[Self-Released, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
12 / 01 / 2015
Μπορεί ο αριθμός των κυκλοφοριών τα τελευταία χρόνια να έχει αυξηθεί υπερβολικά και κρίνοντας από το αποτέλεσμα, μάλλον χωρίς να αξίζει τον κόπο (αν και είναι ερμηνεύσιμο φαινόμενο), ωστόσο αυτό έχει προσφέρει μια μεγάλη χαρά στους χομπίστες μοσυσικόφιλους. Ο αριθμός πρωτοεμφανιζόμενων μπαντών έχει αυξηθεί επίσης κατά πολύ και εκτός του προφανούς ενδιαφέροντος που κρύβει αυτό (μέχρι ακρόασης του αντιθέτου φυσικά…), ο μουσικός χάρτης μεταβάλλεται ταχύτατα, ειδικά εντός συγκεκριμένων ειδών.
Τα τελευταία χρόνια στην Ισπανία η παραγωγικότητα σε προοδευτικά συγκροτήματα έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό, αν και δεδομένης της έκτασης και του πληθυσμού της χώρας, δεν ίσχυε κάτι αντίστοιχο (ή ακόμα πιο έντονο, όπως θα ήταν λογικό) κατά την τόσο παραγωγική δεκαετία του ’70. Οι Albatros, Amoeba Split, Cro!, Franc Albir, Jardin de la Croix, Kotebel, October Equus, Planeta Imaginario, Senogul, Toundra είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που εμφανίστηκαν πρόσφατα και έχουν ήδη δημιουργήσει προσδοκίες για το μέλλον των ίδιων και της ισπανικής μουσικής γενικότερα.
Ειδικά το συμφωνικό παρακλάδι του progressive rock φαίνεται πως διανύει περίοδο ακμής στην Ισπανία και το πρόσφατο ντεμπούτο των Cheeto’s Magazine από τη Βαρκελώνη αποτέλεσε μία ακόμα προσθήκη σε έναν κατάλογο που διαρκώς μεγαλώνει. Μόνο που εδώ τα πράγματα δεν είναι καθόλου αναμενόμενα και οι εκπλήξεις είναι πολύ ευχάριστες. Με οδηγό το παραδοσιακό και «πατροπαράδοτο» (Yes, Gentle Giant) και το πιο πρόσφατο (Spock’s Beard, Transatlantic, Frost*, Kino, Dream Theater, It Bites) symphonic prog, οι Cheeto’s Magazine μας συστήνονται με μεγάλη δόση χιούμορ, το οποίο αποτελεί τη βάση του χαρακτήρα τους (δείτε artwork, ντύσιμο με ολόσωμα κολλάν στη σκηνή, τρολοαναφορές παντού στη μουσική του “Boiling Fowls”) και όλα αυτά σε κλασικότροπο περιβάλλον (!). Ο Κώστας Μπάρμπας και ο Νίκος Βέβες έχουν τις λεπτομέρειες.
Συμφωνικά τρολ Το συμφωνικό prog είναι ένα από τα πιο παρεξηγημένα παρακλάδια του progressive rock, κυρίως σε όσους είναι εκτός του χώρου. Σίγουρα η ίδια η φύση του είδους, που πολλές φορές το απομακρύνει από την ουσία του rock, έπαιξε ρόλο σε αυτό. Επιπροσθέτως, πέρα από τα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα που άφησε πίσω του, είναι υπεύθυνο -κυρίως μετά τα 70s- για ατελείωτες ώρες καλοπαιγμένου χασμουρητού, από μουσικούς που πήραν υπερβολικά στα σοβαρά τον εαυτό τους. Με απορία λοιπόν προσέγγισα αρχικά το ντεμπούτο των συμφωνικών prog rockers Cheeto’s Magazine. Από το εξώφυλλο, τους τίτλους του κομματιών ως και την καταγωγή τους, τίποτα δεν προδιαθέτει τη μουσική τους κατηγοριοποίηση. Κι όμως, οι τέσσερις Ισπανοί αποφάσισαν να ανοίξουν εντυπωσιακά το ντεμπούτο τους με ένα 25λεπτο prog epic, το “Nova America”. Οι βασικές τους επιρροές είναι φυσικά οι Yes και από πιο σύγχρονες μπάντες οι Spock’s Beard. Το κομμάτι βασίζεται συνθετικά στα πλήκτρα, χωρίς όμως η κιθάρα να μένει πίσω. Οι πολλές και πετυχημένες αλλαγές βοηθάνε στη ροή ενός τόσο μεγάλου κομματιού, χωρίς να καταστρέφουν την συνεκτικότητα. Καθαρά συμφωνικά σημεία εναλλάσσονται με κάποια πιο heavy, ενώ και η χρήση πολλών πολυφωνικών σημείων προσθέτει έξτρα πόντους. Δεν λείπουν επίσης στιγμές όπου η χιουμοριστική τους πλευρά περνά και στην ίδια την ουσία της σύνθεσης. Αυτές οι χιουμοριστικές στιγμές πολλαπλασιάζονται στα κομμάτια που ακολουθούν, όπως τα “Volcano Burger”, “Teddy Bears” και “Fat Frosties”. Εκεί που το τρολόμετρο χτυπάει κόκκινο, όμως, είναι στα επίτηδες κλαμπάδικα “The Driver And The Cat” και “Driver French”, με την χρήση του auto-tune να με λυγίζει προσωπικά. Συνθετικά αν και δεν φτάνουν στα ύψη του αρχικού κομματιού, κρατούν ένα υψηλό επίπεδο καθόλη τη διάρκεια, παρότι ο δίσκος φτάνει τα 64 λεπτά. Πέρα αυτών οι Cheeto’s Magazine είναι πολύ καλοί μουσικοί, προεξέχοντος του Esteban Navarro, που εκτός από τα πλήκτρα είναι και ο βασικός τραγουδιστής της μπάντας. Η φωνή του, αν και δεν είναι εντυπωσιακή, λειτουργεί τέλεια, αλλάζοντας ύφος αρκετές φορές και χρησιμοποιώντας σε σημεία και μια ωραία Zappική θεατρικότητα, ενώ μεγάλη βοήθεια προσφέρουν και οι δύο guests στα δεύτερα φωνητικά. Ο κιθαρίστας Manel Orella καταφέρνει σε ένα keyboard-driven album να μην μένει κομπάρσος, δίνοντας και ένα heavy άγγιγμα στο τελικό αποτέλεσμα. Το rhythm section των Didac García και Joan Montane κρατά αναλογικά έναν πιο συνοδευτικό ρόλο. Έχουν όμως και οι δύο πλήρη αντίληψη της μουσικής που παρουσιάζει η μπάντα και την παικτική ικανότητα για να την αποδώσουν. Το “Boiling Fowls” είναι κάτι παραπάνω από ένα απλά ελπιδοφόρο ντεμπούτο. Αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα συμφωνικού prog για το 2014 και μουσικά είναι μια ανάσα ανανέωσης για το είδος, από μία μπάντα, που σε αντίθεση με την μουσική της, προτιμά να μην παίρνει τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά.
8 / 10 Κώστας Μπάρμπας | Η κοτόσουπα που παραήταν gourmet Το “Boiling Fowls”, η πρώτη full-length κυκλοφορία των Ισπανών Cheeto’s Magazine μετά το EP “Chickens In the Bowl”, είναι από αυτά τα CD που κάθονται στον αντίποδα του σοβαρού/σοβαροφανούς, πομπώδους, «ψαγμένου» prog και αναλαμβάνουν να δώσουν την υπενθύμιση ότι το prog μπορεί να είναι χαρούμενο ή ακόμα και μουσικά αστείο χωρίς να ακολουθήσει τη σύντομη οδό του χιουμοριστικού concept. Από το πρώτο κιόλας κομμάτι, το επικής διάρκειας “Nova America”, ο ακροατής δέχεται έναν καταιγισμό από αλέγκρες μελωδίες, χαρωπές -έως χαζοχαρούμενες- φράσεις σε πλήκτρα και κιθάρα και φωνητικές γραμμές που θα μπορούσαν να είχαν βγει από παιδικά τραγουδάκια, αν τα παιδικά τραγουδάκια είχαν τόσες πολλές αλλαγές σε tempo και μουσικά μοτίβα. Εδώ όμως είναι που εντοπίζεται το πρώτο πρόβλημα. Οι αλλαγές σε αυτό το 25λεπτο κομμάτι φαντάζουν σε σημεία ασύνδετες, κάτι που αποσπά από την απόλαυση του κομματιού ως ένα ενιαίο σύνολο. Κι αν οι επιρροές από τους Spock’s Beard περιόδου “The Kindness Of Strangers”, τους It Bites και τους Yes θα χαροποιήσουν τους ακροατές αυτών των τριών σπουδαίων συγκροτημάτων, το διεκπεραιωτικό και ανέμπνευστο rhythm section σε συνδυασμό με τα υπερβολικά, «ποζεράδικα» φωνητικά σε αρκετά σημεία θα τους κρατήσουν σε απόσταση. Πέρα από το “Nova America”, τα υπόλοιπα οκτώ κομμάτια του δίσκου παρουσιάζουν επίσης ενδιαφέρον ως προς τα επί μέρους στοιχεία τους. Η disco αισθητική του “The Driver And The Cat” και το σύντομο και ανολοκλήρωτο φλερτ με τη dubstep προκαλεί απορία. Ή θαυμασμό. Το “Volcano Burger” έχει μερικές ενδιαφέρουσες φράσεις και συμπεριλαμβάνει πλήκτρα που θυμίζουν… τον Guybrush Threepwood, Τρομερό Πειρατή™. Το “Teddy Bears” ξεκινάει θυμίζοντας Paul Gilbert περιόδου “Burning Organ” (και κάπου εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι ο Manel Orella είναι σπουδαίος κιθαρίστας) και καταλήγει να έχει σημεία με φωνητική αντίστιξη και μπόλικο falsetto. Τα rhythm breaks του “Four Guitars” και τα samples του είναι σίγουρα ασυνήθιστα, αλλά δυστυχώς το κομμάτι καταλήγει σε ένα ασύνδετο pastiche. Το “Octopus Soup” θυμίζει έντονα τους Gentle Giant και αποτελεί showcase των πληκτράδων (ναι, είναι δύο) της μπάντας, ενώ το “Fat Frosties” αποτελεί επίδειξη κιθαριστικής βιρτουοζιτέ σε ένα πολύ staccato instrumental μέρος του. Αφήνουμε το “Naughty Boy” για την επόμενη παράγραφο και περνάμε στο “Driver French”, το οποίο αποτελεί reprise του “The Driver And The Cat”, αλλά χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης και έχοντας εκείνο το εκνευριστικό εφέ στη φωνή που έχετε ακούσει ακόμα και σε άσματα του σύγχρονου ελαφρολαϊκού/ποπ ρεπερτορίου της ημεδαπής, γ**ώ το στανιό μου. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του δίσκου είναι μάλλον το “Naughty Boy”. Κάτι τα jazz/swing μέρη που διαθέτει και που φέρνουν στον νου ακόμα και τους Diablo Swing Orchestra, κάτι το latin jazz κιθαριστικό σόλο, κάτι τα οπερατικά του στοιχεία… Ναι, αποτελεί σίγουρα το highlight του δίσκου. Σίγουρα λοιπόν πρόκειται για έναν ενδιαφέροντα δίσκο. Δυστυχώς όμως είναι αρκετά πιο φαφλατάδικος απ’ ό,τι θα έπρεπε και δίνει την εντύπωση ότι όλες οι εναλλαγές και τα ετερόκλητα στοιχεία που συνυπάρχουν εξυπηρετούν τον σκοπό του κενού εντυπωσιασμού. Μετά τη δεύτερη ακρόαση είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί η ύπαρξη των περισσοτέρων κομματιών (με τις προφανείς εξαιρέσεις των “Nova America” και “Naughty Boy”) ως κομμάτια που να είναι κάτι πέρα από filler. Και αν η χαζή ευδιαθεσία του δίσκου αρχικά ξαφνιάζει ευχάριστα, σύντομα γίνεται απλά κουραστική.
7 / 10 Νίκος Βέβες |
Κάντε το πρώτο σχόλιο