, spaghetti western-like “Straight To Hell” (1986) που προσωπικά θεωρώ εξαιρετικό.
Εκεί που πραγματικά όμως αξίζει ένα hats-off η Courtney Love είναι στο “People Vs Larry Flint” (1996), στο οποίο υποδύεται τη γυναίκα του εκδότη του Penthouse και διαπρέπει κανονικά, για αυτό εξάλλου και ήταν υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα γυναικείου ρόλου εκείνη τη χρονιά.
Ο κατάλογος είναι σχεδόν ατελείωτος και θα βάλω μια τελεία κάνοντας μνεία στην Deborah Harry με ταινίες στο παλμαρέ της όπως το σοκαριστικό horror film “Videodrome” (1983) του David Cronenberg, αλλά και το σάπιο “Ηairspray” (1988) του υπέρσάπιου John Waters, ενός σκηνοθέτη για τον οποίο μπορώ να γράφω μέχρι αύριο το πρωί.
Be the first to comment