IQ – The Road of Bones

 [Giant Electric Pea, 2014]

 

IQ - The Road Of Bones

Εισαγωγή:  Δημήτρης Καλτσάς
27 / 05 / 2014

 

Όπως είναι γνωστό, η δεκαετία του ’80 δεν ήταν η καλύτερη περίοδος για το progressive rock. Ενώ τα μεγαθήρια των 70s ξέπεφταν δημιουργικά ή προσπαθούσαν (αδικαιολόγητα κατ’ εμέ) να αλλάξουν μουσικό ύφος λόγω πιέσεων των δισκογραφικών εταιρειών, το rock φλέρταρε με την pop και την ηλεκτρονική μουσική. Η απότομη εμπορευματοποίηση μετέφερε το βάρος από τη μουσική  αυτή καθεαυτή στην εμφάνιση και με ελάχιστες εξαιρέσεις η τεχνική μουσική περιθωριοποιήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Εκτός όμως της γενικής τάσης, που -καθόλου μυστηριωδώς- συνήθως δεν απασχολεί την πλειοψηφία των ακροατών, το progressive rock όχι απλά δεν έπαψε να υφίσταται, αλλά κατά κάποιο τρόπο επανεμφανίστηκε υπό μορφή δύο κύριων και ανεξάρτητων μεταξύ τους ρευμάτων: του RIO (Rock In Opposition) και του neo-prog, με τo δεύτερο να γίνεται και ευρέως αντιληπτό, καθώς οι κύριοι και αναμφισβήτητα σημαντικότεροι εκπρόσωποί του ήταν οι Marillion.

Μεταξύ των πρωτοπόρων neo-prog σχημάτων ήταν οι (Άγγλοι φυσικά) IQ, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από τις εντονότατες επιρροές από τους Genesis (δεν ήταν οι μόνοι εντός neo-prog φυσικά…) και είχαν ως βασικό τους όπλο τη φωνή του Peter Nicholls. Έτσι, ξεκίνησαν με το “Tales From The Lush Attic” το 1983 και δύο χρόνια μετά με το “The Wake” πολλοί prog οπαδοί θεώρησαν πως έγραψαν ιστορία (προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί). Όντας δισκογραφικά συνεπείς καθόλη την πορεία τους μέχρι σήμερα, όταν ο ήχος τους (λογικά) βελτιώθηκε με την είσοδο της νέας χιλιετίας, οι IQ έδωσαν τις πιο ώριμες δουλειές τους, όπως και πολλές άλλες neo-prog μπάντες. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για όσους δεν πολυαντέχουν τον πλαστικό 80s ήχο και το πομπώδες pop / rock. Ασχέτως με αυτά πάντως, οι IQ δικαιούνται του ονόματός τους, το οποίο έχει χτιστεί κυρίως υπό δυσμενείς συνθήκες.

Σήμερα, που το progressive rock βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο και 5 ολόκληρα χρόνια μετά το “Frequency”, οι IQ ετοίμασαν υπομονετικά το “The Road Of Bones”, το 11ο άλμπουμ τους, με στόχο την κατάκτηση νέων κορυφών. Η φωνή του Peter Nicholls είναι και πάλι εδώ εντυπωσιακά ομοίως εντυπωσιακή και ο ήχος τους έχει σκληρύνει λίγο ακόμα (αμήν). Spoilers τέλος.     


 

The long and winding road of bones…

 

Ο Σιβηρικός αυτοκινητόδρομος M56 Kolyma κατασκευάστηκε στη Ρωσία του Στάλιν και αναφέρεται στις ιστορικές πηγές ως «δρόμος από κόκαλα» λόγω της ταφής των πολλών νεκρών εργατών (στη μεγάλη πλειοψηφία τους ήταν πολιτικοί κρατούμενοι) κάτω από την άσφαλτο. Ουδείς “άσφαλτος” όπως έχει πει και γνωστή persona της ελληνικής πολιτιστικής ζωής και οι IQ εάν διαθέτουν την επαρκή αυτογνωσία οφείλουν να παραδεχτούν ότι έσφαλαν σφόδρα με την διαχείριση του υλικού τους.Με προίκα έναν αξιόλογο δίσκο, όπως είναι το “Frequency” του 2009, το νέο αλμπουμ ανέμενα να είναι ακόμα καλύτερο, κυρίως λόγω της επιστροφής των Paul Cook και Tim Esau (και οι δύο συμμετείχαν θρυλικό και αγαπημένο μου “The Wake” άλμπουμ) στο rhythm section. Και σε αρκετές στιγμές αυτό συμβαίνει 100%, αλλά όχι για τους προφανείς λόγους. Η μεγαλύτερη attraction του δίσκου είναι η παρουσία του άσημου Neil Durant σε synths και keyboards, ο οποίος γεμίζει τις συνθέσεις με εκπληκτικές ιδέες, κερδίζοντας με άνεση τις εντυπώσεις από τα υπόλοιπα όργανα.

Πάρε για παράδειγμα το “Until The End”. Μια μέτρια σύνθεση στην ολότητα της, με τετριμμένους ρυθμούς (παραγόμενους από riffs και drumming), αδιάφορες φωνητικές γραμμές και άνευ λόγου και αιτίας εμφανίζεται απλωμένη σε 12 λεπτά. Φωτεινή εξαίρεση στη (σχεδόν) επιτομή της αδιαφορίας είναι τα solos από πλήκτρα που διακόπτουν συχνά-πυκνά τη γλυκανάλατη neo-prog προπαγάνδα. Στην περίπτωση των IQ η συνταγή ποτέ δεν έτυχε να είναι πάντα αποτυχημένη… Σε ένα αλμπουμ που χαρακτξρίζεται από την τυπική βρετανική, γιάπικη μελαγχολία, θα ήταν άτοπο η καλύτερη σύνθεση που περιέχεται σε αυτό να εμφανίζεται σε διαφορετικό κλίμα. Το ομώνυμο τραγούδι αποτελεί ένα από τα αρτιότερα έργα που έχουν παράξει οι Βρετανοί τα τελευταία πολλά πολλά χρόνια και σχεδόν επισκιάζει τον υπόλοιπο δίσκο. Παράλληλα, με έκπληξη παρατήρησα ότι τα 19 λεπτά του “Without Walls” δεν αποτέλεσαν αχίλλειο πτέρνα του δίσκου (κάτι που κατά κόρον συμβαίνει με τις μεγάλες συνθέσεις σύγχρονων prog δίσκων), αλλά αντίθετα κατάφεραν με συνεχείς εναλλαγές σε δυναμικές, κανά δυο κρεσέντα και έξυπνα refrains να διατηρήσουν υψηλά το ενδιαφέρον.

Στο δεύτερο CD της περιορισμένης έκδοσης υπάρχουν ακόμα πέντε συνθέσεις, που λόγω διαφορετικού ύφους δεν συμπεριλήφθηκαν στο επίσημο αλμπουμ και διατίθενται ως bonus tracks ή ανεπίσημα fillers θα έλεγα εγώ… Από αυτά την καλύτερη εντύπωση μου έκαναν τα “Knucklehead” και “Constellations”, το μεν πρώτο για την χαρακτηριστική progressive metal χροιά του και το δεύτερο γιατί απλά οι IQ καταφέρνουν για δεύτερη φορά στον ίδιο δίσκο να στήσουν ένα εξαίσιο άνω των 10 λεπτών τραγούδι χωρίς να με κάνουν να βαρεθώ. Το ίδιο δεν μπορώ να πω και για τα άνοστα και γεμάτα από κλισαρισμένους ψευδο-προοδευτικούς κανόνες τραγούδια που υπάρχουν διάσπαρτα και στα δύο δισκία (άκου “Ocean” ή “From The Outside In”). Στο κατά τα άλλα αξιόλογο ενδέκατο αλμπουμ των IQ υπήρξαν επιλογές που πιθανώς δεν ήταν οι ενδεδειγμένες στην ολότητα τους. Αξίζει όμως να περπατήσετε προσεχτικά όλο το δρόμο. Θα ανακαλύψετε πολλά σημεία ακρόασης, ικανά να σας πάνε λίγο παραπέρα…

 

6.5 / 10

Αλέξανδρος Τοπιντζής

 

Ο δρόμος της χρυσής αναζήτησης   

 

Για τους δυνατούς γνώστες και προφανώς για τους γηραιότερους (αναπόφευκτη η μερική ταύτιση) είναι γνωστή η ιστορία και η πορεία του εν λόγω γκρουπ. Neo-progressive πτέρυγα, πράγμα που σημαίνει δισκογραφία μέσα στα 80s άρα και όχι τόσο μεγάλη επίδραση στα ευρύτερα μουσικά δρώμενα τα οποία ήταν διαφορετικά είδη εκείνη την εποχή. Αυτό πάει να πει πως έχουμε να κάνουμε με μία αμιγώς progressive προσέγγιση στη σύνθεση και στο ύφος δίχως περιττά «αλλά» και «ίσως» με την απόδοση των ευσήμων σε μεγαθήρια, όπως οι Genesis για παράδειγμα, να είναι κάτι παραπάνω από αυτονόητη και εμφανής.

Διατηρείται αυτό εν έτει 2014; Η απάντηση είναι βεβαίως, δε θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά άλλωστε. Οι IQ επανέρχονται στο προσκήνιο με ένα δίσκο που φέρει τον τίτλο “The Road Of Bones” και οι δηλώσεις από πλευράς τους μέσω αυτού, καθώς και οι ερμηνείες από τη μεριά μας, ξεκινούν δυναμικά. Ως “Road of Bones” εννοείται ένας αυτοκινητόδρομος στη Ρωσία που διασχίζει βαθιά την χώρα προς την ανατολή, ο οποίος κατασκευάστηκε από τους πολιτικούς κρατούμενους κατά την περίοδο του σταλινικού καθεστώτος, συνεπώς τόσο το ύφος όσο και οι στίχοι του έργου χρωματίζονται από τις αντίστοιχες ανθρώπινες πνευματικές και ψυχολογικές εστιάσεις που επιθυμούν να θίξουν -και το κάνουν συνεχώς είναι η αλήθεια- οι IQ.

Μουσικολογικά ο δίσκος κινείται σε φόρμες που είναι γνώριμες στο κοινό του συγκροτήματος σχηματικά, παρόλα αυτά όμως υπάρχουν ορισμένες αποχρώσεις που κάνουν τον δίσκο να ξεχωρίζει. Συνθέσεις που ντύνονται από εκπληκτικά πλήκτρα  και μία σαφέστατη ροπή προς αρκετά πιο heavy εκφάνσεις κυρίως στην κιθάρα και φοβερό rhythm section. Αυτό είναι άλλωστε και το πρώτο πράγμα που ακούει κανείς όταν βάζει τον δίσκο να παίξει στο κομμάτι “From The Outside In”. Αρκετά πιο γνωστές στιγμές που φέρνουν στη μνήμη τις επιρροές Genesis αλλά και Peter Gabriel, που έχουν χωνευτεί άριστα, προκύπτουν στο άκουσμα του ομώνυμου κομματιού μέχρι να μπει και πάλι η heavy στιγμή προς το κλείσιμο του ενώ συνέχεια έχει το κομμάτι με τη μεγαλύτερη διάρκεια μέσα στο δίσκο, το “Without Walls”. H έναρξή του φέρνει αρκετά σε αυτήν του προηγούμενου κομματιού, όμως από ένα σημείο και μετά η γνώμη μου είναι πως απογειώνεται αφήνοντας τον ατμοσφαιρικό ήχο για μία αλλαγή πλεύσης και ένα ρεσιτάλ από πλευράς πλήκτρων και όλων των οργάνων. Το τελευταίο τμήμα της σύνθεσης δε κατά την ταπεινή μου γνώμη αποτελεί και το καλύτερο σημείο του δίσκου. Το “Ocean” που έπεται είναι ίσως η πιο αδύναμη στιγμή του άλμπουμ δίχως αυτό να σημαίνει πως είναι κακό, ενώ η κατακλείδα μπαίνει με το “Until The End” με τον ατμοσφαιρικό ήχο ξανά να παίζει τον πρώτο ρόλο και η ερμηνεία του Peter Nicholls να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πολύ καλές στιγμές της συνολικής δουλειάς.  Ιδιαίτερη μνεία οφείλει να γίνει και στο δεύτερο cd της κυκλοφορίας που απαρτίζεται από bonus κομμάτια και τα οποία είναι επίσης διαλεκτά.

Συνολικά έχουμε να κάνουμε με μία δουλειά που διέπεται από αρτιότητα τόσο σε επίπεδο παραγωγής καθώς και σε θέματα στίχων αλλά και σύνθεσης. Προσωπικά μιλώντας, ίσως η άποψη μου να ήταν ακόμα καλύτερη εάν τα heavy riffs είχαν λιγότερη συμμετοχή σε κάποια σημεία χωρίς να σημαίνει αυτό ότι ρίχνει την συνολική προσπάθεια.

 

8.5 / 10

Δημήτρης Καστρίτης

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης