[InsideOut, 2015]
Εισαγωγή: Νίκος Βέβες
06 / 03 / 2015
Για τη νεότερη γενιά των ακροατών του prog, ο Neal Morse αποτέλεσε τον μουσικό που ήταν στην εμπροσθοφυλακή αυτού που έμελλε να εξελιχθεί σε σύγχρονη αναβίωση του ιδιώματος σε μια χρονική περίοδο που το prog metal ήταν το μοναδικό υποϊδίωμα που έβρισκε σχετική αναγνώριση και ανταπόκριση. Με τους Spock’s Beard τότε (και μια έντονη προώθησή τους από τον μετέπειτα συνοδοιπόρο του, Mike Portnoy, τότε στους Dream Theater), ο κ. Morse έδωσε το εφαλτήριο για τον εμπλουτισμό των μουσικών ακροαμάτων αρκετών εξ ημών, κυρίως των νεότερων.
Ακόμα και μετά την οικειοθελή αποχώρησή του από τους Spock’s Beard, ο Neal Morse κατάφερε να διατηρήσει και να αυξήσει τον πυρήνα των οπαδών του κυκλοφορώντας εξαιρετικά ποιοτικές δουλείες, από τις οποίες θα αναφερθούν ενδεικτικά τα “Testimony” και “Sola Scriptura”, ενώ τα side projects του (Transatlantic, Flying Colors) καταμαρτυρούν όχι μόνο το πόσο εργατικός είναι, αλλά και πόσο μεγάλη εκτίμηση του τρέφουν οι συνάδελφοί του, στο σύνολό τους εξαιρετικοί μουσικοί που έχουν ήδη ουσιαστικές μουσικές καριέρες, ώστε να θέλουν να συνεργάζονται μαζί του. Και οι περισσότεροι ξέρουμε πόσο εκπληκτικός είναι όταν παίζει ζωντανά. Σπουδαίο ταλέντο λοιπόν ο Neal Morse. Και εξαιρετικά σημαντική μορφή για το σύγχρονο prog rock.
Η τελευταία του κυκλοφορία με τίτλο “The Grand Experiment” δηλώνεται ως Neal Morse Band, μάλλον εκφράζοντας την επιθυμία του να διαφοροποιήσει το prog του δίσκου από το pop του περσινού “Songs From November”. Προφανώς όμως και δεν πρόκειται ούτε περί ντεμπούτου, ούτε περί διαφοροποίησης από προηγούμενες prog κυκλοφορίες του.
What you see is what you get Θα ξεκινήσω λέγοντας το εξής: “negative results are still results”. Έτσι γίνεται, σε κάθε πείραμα έχεις κάποια αποτελέσματα. Το πώς θα τα διαχειριστείς εσύ μετά είναι μια άλλη ιστορία (πονεμένη). Το πείραμα στην συγκεκριμένη περίπτωση έχει να κάνει με το ότι ο Neal Morse και η μπάντα του μπήκαν στο studio χωρίς να υπάρχει τίποτα έτοιμο. Το “The Grand Experiment” είναι αμιγώς αποτέλεσμα ζύμωσης του Morse, του Portnoy, του George, του Gillette και του Hubauer. Μερικές διαφορές είναι εμφανείς, όπως η προσθήκη και άλλων φωνών, όπως και ο παραπάνω χώρος που έχει δοθεί σε Gillette και Hubauer. Αυτό που δεν φαίνεται είναι η διαφορά στον ήχο. Η ποιότητα και η υψηλή τεχνική κατάρτηση των μουσικών δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το αν θα είναι καλοπαιγμένος ο δίσκος. Όλα όμως είναι γνώριμα. Δύο μεγαλύτερα σε διάρκεια κομμάτια (ένα epic και ένα mini-epic) και τρία μικρότερα, δύο πιο straightforward rock και η απαραίτητη ακουστική μπαλάντα. Το γενικότερο μουσικό ύφος είναι στο γνώριμο συμφωνικό prog που χαρακτηρίζει όλα τα τελευταία άλμπουμ του Morse. Η αρχή γίνεται με το δεκάλεπτο “The Call” που είναι το πιο ενδιαφέρον από τα prog κομμάτια του δίσκου. Ολίγον από Yes με αρκετή δόση Queen και (φυσικά) Beatles. Ευχάριστες μελωδίες και ένα πολύ ωραίο σημείο με τον Randy George να παίρνει κεφάλι. Το “Alive Again” είναι το απαραίτητο επικό που υπάρχει σε κάθε δίσκο του Morse. Στην κλασσική φόρμα που κινούνται όλα τα μεγάλα κομμάτια του Neal με αρκετά ενδιαφέροντα σημεία. Το “Grand Experiment” μαζί με το “Agenda” είναι οι παραφωνίες του album. Το ρεφραίν του πρώτου φαντάζομαι θα δημιουργήσει ένα ωραίο κλίμα σε live εμφανίσεις αλλά γενικά και τα δύο κινούνται σε pop-rock ύφος χωρίς να ξεπερνούν την αίσθηση του filler. Του κακού filler. Τόσο κακού που δεν αξίζει να σπαταλήσω περισσότερες γραμμές. Το “Waterfall” είναι ένα εξαιρετικό διάλειμμα ανάμεσα στα δύο προαναφερόμενα κομμάτια. Πολύ ωραία μπαλάντα, με ωραίες φωνητικές γραμμές με εκτεταμένη συμμετοχή του Gillette. Η συχνότητα με την οποία ο Neal Morse βρίσκεται στα μουσικά δρώμενα είναι αξιοθαύμαστη. Είκοσι χρόνια στο χώρο με συνολικά 52 κυκλοφορίες (cd/dvd) με όλες του τις μπάντες. Ίσως μετά από τόσα χρόνια θα ήταν λογικό ένα μικρό διάλειμμα για ανασύνταξη δυνάμεων και αναζήτηση έμπνευσης.
6.5 / 10 Λευτέρης Σταθάρας | The Bland Experiment Το “Grand Experiment” του Neal Morse αποδεικνύει ένα πράγμα που ξέρουν όσοι έχουν ασχοληθεί επιδερμικά έστω με τη μουσική του πολυτάλαντου multi-instrumentalist, τραγουδιστή, συνθέτη, στιχουργού και ένα πράγμα που φοβόμασταν οι ακροατές του. Το μεν είναι πως δεν παύει να έχει έμπνευση. Το δε είναι πως έχοντας κυκλοφορήσει τρεις προσωπικούς δίσκους, έναν με τους Transatlantic, και δύο με τους Flying Colors (και ένας θεός ξέρει τι έχει κυκλοφορήσει την τελευταία τριετία για το Inner Circle του), οι στιγμές έμπνευσης πλέον φθίνουν σε συχνότητα, πολύ περισσότερο δε αν συγκριθούν με το αγνό, ανόθευτο, αδιαμφισβήτητο απόσταγμα έμπνευσης που περιείχε το μεγαλύτερο μέρος της μέχρι το 2012 δισκογραφίας του. Ο μικρός αριθμός των κομματιών επιτρέπει track-by-track παρουσίαση, οπότε… Το εναρκτήριο “The Call” αποτελεί το παραδοσιακό δεκάλεπτο κομμάτι με το οποίο ο Neal Morse άνοιξε στο παρελθόν την πλειοψηφία τόσο των προσωπικών του κυκλοφοριών όσο και ορισμένων δίσκων της περιόδου του με τους Spock’s Beard και παρότι διαθέτει αρκετά θετικά στοιχεία, αυτά που είναι ήδη εξαιρετικά γνώριμα από προηγούμενες κυκλοφορίες τα καλύπτουν με σχεδόν εγκληματικό τρόπο. Οι συγκρίσεις με κομμάτια όπως το “Lifeline” και το “At The End Of The Day” είναι αναπόφευκτες. Πολυφωνίες (αναμενόμενο), παιχνίδι με τις δυναμικές (αναμενόμενο) αμέσως μετά το δεύτερο ρεφρέν (αναμενόμενο), σύντομες κιθαριστικές φράσεις με τα πλήκτρα να συνοδεύουν στο δεύτερο μέτρο (αναμενόμενο), τα build-ups (αναμενόμενα), τα «ατμοσφαιρικά» πλήκτρα που συνοδεύουν τη φωνητική μελωδία στις πιο ήρεμες στιγμές του κομματιού (αναμενόμενα)… Διάολε, ακόμα και τα πράγματα που παίζει ο Mike Portnoy στα τύμπανα είναι αναμενόμενα -ω θεοί- είναι τόσο αναμενόμενα που ξέρεις τι θα παίξει πριν το παίξει. Πίσω όμως από όλα αυτά κρύβονται ωραίες μελωδίες, μια πολύ ωραία ενορχήστρωση, ένα εξαιρετικό σόλο στα πλήκτρα και ένα ευχάριστο και πιασάρικο ρεφρέν. Το κομμάτι θα μπορούσε να ήταν ένα διαμάντι αν ο Neal Morse αποφάσιζε να βγει από την πεπατημένη του. Και να γράψει στίχους που να μην είναι επιπέδου δημοτικού σχολείου. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου είναι περισσότερο pop παρά prog. Και παρότι αυτό δεν είναι εξ ορισμού κακό, δυστυχώς στην προκείμενη περίπτωση έχουμε ευτελές pop. Κάνει δύο απόπειρες να εντυπωσιάσει με ένα κιθαριστικό σόλο και μια πολυφωνία (συνοδευόμενη από ένα εξαιρετικά εκνευριστικό εφέ στη μία φωνή), αλλά το μοναδικό πράγμα που ουσιαστικά εντυπωσιάζει είναι η απόφαση του Neal Morse όχι μόνο να το συμπεριλάβει στον δίσκο, αλλά να δώσει το όνομά του στον δίσκο. Το “Waterfall” αποτελεί άλλη μία από τις ακουστικές μπαλάντες στις οποίες μας έχει συνηθίσει ο Neal Morse. Κιθάρα, φωνή, σχετικά εύπεπτες μελωδίες… Σαν το “June” των Spock’s Beard, μόνο με λίγα πλήκτρα επιπλέον και λίγο κλαρινέτο. Τίποτα κακό, αλλά και τίποτα καινούριο. Ας περάσουμε στο επόμενο κομμάτι. Το “Agenda” είναι κακό. Κάκιστο. Από κάθε άποψη. Και στο σύνολό του είναι χειρότερο από τα πολύ κακά συστατικά του. Θα ήταν κακό ακόμα κι αν αποτελούσε κομμάτι σε δίσκο καλλιτεχνών σαφώς κατώτερων του Neal Morse. Είναι τόσο κακό που αν τρωγόταν, θα ήταν σοκολάτα από σόγια και ξέρετε όλοι πως η σοκολάτα από σόγια είναι concentrated evil. Δε με πιστεύεις; Πήγαινε άκουσέ το. Το “Alive Again” είναι καλό όμως. Πραγματικά καλό. Αριστουργηματικό σχεδόν. Γιατί ο Neal Morse είναι ειδικός στα prog έπη διάρκειας 20+ λεπτών. Ατόφιο Morse-ικό symphonic prog, με τα ποικίλα μέρη του να διατηρούν εξαιρετική συνοχή μεταξύ τους, με όμορφες μελωδίες, άψογο εκτελεστικά, με σημεία που προκαλούν ανατριχίλες, με αξιοπρεπείς στίχους, με ωραία σόλο, με εξαιρετική φωνητική ερμηνεία από τον Morse και τον Eric Gillette… Αν υπάρχει ένας λόγος που να επιβάλλει την αγορά του “Grand Experiment”, είναι αυτό το κομμάτι. Δυστυχώς όμως ο δίσκος δεν είναι μόνο αυτό το κομμάτι. Είναι και το μέτριο “Call”. Είναι και τα τρία fillers στη μέση. Και συνεπώς…
6 / 10 Νίκος Βέβες |
Κάντε το πρώτο σχόλιο