Perfect Beings – II

 [My Sonic Temple, 2015]

Perfect Beings - Perfect Beings II

Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
14 / 12 / 2015

Εδώ και καιρό είναι κοινός τόπος ότι η σύγχρονη αμερικανική prog rock σκηνή είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιοτικά σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά την έλλειψη παράδοσης στον συγκεκριμένο ήχο. Μπάντες όπως οι Discipline, Echolyn, The Dear Hunter, Birds And Buildings, Phideaux, Dredg, Astra, Rishloo, Three, The Tea Club και πολλές δεκάδες ακόμα κοσμούν ένα μεγάλο εύρος του προοδευτικού ήχου και δε χρειάζονται περαιτέρω συστάσεις. Το ίδιο ισχύει και για τους Perfect Beings μετά το περσινό τους ντεμπούτο που έκανε αίσθηση διεθνώς.

Η συνταγή και η σαφής (και δηλωμένη) πρόθεση των Perfect Beings ήταν απλή: να τιμήσουν τον παραδοσιακό (βρετανικό δηλαδή) progressive rock ήχο και να τον αναμείξουν με σύγχρονα μελωδικά crossover στοιχεία. Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα κατάφερε να διχάσει τους κκ. Βέβε και Καστρίτη πέρσι (κλικ). Το δεύτερο album των Perfect Beings έχει τον απλούστατο τίτλο “II”, το εξώφυλλό του είναι ευχάριστα παρεμφερές με αυτό του ντεμπούτου και οι συγκρίσεις είναι φυσικά αναπόφευκτες.    


 

Συνέπεια στην παράδοση

Οι Perfect Beings μας συστήθηκαν πέρσι με τον ομώνυμο δίσκο τους και ομολογουμένως έδειξαν πάρα πολύ καλά δείγματα γραφής. Οι Καλιφορνέζοι μουσικοί φαίνεται ότι περνούν παρατεταμένη περίοδο έμπνευσης και δημιουργικότητας καθώς μέσα σε έναν χρόνο περίπου κυκλοφορούν την συνεχεία του ντεμπούτου τους, το “II”. Μια φευγαλέα ματιά αρκεί για να διαπιστώσει ο καθένας πως σχετικά με την ονοματοδοσία των δίσκων τους δεν πρέπει να είναι και πολύ ευρηματικοί, ενώ ακόμα και τα εξώφυλλα παρουσιάζουν την ίδια λιτή θεματολογία. Είναι άραγε το ίδιο και στο ουσιαστικό κομμάτι, τη μουσική τους δηλαδή;

Απαντώντας απλά στο παραπάνω ερώτημα η λέξη «όχι» αρκεί. Η δεύτερη κατά σειρά κυκλοφορία των Perfect Beings χαρακτηρίζεται από ένα γεγονός που κυνηγούν όλα τα υγιή συγκροτήματα : εξέλιξη στο ύφος και στη μουσική τους σε σχέση με το παρελθόν. Σημαίνει αυτό πως τα παλιά, καλά συστατικά έχουν αφεθεί στην άκρη; Και πάλι όχι. Αν κάτι κατάφεραν οι Ryan Hurtgen, Johannes Luley, Chris Tristam, Jesse Nason και Dicki Flizar με την περσινή σύμπραξή τους ήταν να αποδώσουν, ζώντας και παίζοντας στην αμερικάνικη ήπειρο, μία ηχητική αποτύπωση αρκετά βρετανίζουσα που κατά γενική ομολογία βρίσκει την γέννησή της στους Porcupine Tree.

Η αλήθεια είναι πως ακούγοντας τον φετινό δίσκο αμέσως σκέφτηκα ότι το συνθετικό κομμάτι έγινε αρκετά πιο στέρεο, σαν να ωρίμασε μέσα σε έναν χρόνο. Πράγματι, όταν ακούς το οργιώδες πρώτο μισό του “Volcano Streams” αντιλαμβάνεσαι πως το βλέμμα του album ίσως να ξεμακραίνει κι άλλο, να πηγαίνει πιο πίσω στον χρόνο. Παρόλα αυτά δεν σημαίνει ότι αυτό γίνεται και ο κανόνας, αφού το κέντρο βάρους δεν θα ξεφύγει και πάρα πολύ. Ίσως εδώ βρίσκονται και οι μικρές μου ενστάσεις, καθώς φάνηκε πως υπάρχουν οι λαβές για το κάτι παραπάνω, κυρίως στο πρώτο μέρος του δίσκου. Αναμφίβολα, κομμάτια όπως το “The Love Inside” ή η οργιώδης κατακλείδα με το “Cause And Effect” δείχνουν τον δρόμο, ενώ ταυτόχρονα δικαιώνουν και όσους ενδιαφέρθηκαν λίγο παραπάνω με την δουλειά τους πέρσι. Ωστόσο, όπως και τότε έτσι και τώρα η γνώμη μου είναι πως τα φωνητικά θα έπρεπε να μην είναι τόσο «μοντέρνα», υπό την έννοια ότι η Βρετανία δεν έβγαζε και πάντα αξιόλογα πράγματα, ειδικά από το 1980 και μετά…

Πέρα από όλα αυτά όμως ο δίσκος ακούγεται ευχάριστα και είναι μία ακόμα καλή προσθήκη την τελευταία στιγμή για την χρονιά που μας αφήνει.

 

8 / 10

Δημήτρης Καστρίτης

 

Λιγότερο τέλειοι από όσο περιμέναμε…

Ας το πιάσουμε από τη μέση. Εκεί που συνήθως φωλιάζουν οι μετριοπαθείς συνθέσεις και τα περισσότερα «κοινά» album ζορίζονται. Εκεί θα βρούμε το “The Love Inside”: μια φαινομενικά, τυπική εισαγωγή με πιάνο, πλαισιωμένη με τις γλυκές μελωδίες της φωνής του Ryan Hurtgen, που μεθοδικά θα αιχμαλωτίσουν τον ακροατή μέχρι την κορύφωση που προσφέρει το synth solo απ’τον Jesse Nason. Διατηρώντας υψηλούς ρυθμούς, το “Volcanic Streams” που ακολουθεί, συνεχίζει στις οδούς υψηλής τεχνικής, με γνώμονα τον αυτοσχεδιασμό, όπου σαν κάτοπτρο της προηγούμενης σύνθεσης θα οδηγήσει στην τυπική βρετανική, ταξιδιάρικη μελαγχολία που εκπέμπει με άνεση η φωνή του group. Δύο όμορφες συνθέσεις back to back, που ενώ κρύβουν θησαυρούς για τους λεπτολόγους ακροατές, εν τέλει αποτελούν μια ακριβής αποτύπωση της ακροβατούσας, μουσικής πρότασης των Perfect Beings. Έξυπνοι αυτοσχεδιασμοί, τεχνικά solos, politically correct αναλογία ρυθμών/έντασης, AOR φωνητικές μελωδίες.

Η αμήχανη στιγμή της ακρόασης έρχεται για πρώτη φορά στο εξαίσιο “Go”. Pop λέγεται και δεν είναι κακό να πειραματίζονται οι rock μουσικοί με αυτό, αρκεί να γνωρίζουν πως θα το μετασχηματοποιήσουν σε κάτι ειλικρινά προοδευτικό. Ευτυχώς οι Perfect Beings το κατέχουν και κάπως έτσι ο Chris De Burgh θα συναντήσει τον Peter Gabriel, με ένα hit (εννοώντας πιασάρικο τραγουδάκι και όχι εμπορική επιτυχία) τεχνοτροπίας Marillion να γεννιέται. Αναζητώντας μια σύνθεση που μπορεί να αποτελέσει σωστό οδηγό για το μέλλον των Perfect Beings, τότε το “The Thrill Seeker” που κλείνει τον δίσκο, εσωκλείει αρκετές αρετές που δύσκολα συναντούμε στην αμερικάνικη σκηνή (αναφέρομαι κυρίως στις απενοχοποιημένες Bowie επιρροές στο πρώτο μισό).

Ακολουθώντας την ανάποδη ροή, φτάνουμε και στις πρώτες δύο συνθέσεις του album. Εκεί εντοπίζουμε και το βασικό (ίσως και μοναδικό) ψεγάδι του δίσκου. Πουλάνε πολύ φτηνά τις ιδέες τους οι Αμερικανοί και όταν στα πλαίσια του ατμοσφαιρικού προοδευτικού ήχου καταφέρνεις να ακουστείς ενδιαφέρων, αλλά εν τέλει ρηχός, τότε χάνεται μέρος από την μαγεία που με κόπο δημιουργείς. Π.χ. στο εναρκτήριο “Mar Del Fuego”, ενώ αποσπά άμεσα την προσοχή μας ο συνδυασμός του flamenco με το prog, τελικά η σύνθεση καταστρέφεται ολοκληρωτικά στην προσπάθεια του συνθέτη να συνδυάσει τα δύο είδη χωρίς να ακουμπήσει το ένα το άλλο (μονάχα για λίγα δεύτερα συνυπάρχουν, όπου πιάνο-κρουστά-κιθάρες κορυφώνονται ταυτόχρονα). Αντίθετα το “Cryogenia” δεν χαρακτηρίζεται καθόλου από πρωτοτυπία του ή προσπάθεια για σύζευξη διαφορετικών μουσικών ειδών. Διαθέτει ένα πανέμορφο solo στα synths που πάει χαμένο διότι το πριν και το μετά του τραγουδιού αποτελείται από μια άνευρη alienation ερμηνεία του Hurtgen, ενώ στο background ακούς μέχρι και τσέμπαλο. Κακώς εννοούμενη prog ανεμελιά, θα έλεγα εγώ…

 

7 / 10

Αλέξανδρος Τοπιντζής

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης