[G.O.D Records, 2015]
Εισαγωγή: Παναγιώτης Σταθόπουλος
21 / 04 / 2015
Διανύαμε, θυμάμαι, τον Οκτώβρη του 2012, όταν και πρωτοήρθα σε επαφή με τον εκφραστικό πλουραλισμό των Eziak. Αυτός ο πλουραλισμός καταγράφηκε στο παρθενικό τους πλήρους διάρκειας ηχογράφημα με τίτλο “Nomads” και διακρινόταν (και διακρίνεται ακόμη) για την ευστοχία του, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο την επιτυγχάνει. Κι είχαν παρέλθει δύο μόλις χρόνια από την ίδρυσή τους…
Μέσα από καθόλα οργανικές αναπτύξεις στις οποίες δεν παρεισέφρεε ανθρώπινη φωνή, το τριμελές σχήμα από τη Χαλκίδα εκδήλωνε τις προθέσεις του σε στέρεες βάσεις. Ο Βαγγέλης Βάρης (ντραμς, κρουστά, καλίμπα), ο Ξενοφώντας Αθανασίου (κιθάρες) και ο Νεκτάριος Μανάρας (κιθάρες, φλικόρνο, monome, πλήκτρα), με τη συμπόρευση του Στέλιου Ρωμαλιάδη (φλάουτο), του Δημήτρη Δημητριάδη (κοντραμπάσο, arco μπάσο) και του Στέφανου Μανάρα (ηλεκτρικό μπάσο), παρουσίασαν μια συγκομιδή λεπτοσμιλεμένων μοτίβων, που οικοδομούνταν μεθοδικά και αυτοσχεδιαστικά (παρά την ύπαρξη πλάνου). Σε ένα αισθητικό αποτέλεσμα, το οποίο έβριθε σε μυσταγωγία και που τελικά στάθηκε αταξινόμητο, διαπεραστικό και προορισμένο για αλλεπάλληλες ακροάσεις.
Υπήρχε (και υπάρχει), βλέπετε, ένα υπόβαθρο σε καταβολές και εργασία γύρω από τη σύνθεση, την εκτέλεση και την παραγωγή που έστρωνε το «δρόμο». Το προκείμενο τρίο δεν είχε απλώς εντρυφήσει στην οδό μέσα από την οποία διοχέτευαν οι αγαπημένοι του μουσικοί και τα συγκροτήματα τις συλλήψεις τους, αλλά κατόρθωσε να αναπτύξει τη δική του, ιδιόκτητη «γλώσσα». Ένα σύνολο ψυχεδελικών συντεταγμένων που εσωκλειόταν σε ηχητικά περιβάλλοντα (η ambient-rock φύση…), αξιοποιούσε την ελευθεριότητα της jazz, συντονιζόταν με την πρωτόλεια δίψα των krautrock (στα ’60s/’70s) συγκροτημάτων για πειραματισμό και ελίσσονταν σε προοδευτικά folk περάσματα. Σε κάθε περίσταση, προήγαγε το λυρισμό όσο λίγα ακροάματα στα ’10s.
[bandcamp width=550 height=120 album=1127447431 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Chalkida Calling Επιστρέφοντας στο σήμερα, στο 2015, τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου “Nomads”, η «γλώσσα» των Eziak αποκτά μια πλατύτερη ευρύτητα, μιας και απλώνεται απτά σε τέτοιο βαθμό που δεν έχει νόημα πια να πασχίζεις να ενώσεις τις επιμέρους «κουκκίδες», ώστε να σχηματίσεις τη συνολική «εικόνα». Κι αυτό, διότι στο δεύτερο LP τους, “No Place Land”, ξεπροβάλλουν με έναν ηχητικό σχεδιασμό που τοποθετεί τη μορφολογία στην ίδια ευθεία με την αμεσότητα. Κοντολογίς, όσο πολυσυλλεκτικές και ανά στιγμές δαιδαλώδεις κι αν ακούγονται οι δομές τους, άλλο τόσο άμεσες είναι. Η όποια αφαιρετικότητα του παρελθόντος παραμερίζεται προς χάριν μιας περισσότερο προσανατολισμένης τεχνοτροπίας, που ενσωματώνει στοιχεία από διάφορα ιδιώματα για να ηχήσει τελικά ως ένα ιδιοσυγκρασιακό, ενιαίο, αδιαίρετο και «κατανοήσιμο» σώμα. Το εισπράττεις από το εναρκτήριο, κιόλας, κομμάτι, “Jiddu”, η γλυκόπικρη μελαγχολία στη μελωδία των πνευστών σφηνώνεται στο νου καθώς εκεί που αρχικά θαρρείς πως σε στέλνει στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα ειδικότερα, την επόμενη στιγμή νιώθεις πως σε μεταφέρει στη σκανδιναβική τζαζ πραγματικότητα ενός Arve Henriksen. Είναι κι αυτές οι κιθάρες, που όπως και στο προαναφερθέν κομμάτι, έτσι και στην υπόλοιπη διάρκεια του δίσκου, κουδουνίζουν με τα ποικίλα εφέ τους σαν ένας πραγματικός ζωντανός οργανισμός που συνεχώς μεταβάλλει την ύπαρξή του… Οι αποχρώσεις τους ρυθμίζονται πότε σε δυτικά πρότυπα και πότε σε ανατολίτικα, παρέχοντας σε αυτές ευελιξία. Η οποία (ευελιξία τους), στέκεται επάξια δίπλα σε εκείνες της ρυθμικής βάσης (κρουστών και μπάσου), των πλουμιστά μελωδικών πνευστών, των λυρικών σφηνών του βιολιού, των διακριτικών ηλεκτρονικών παλμών και της περιστασιακά χρησιμοποιημένης ρομαντικής χροιάς του μεταλόφωνου. Το “The War Is Over!”, που συνιστά μια από τις πλέον αξιομνημόνευτες στιγμές, συγκεντρώνει όλες τις παραπάνω αρετές σε εξίμισι λεπτά… Περνώντας από το καθηλωτικό εντεκάλεπτο “Tymfi”, όπου η θέα από το ομώνυμο βουνό της Ηπείρου βρίσκει την αρμόζουσα ηχητική της υπόκρουση σε μια φανταστική συνομιλία των Hoelderlin και των Neu!, στην κατακλείδα ηπειρώτικων (όνομα και πράγμα εδώ) χαρακτηριστικών “Tzamala”, αναρωτιέμαι αν άφησαν τίποτα στην τύχη αυτοί οι τρεις οικοδεσπότες δημιουργοί και οι, επίσης, τρεις σπουδαίοι καλεσμένοι τους, ο Φίλιππος Γαρδέλης (Zenjungle) με το σαξόφωνό του, ο Αλέξανδρος Καρλής με το κοντραμπάσο του και ο Γιάννης Παπαδήμος με το βιολί του. Η απάντηση είναι ότι άφησαν αρχικά αδιαμόρφωτο το πεδίο των συναισθημάτων, για να το γεμίσει με τέτοια η χαρά της δημιουργίας, η οποία αποτελεί και το κυρίαρχο συστατικό αυτού του υπέροχου δίσκου…
8.5 / 10 Παναγιώτης Σταθόπουλος | “Οι πολιτείες σου τραγουδάνε βαθιά…” Το δεύτερο άλμπουμ των Eziak, “No Place Land”, αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της εγχώριας δισκογραφίας, καθώς στην ουσία προτείνει διεξόδους σε δύο καίριους προβληματισμούς της ελληνικής σκηνής. Ο πρώτος αφορά την παραγωγή μουσικής σε πόλεις εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Οι Eziak μας έρχονται από τη Χαλκίδα και καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ, το οποίο ανταγωνίζεται άνετα δουλειές που εκπονούνται όχι μόνο από τα δύο κέντρα της πολιτισμικής μας ζωής, αλλά και από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Εννοείται ότι η μπάντα έχει αξιοποιήσει τις δυνατότητες προώθησης που προσφέρει η τεχνολογία, εκπροσωπείται επίσης από την αξιόλογη underground εταιρεία G.O.D. Records, ωστόσο η ποιοτική επιτυχία της δουλειάς της μετριέται κατά βάση με όρους καλλιτεχνικούς. Ο δεύτερος προβληματισμός έχει να κάνει με το πάντρεμα ανάμεσα στην ελληνική μουσική παράδοση και στις εισαγόμενες τάσεις, κυρίως αυτή του rock. Με έναρξη τα τέλη της δεκαετίας του ’60, οι απόπειρες να συνδυαστούν αυτά τα δύο ρεύματα είναι πολλές, άλλες κρίνονται επιτυχημένες και άλλες ως και γραφικές. Όπως θα δούμε, οι Eziak καταφέρνουν να συγκεράσουν τα «καθ’ ημάς» και τη rock μουσική, με τρόπο παράλληλα σύγχρονο και διαχρονικό. Στην ουσία, η αποκλειστικά ορχηστρική μουσική πρόταση των Eziak αποτελεί ένα κράμα ανάμεσα στο post-rock και στο psychedelic folk, εμπλουτισμένο με δόσεις από world και jazz. Η «μετά-ροκ» προσέγγιση των Mogwai και των Tortoise συναντά την ψυχεδελική folk των ΗΠΑ, όχι τόσο εκείνη των 60s, όσο την αναβίωση της τελευταίας εικοσαετίας, με καλλιτέχνες όπως οι Charalambides και ο Jim O’ Rourke των Gastr Del Sol. Οι Χαλκιδαίοι παρουσιάζονται εξοικειωμένοι με τις καλύτερες στιγμές τέτοιων μουσικών, με αποτέλεσμα τα θεμελιώδη συστατικά της αφαιρετικότητας και του πειραματισμού να μην αποδυναμώνουν το σύνολο. Σε αυτό βέβαια βοηθάει και η πλούσια ενορχήστρωση και η προσεγμένη δομή των κομματιών: ποικίλα πνευστά και έγχορδα οργανώνονται με μια νοοτροπία αυτοσχεδιαστική αλλά και συμφωνική, που οφείλει πολλά στο progressive rock ιδίωμα. Στο δεκάλεπτο “Ocean” τα μουσικά θέματα εναλλάσσονται, μπλέκονται και κυλάνε με ένα τρόπο που θυμίζει το “Histoires Sans Paroles” των Harmonium. Όπως η αριστουργηματική σύνθεση των Harmonium, έτσι και η μουσική των Eziak αποπνέει όχι μόνο εσωστρέφεια και νοσταλγία, αλλά και μια αίσθηση ομορφιάς και συγκίνησης, μια κατάφαση στη ζωή. Αυτή ακριβώς η ψυχολογία σκιαγραφείται περιεκτικά στο πιο «πιασάρικο» κομμάτι της όλης κυκλοφορίας, “The War Is Over!” και βέβαια τα ίδια συναισθήματα αποτυπώνονται και στο όμορφο εξώφυλλο του άλμπουμ. Μέσα, λοιπόν, σε όλη αυτή την εκλεκτική προσέγγιση, εμφανίζεται η αεικίνητη ελληνική ταυτότητα. Οι τίτλοι των δύο τελευταίων συνθέσεων είναι χαρακτηριστικοί: “Tymfi” και “Tzamala”. «Τύμφη» είναι το όνομα ενός άγριου βουνού της Ηπείρου, στο οποίο βρίσκεται μία από τις περίφημες Δρακόλιμνες, ενώ «Τζαμάλες» ονομάζονται οι φωτιές που ανάβουν παραδοσιακά στα Γιάννενα την Κυριακή της Αποκριάς. Προκειμένου οι Eziak να αναπαραστήσουν την παγανιστική ατμόσφαιρα που κουβαλάν αυτά τα ονόματα δίνουν κάτι πιο σκοτεινό και αρχέγονο στη μουσική τους: στο μεν “Tymfi” καταφεύγουν στο avant-garde, στο δε “Tzamala” στρέφονται στην ηπειρώτικη παράδοση. Κι αυτή η στροφή διακρίνεται από έμπνευση και ουσία, φέρνοντας στο νου, περισσότερο από το πρόσφατο παράδειγμα των V.I.C., στιγμές κορυφαίες, όπως το “Mountains” των Socrates Drank The Conium και τον “Μπάλλο” του Διονύση Σαββόπουλου. Τελικά, οι Eziak με το “No Place Land” κατορθώνουν να δώσουν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά άλμπουμ των τελευταίων ετών, αποδεικνύοντας πως οι πρωτοπορίες καμιά φορά έρχονται από την επαρχία. «Οι πολιτείες σου τραγουδάνε βαθιά» έγραφε ο ασυμβίβαστος Γιάννης Σκαρίμπας ο οποίος –μην το ξεχνάμε– είχε δέσει τη ζωή του με τη Χαλκίδα, την πολιτεία των Eziak.
9 / 10 Νίκος Φιλιππαίος |
Κάντε το πρώτο σχόλιο