Robert Rich – Filaments

 [Soundscape Productions, 2015]

Robert Rich - Filaments

Εισαγωγή: Νίκος Φιλιππαίος
20 / 08 / 2015

«Η ambient μουσική δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί εύκολα, έτσι γίνεται αντιληπτή σε ένα πολύ βασικό επίπεδο. Η λέξη ambient είναι παραπλανητική, επειδή προϋποθέτει ότι η μουσική υπάρχει ως υπόβαθρο. (…) Μου αρέσει ο όρος που χρησιμοποιεί η Paul Oliveros, “βαθιά ακρόαση”. Μεταφέρει μια οδηγία προς το κοινό, ότι πρέπει να φέρουν και εκείνοι κάτι στην εμπειρία.  Υπάρχει επίσης ο όρος “ψυχοδραστική μουσική”, η μουσική που εμπλέκεται με σαμανιστικές πρακτικές, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ambient, αλλά συνεχίζεται για μεγάλες χρονικές διάρκειες ώστε να παράγει εναλλακτικές φάσεις της συνείδησης» (εκτενέστερα εδώ). Σε αυτό το εγχείρημα ορισμού του ambient ιδιώματος από τον Robert Rich συναντάμε όλα εκείνα τα αντιθετικά δίπολα που την εντάσσουν στην πολύπλοκη μοντέρνα εποχή μας: ορθολογισμός και υπερβατικότητα, ψυχολογία και μαγεία, ενεργή συμμετοχή και πλήρης παράδοση.

Ο Καλιφορνέζος Robert Rich, συνθέτης, παραγωγός και κατασκευαστής συνθεσάιζερ, αποτελεί μία από τις εμβληματικές μορφές της ambient των τελευταίων τριάντα ετών. Στα δεκάδες άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 80 χαρτογραφείται η σταδιακή εξέλιξη του συγκεκριμένου είδους, πιο συγκεκριμένα η εκλεκτική του ανάμειξη με ένα ευρύ φάσμα ειδών και τάσεων: από την ατονική μουσική του Claude Debussy ως τους tribal ρυθμούς των Αβοριγίνων της Ωκεανίας. Σταθμός στην πορεία του Rich, αλλά και ένα οριακό της σημείο, αποτελεί το επτάωρο άλμπουμ Somnium (2001), το οποίο προορίζεται να συνοδέψει τον ύπνο και να καθοδηγήσει τα όνειρα του ακροατή.

Στο νέο του άλμπουμ “Filaments” ο Robert Rich εξερευνά τη θέση της ανθρώπινης συνείδησης μέσα το σύμπαν.


 

Ambient ανοιχτών οριζόντων

Σε τρεις δεκαετίες αδιάλειπτης ενασχόλησης με τη μουσική, ή -πιο ορθά- τον ηχητικό σχεδιασμό, ο Robert Rich δεν διακινδύνευσε την αποτελεσματικότητα των δημιουργημάτων του προς χάριν ακροτήτων αυτοσχεδιασμού. Και δεν αναφέρομαι σε σκέψεις και κινήσεις που κρύβονται πίσω από μια ασφάλεια ως προς την έκβαση των επίσημων ηχογραφήσεων που ο ίδιος πραγματοποιεί από το 1982 και το ντεμπούτο του “Sunyata”. Αντιθέτως, από τις πρώτες του καλλιτεχνικές ημέρες διέπονταν από μια έλξη προς το άγνωστο και το απόρθητο, την οποία έκτοτε τρέφει μέσα από διαρκές, προσηλωμένο και στοχευμένο παίδεμα των ιδεών του, με αρκετές συναρπαστικές καταλήξεις τόσο στα προσωπικά του άλμπουμ, όσο και σε εκείνα που αφορούν τις κατά καιρούς συνεργασίες τους με άλλους δημιουργούς. Μια τέτοια ροπή τον οδήγησε και στην κατασκευή του φετινού “Filaments”, το οποίο δεν χάνει στιγμή τον ειρμό του παρά τις αρκετές περιπετειώδεις ενέργειες που εντοπίζονται εντός του, φτάνοντας να ηχεί σαν μια μεθοδική, επιτυχημένη και απολύτως διακριτή συνέχεια στην εργογραφία του Rich.

Ο λόγος για ένα πλήρους διάρκειας δίσκο, κυκλοφορημένος αποκλειστικά-δυστυχώς, όπως και η πλειοψηφία των LP του Rich- σε CD, μέσα από τον οποίο ο Rich εκφέρει ξανά τις αρετές της τεχνοτροπίας του, κατευθύνοντάς τες σε εξίσου ενδιαφέροντα και απόκρυφα μέρη με το καθηλωτικό παρελθόν του. Αρετές που ο Αμερικανός ξεδιπλώνει κυρίως με τη βοήθεια μιας συστοιχίας ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, τοποθετώντας και στοιχεία από φυσικά όργανα, στα οποία παρατηρείται και η συνδρομή δύο ακόμη μουσικών· των Todd Plumer και Morrell στις pedal steel κιθάρες. Ως κυρίαρχο πνεύμα των κομματιών του, ο 52αχρονος πια ηλεκτρονικάριος κατανέμει την έμπνευσή του διυλίζοντάς την μέσα από πληκτροφόρα όργανα αναλογικής και ψηφιακής τεχνολογίας, όπως modular synthesizer (MOTM και Eurorack), synthesizer (Korg Wavestation, Korg M3, Eowave Ribbon), keyboard (DSI P12, DSI Pro2), πιάνο, κ.ά. Είναι κι αυτό το zither με τις έγχορδες ωδές του, το οποίο υπεισέρχεται στην πλειάδα των εργαλείων που διαχειρίζεται ο εδώ καλλιτέχνης, εντείνοντας περιοδικά τη λυτρωτική υποβλητικότητα των συνθέσεων του “Filaments”.

Σε εννέα πράξεις, ο Rich μετουσιώνει τις γνώσεις και τις παραστάσεις του σε ακουστικά στιγμιότυπα που περιβάλλουν τόσο τον ίδιο τον πομπό τους, που μετατρέπεται σε δέκτης μέσω της δράσης-αντίδρασης, όσο και τον επίδοξο δέκτη. Σε μια προσεκτική ανάγνωση, οι προθέσεις του δεν αρκούνται πόσω μάλλον δεν εξαντλούνται σε μια άρρυθμη ατμοσφαιρικότητα που παραθέτει αφαιρετικά εικόνες και τοπία, με μια μόνιμη θαμπάδα. Σε περίπου μία ώρα δεν “βλέπουμε” μονάχα περιγράμματα και κάποιες λεπτομέρειες σαν κουκκίδες που ψάχνουν λύτες σαν σε ηχητικό παζλ. Σμιλεύοντας τον ήχο, ο Rich φροντίζει να προτάξει ακροάματα συγκροτημένα από καθάρια μελωδικότητα, ρυθμό, σχήμα, χρώμα, ένταση, εξελιξιμότητα και προεκτάσεις.

Επίμονες συχνότητες πηγαινοέρχονται φιλοδοξώντας (δικαίως) να καταλάβουν χώρο στη μνήμη μας, αφού χαρακτηρίζονται από αρκετά ευκολομνημόνευτα σημεία. Εκπλήξεις προκύπτουν εδώ κι εκεί, προσδίδοντας τα επιπρόσθετα θέλγητρα ώστε να επιστρέψουμε σύντομα στην ακρόαση των συνθέσεων. Το ambient στίγμα βρίσκεται δίπλα μας όχι για να “καπελώσει” το σύνολο και να το σταμπάρει ως κάτι συγκεκριμένο. Στην πραγματικότητα, αυτό το στίγμα σηματοδοτεί ή καλύτερα ισοδυναμεί απλώς με την αίσθηση της ύπαρξης ενός πλαισίου, που οικοδομείται σταδιακά, ενώ τα όσα συμβαίνουν επί του οποίου παραμένουν ορθάνοιχτα σε ερμηνείες. Όλα αυτά τα συμβάντα αποτελούν εμπειρίες που ψάχνουν αυτιά και μυαλό για να “κουμπώσουν” αρχικά και να διαμορφωθούν κατά το δοκούν. Όλα τους αταξινόμητες και μη κατηγοριοποιήσημες μορφές τέχνης που δεν αναζητούν απλώς τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσουν, μα τις δημιουργούν πρώτα και κύρια.

Από το ομώνυμο εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου μέχρι και την κατακλείδα του σχεδόν 10λεπτου “Telomere”, οι χειρισμοί του Rich προσφέρουν ένα σαγηνευτικό μπαράζ ηχητικών σημάτων που προσιδιάζουν τόσο στο φυσικό όσο και στο τεχνητό “σύμπαν”. Η ομορφιά και η απεραντοσύνη της φύσης μέσα από συνειρμούς που έρχονται στο φως από τους μικρο-τόνους και τις κλίμακες στις μελωδίες (συνθετικές και μη), συνυπάρχουν αρμονικά με το τέμπο, τους ρυθμούς και τους βόμβους των αστικών κέντρων που οικοδομούν οι sequencers, τα πλήκτρα και οι παραμορφωμένες κιθάρες. Προοδευτισμός, ηλεκτρονικής κοπής, ωθεί την οπτική του Rich σε καθαρτικές καταστάσεις και μαζί της ο ακροατής πατάει σε ρυάκια, βουτά σε θάλασσες, διαβαίνει εύφορες πεδιάδες, διασχίζει άγονες εκτάσεις γης, αέρηδες τον διαπερνούν και ενίοτε τον σπρώχνουν πιο πέρα, παίρνει τα βουνά. Η πόλη, όπου και όποτε εμφανίζεται, βρυχάται και δείχνει τα δόντια και το αδυσώπητο πρόσωπό της. Ο ακροατής, εσύ, φυσάς, ξεφυσάς, χαμογελάς, μα λίγο αργότερα στέκεσαι σκεπτικός. Κι απορείς, ψελλίζοντας: “θα μου εξηγήσει κανείς τι συμβαίνει;”.

 

8.5 / 10

Παναγιώτης Σταθόπουλος

 

Ανθρωποκεντρική ambient μουσική;

Το καλλιτεχνικό ύφος του Robert Rich έχει πετυχημένα χαρακτηριστεί ως “space music”, όρος που ταιριάζει απόλυτα και στην τελευταία του κυκλοφορία, το CD “Filaments”.  Όπως γράφει και ο ίδιος, η βασική ιδέα στην οποία βασίστηκε το “Filaments” είναι η «ανθρωπική αρχή». Η «ανθρωπική αρχή» αποτελεί μια φιλοσοφική θεώρηση που έχει διατυπωθεί από αστροφυσικούς, σύμφωνα με την οποία η πορεία του Σύμπαντος διέπεται από μια τέλεια εντελέχεια που αποσκοπεί στη δημιουργία του ανθρώπου, ώστε εκείνος στη συνέχεια να το παρατηρήσει και θα το ερμηνεύσει. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, η συγκεκριμένη κοσμολογική άποψη μπλέκει με έναν αμφισβητούμενο τρόπο τα επιστημονικά δεδομένα με τη μεταφυσική, πιθανώς και με την θρησκεία. Αλλά, ακριβώς αυτό το μεταφυσικό βάθος φαίνεται πως συγκίνησε τον Robert Rich και αυτό αποπειράται να αποδώσει στη νέα του δισκογραφική δουλειά (περισσότερα περί “ανθρωπικής αρχής” εδώ).

Επομένως, το “Filaments” αποτελείται από ορχηστρικές συνθέσεις που διακρίνονται από νοσταλγία, στοχασμό, ακόμα και δέος. Ο επικός τόνος υποβόσκει, καθώς η ενορχήστρωση και η παραγωγή είναι ιδιαίτερα λεπτοδουλεμένες, αποτέλεσμα της μεγάλης εμπειρίας του Robert Rich. Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι το “Filaments” αποτελεί το απόσταγμα της εμπειρίας και γνώσης του Αμερικάνου μουσικού. Με ενδιαφέρον παρακολουθούμε την ένταξη ποικίλων επιδράσεων σε ένα προσωπικό ύφος: τα synths pads του Brian Eno, τα αφαιρετικά tribal στοιχεία του Steve Roach, τα μινιμαλιστικά μοτίβα του Harold Budd στο πιάνο και οι δαιδαλώδεις και εγκεφαλικές δομές του Berlin School μπλέκονται αρμονικά, στις πιο πετυχημένες των περιπτώσεων στο ίδιο κομμάτι˙ για παράδειγμα, το “Entagled” θα μπορούσε να ήταν αποτέλεσμα μιας συνεργασίας του Rich με τον Eno, τον Budd και τον klaus Schulze.

Ωστόσο, αυτός ο πλούσιος σε αναφορές, πολυσύνθετος και ταυτόχρονα εύθραυστος μουσικός κόσμος διακρίνεται από κάποιες σοβαρές αδυναμίες. Ο Robert Rich, μετά από σχεδόν τριανταπέντε χρόνια δημιουργίας πραγματικά εκατοντάδων ωρών μουσικής, μοιάζει κάπως κουρασμένος και επαναπαυμένος στις μέχρι τώρα κατακτήσεις της ambient, στην οποία και ο ίδιος έχει προσφέρει πολλά. Φαίνεται να μην τον ενδιαφέρει τόσο να αναζητήσει νέους τρόπους έκφρασης για το συγκεκριμένο ιδίωμα, ενώ τα τελευταία χρόνια συνάδελφοί του, συνήθως νεότεροι, παρουσιάζουν αξιομνημόνευτες δουλειές. Συνεπώς, σπάνια καταφέρνει να προκαλέσει βαθιά μεταφυσική και υπαρξιακή συγκίνηση στον ακροατή, καθώς το όλο αποτέλεσμα μοιάζει «στημένο» και κάπως άνευρο. Βέβαια, εξαιρέσεις σε αυτή την εντύπωση υπάρχουν, όπως το καταληκτικό “Telomere”.

Συμπερασματικά, το “Filaments” αποτελεί μια από τις πιο συγκροτημένες κυκλοφορίες του Robert Rich, η οποία όμως ως ένα μεγάλο βαθμό χάνει σε πρωτοτυπία και φρεσκάδα. Αρκετές φορές, ο θεμελιώδης σκοπός δημιουργίας μιας βαθιά ανθρωποκεντρικής μουσικής μοιάζει να χάνεται μέσα σε απαρέγκλιτα κλασικές ambient συνθέσεις, που πιθανότατα θα ενδιαφέρουν μονάχα τους μυημένους.

 

6.5 / 10

Νίκος Φιλιππαίος

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης