[Self-released, 2013] |
|
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς31 / 12 / 2013 |
Η άνθιση του progressive rock τα τελευταία χρόνια αποτελεί πλέον κοινή γνώση και διαπίστωση. Η a priori απόρριψη ή η επιφυλακτικότητα σε ότι αφορά στο πιο τεχνοκρατικό παρακλάδι της rock μουσικής έχει πια εγκαταλειφθεί και ο παραλληλισμός των prog rock καλλιτεχνών με ερπετά της Ιουρασικής περιόδου έχει ήδη ξεχαστεί. Σε μία εποχή κατά την οποία η μουσική κατεύθυνση και η εμπορικότητα (ως πρόθεση) δεν κατευθύνονται (ως επί το πλείστον) πια από δισκογραφικές εταιρείες, αυτή ακριβώς η ελευθερία έχει εκμηδενίσει την απόσταση μεταξύ των προθέσεων των καλλιτεχνών και των απαιτήσεων του κοινού. Το ντεμπούτο των Mother Turtle είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω και αποτελεί μία απόδειξη της (εν προκειμένω) υγείας που χαρακτηρίζει τη διεθνή μουσική στη σύγχρονη εποχή. Έχοντας ως βάση τη Θεσσαλονίκη, με τη μακρά παράδοση συγκροτημάτων υψηλού επιπέδου σε όλο το φάσμα της rock μουσικής, το συγκεκριμένο κουαρτέτο έθεσε τον πήχη πολύ ψηλά, χωρίς να έχει καμία απολύτως πρόθεση να ανακαλύψει εκ νέου τον τροχό. Ισορροπώντας μεταξύ heavy και symphonic prog και προσθέτοντας πολλά neo-prog στοιχεία, οι Mother Turtle δημιουργούν παίζοντας τη μουσική που αγαπούν. Και την αγαπούν πολύ… Με το χιουμοριστικό στοιχείο βρετανικότατης κοπής να αποτελεί βασικό στοιχείο της ταυτότητάς τους (απόδειξη εδώ) και το καταφανές δέσιμό τους, οι Mother Turtle υπόσχονται πολλά για το μέλλον. Η ζωντάνια του παιξίματος, η πειστικότατη τεχνική και, ίσως σημαντικότερα, η συναισθηματική γνησιότητα και ευθύτητα των κομματιών των Mother Turtle, χαροποιούν και ικανοποιούν κάθε γνήσιο οπαδό του progressive rock. Περήφανοι ως τέτοιοι και όντας βαθείς γνώστες της προοδευτικής μουσικής, οι συντάκτες μας, Πάρης Γραβουνιώτης και Κώστας Μπάρμπας, ταυτίζονται εντυπωσιακά (εν αγνοία τους)… |
Progging in the Greek world
Το progressive rock μπορούμε να πούμε ότι σήμερα βιώνει τη δεύτερη νιότη του μετά τα θρυλικά 70s, με χώρες όπως η Νορβηγία, η Σουηδία και παραδοσιακές δυνάμεις όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Η.Π.Α. να σέρνουν το χορό. Από αυτόν το χορό λοιπόν είναι πολύ ευχάριστο να διαπιστώνεις ότι δε λείπει η Ελλάδα και με νέες μπάντες όπως οι Mother Turtle δηλώνει μάλιστα βροντερό παρών. Οι Mother Turtle λοιπόν, αποτελούμενοι από τους Γιώργο Θεοδωρόπουλο (πλήκτρα), Κώστα Κωνσταντινίδη (κιθάρα, φωνή), Γιώργο Μπαλτά (τύμπανα) και Κωστή Χασόπουλο (μπάσο), δημιουργήθηκαν το 2011 στην Θεσσαλονίκη και τον Οκτώβριο του 2013 μας παρέδωσαν το αυτοχρηματοδοτούμενο (self-released) ντεμπούτο τους. Από το εναρκτήριο “707 (A November Less)” διαπιστώνει κανείς τις επιρροές από το πρώιμο heavy rock των Uriah Heep και Deep Purple μέχρι την πιο σύγχρονη εκδοχή του heavy prog από μπάντες όπως οι Haken φερ’ ειπείν ή οι Black Bonzo. Στο ίδιο μοτίβο και το επόμενο κομμάτι του δίσκου “Mother Turtle And The Evil Mushroom (Part 1)”, του οποίου το concept από ότι αφήνεται να εννοηθεί θα συνεχιστεί στις επόμενες δουλειές του συγκροτήματος. Πολύ ενδιαφέροντα στο συγκεκριμένο κομμάτι τα οπερατικά φωνητικά του Κώστα Κωνσταντινίδη. Ο δίσκος συνεχίζει με το “Dwarf”, στο οποίο η μπάντα στρέφεται ξεκάθαρα προς το symphonic prog / neo-prog στα πρότυπα των Marillion και Spock’s Beard, με τις συναισθηματικές στιγμές να είναι πιο έντονες σε σχέση με την πιο heavy εκκίνηση του δίσκου. Το “Bridge” που ακολουθεί είναι μάλλον η πιο αδύναμη στιγμή του δίσκου, μια απλώς συμπαθητική prog μπαλάντα με την folk μελωδία κατά την άποψη του γράφοντα να μην κολλάει στο τελικό αποτέλεσμα. Με τις τρεις συνθέσεις που ακολουθούν μέχρι και το φινάλε ο δίσκος πραγματικά απογειώνεται, αρχής γενομένης με το “God Games”, μία εξαιρετική symphonic prog σύνθεση με ωραία κλιμάκωση και άρτιο παίξιμο. Ωραίος ο μονόλογος του Al Pacino από το “The Devil’s Advocate” στη μέση του κομματιού, αν και σε μερικούς ακροατές μπορεί να φανεί ότι κόβεται η ροή του. Το “Rhinocerotic” είναι ίσως η κορυφαία στιγμή του δίσκου. Το κομμάτι αυτό, στο οποίο φαίνεται και το υψηλό τεχνικό επίπεδο των Mother Turtle, είναι ένα εξαιρετικότατο instrumental με το King Crimson στοιχείο να εμφανίζεται για πρώτη και τελευταία φορά στον δίσκο. Προσωπικά εύχομαι να επενδύσουν σε αυτό το στυλ και στο μέλλον. Το συναισθηματικά φορτισμένο “Attic”, που κλείνει το ομώνυμο ντεμπούτο των Θεσσαλονικιών, αποδεικνύει γιατί συγκινούμαστε όταν εμφανίζονται νέες μπάντες και δη ελληνικές να παίζουν το αγαπημένο μας προοδευτικό παρακλάδι. Eιδικά το κιθαριστικό solo του Κώστα Κωνσταντινίδη, όπου ακούμε μια ιδανική μίξη Latimer, Rothery και Hackett μας γέμισε με δάκρυα τα μάτια. Στα μείον του δίσκου είναι ίσως μια σύγχυση ιδεών που προκύπτει από την πληθώρα επιρροών των Mother Turtle και την αγωνία τους να τις χωρέσουν στην μουσική τους, καθώς και η απλά καλή παραγωγή η οποία αν ήταν πιο καθαρή και πολυεπίπεδη πιθανότατα να ανέβαζε το τελικό αποτέλεσμα. Κατά τα άλλα το εκτελεστικό και τεχνικό επίπεδο είναι υψηλότατο και πάνω απ’όλα υπάρχουν πανέμορφες ιδέες και συνθετική ωριμότητα. Συνολικά πρόκειται για ένα πολύ ελπιδοφόρο και δυνατό ξεκίνημα. Κρίνοντας από το ντεμπούτο αυτό και την προοπτική που αφήνει κυρίως το δεύτερο μισό του, το δεύτερο άλμπουμ των Mother Turtle είναι μάλλον «καταδικασμένο» να είναι ακόμα καλύτερο.
7.5 / 10 Πάρης Γραβουνιώτης | Out of the shell…
Οι Mother Turtle από τη Θεσσαλονίκη κυκλοφόρησαν φέτος το ομώνυμο ντεμπούτο τους. Το κουαρτέτο, μας παρουσιάζει 7 κομμάτια διάρκειας μίας ώρας, όπου ακούμε progressive rock με ματιές στο neo-prog (τους Marillion κυρίως), συν κάποιες πιο σύγχρονες επιρροές όπως οι Spock’s Beard, αλλά με σαφείς τις βάσεις του στα 70s. Οι βάσεις αυτές είναι οι Camel, οι Genesis και γενικά η ολοφάνερη αγάπη τους για τη Μ. Βρετανία. Παρόλα αυτά, σε κάποια σημεία συναντούμε και το θείο Zappa, αλλά και τους Rush, από τους οποίους προέρχεται και το πιο heavy στοιχείο στον δίσκο, μιας και καθαρό prog metal δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου στο άλμπουμ, εκτός ίσως από τα φωνητικά, τα οποία σε στιγμές, έχουν κάτι από τα 90s του είδους. Το παίξιμο του Κώστα Κωνσταντινίδη στην κιθάρα αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του δίσκου. Ένας ολοκληρωμένος κιθαρίστας, παιδί του Latimer και του Gilmour (συνεπώς και του Rothery), με λίγο από Lifeson, Hackett αλλά και από Γιάννη Σπάθα. Αν και τεχνικά αρτιότατος, το βασικό του στοιχείο είναι το feeling και τα δάχτυλα στο ακούμπημα της ταστιέρας. Από την άλλη ενώ δεν είναι “natural born singer”, τα καταφέρνει μια χαρά σε αυτόν τον τομέα, ενώ παράλληλα η χροιά και η εν γένει ερμηνεία του έχουν προσωπικότητα και δεν καταλήγουν ποτέ σε flat καταστάσεις. Το μόνο που δεν βοηθάει (ειδικάτη φωνή) είναι η παραγωγή, που τον αφήνει εκτεθειμένο σε κάποια σημεία, αλλά και κάποιοι φωνητικοί Zappισμοί που δεν είναι τόσο εύκολο να επιτευχθούν. Στα πλήκτρα ο Γιώργος Θεοδωρόπουλος φέρνει και τις πιο σύγχρονες και neo-prog επιρροές στον ήχο, με σαφή επιρροή του τον Mark Kelly. Σε κάποιες στιγμές παραμένει στα μετόπισθεν (ίσως και λόγο παραγωγής), ενώ σε άλλες πρωταγωνιστεί με κάποια θέματά του. Η rhythm section βοηθάει και αυτή στο τελικό αποτέλεσμα, με πρωταγωνιστή εδώ το μπάσο (σε σημεία και άταστο) και το χαρακτηριστικό υπερπλήρες παίξιμο του Κώστα Χασόπουλου, που δένει με το παίξιμο του Γιώργου Μπαλτά στα drums, το οποίο είναι όμως πιο τυπικό και δεν «ξεσαλώνει» τόσο. Αν πάμε στις συνθέσεις ξεχωριστά, παρατηρούμε ότι οι τρεις τελευταίες είναι και οι καλύτερες του δίσκου και ιδιαίτερα το κλείσιμο του “Attic” με το κιθαριστικό σόλο, που κάποιος θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει, χωρίς ίχνος υπερβολής, μνημειώδες. Το instrumental “Rhinocerotic” είναι μουσικά η πιο εστιασμένη στιγμή στο δίσκο, με την παραγωγή να δίνει την σωστή αναλογία ήχου σε κιθάρα και πλήκτρα αντίστοιχα. Κάτι που δεν συμβαίνει δυστυχώς σε όλο το δίσκο. To “God Games”, αν και δωδεκάλεπτο, κρατάει το ενδιαφέρον στην εξέλιξή του και εκτοξεύεται με το κιθαριστικό σόλο, μετά από έναν διάλογο του Al Pacino (sample από την ταινία “The Devil’s Advocate”) με τα πλήκτρα. Πολύ δυνατό είναι επίσης και το εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου “707 (A Novemeber less)”, στο οποίο υπάρχει και ένα Deep Purple άγγιγμα και μια πολύ χτυπητή Uriah Heep στιγμή, ίσως στα όρια του tribute. Από την άλλη, οι επόμενες δύο συνθέσεις, ενώ δεν χάνουν γενικά και έχουν και μερικά πολύ δυνατά σημεία (η δουλεία στα πλήκτρα του “Dwarf” π.χ.), ως σύνολο είναι απλά καλές. Το τέταρτο κομμάτι, με τίτλο “Bridge”, νομίζω πως θα μπορούσε να λείπει από το άλμπουμ. Αυτό είναι λοιπόν και το βασικό αρνητικό του δίσκου. Υπάρχει η αίσθηση ότι ενώ το γκρουπ έχει τη δική του μουσική προσωπικότητα (και σε στιγμές έντονη μάλιστα), σε κάποια σημεία μπλέκονται αχρείαστες επιρροές που μειώνουν το συνολικό αποτέλεσμα. Βέβαια όλα αυτά είναι λογικά μιας και μιλάμε για ντεμπούτο και με τη δυστυχώς μέτρια παραγωγή να μην βοηθάει στην συνοχή, ίσως να φαίνονται και πιο έντονα. Το θέμα με τους Mother Turtle όμως είναι ότι κυκλοφόρησαν έναν progressive rock δίσκο (ο οποίος παρεμπιπτόντως διατίθεται και δωρεάν στο bandcamp τους) που τιμά το είδος και το κυριότερο είναι ότι οι όποιες λίγες αδυναμίες του είναι πράγματα που βελτιώνονται με την εμπειρία. Τα προτερήματά του και ειδικά τα τρία μεγάλης κλάσης κομμάτια που κλείνουν το άλμπουμ σε κάνουν σίγουρο ότι το επόμενό τους βήμα θα είναι ακόμα καλύτερο.
8 / 10 Κώστας Μπάρμπας |
Κάντε το πρώτο σχόλιο