[Alchemy Records, 2014]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
09 / 12 / 2014
Tα one man projects είναι αρκετά συνηθισμένα στην εποχή μας κυρίως λόγω της εύκολης πλέον ηχογράφησης σε home studio. Τα τελευταία χρόνια δεν είναι λίγοι οι multi-instrumentalists (π.χ. κλικ) και συνήθως το ύφος τους κινείται στο prog/fusion, είτε με εξαιρετικά αποτελέσματα (όπως στην περίπτωση του κ. Watson), είτε μένοντας στην προσπάθεια πρόκλησης εντυπώσεων για το υψηλό τεχνικό επίπεδο με χιλιοειπωμένες φράσεις σε ένα πρόχειρο collage επίκαιρων (και μη) ήχων. Τα ντουέτα, όμως, ίσως είναι πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς αν και είναι επίσης αρκετά συχνά τελευταία, το αποτέλεσμα αρκετές φορές δεν είναι προβλέψιμο και συχνά διαφοροποιείται από την πρότερη δράση των εκάστοτε δύο.
Οι Burnt Belief είναι το σχήμα υπό το οποίο συνδημιουργούν ο εγνωσμένης αξίας κιθαρίστας Jon Durant με αξιοπρόσεκτη προσωπική καριέρα και ο γνώριμος από τους Porcupine Tree, πολυπράγμων Colin Edwin, ένας μπασίστας με εντελώς προσωπικό στιλ, για μια συνεργασία του οποίου γράφαμε πρόσφατα (κλικ). Οι δύο μουσικοί περιγράφουν τη σύμπραξή τους στους Burnt Belief ως progressive ethno-ambient fusion και είναι ακριβείς.
Το ομώνυμο ντεμπούτο τους κυκλοφόρησε το 2012 και το φετινό “Etymology” είναι συνολικά ένα σαφώς πιο φιλόδοξο εγχείρημα, στο οποίο οι αναμνήσεις από την πρότερη δράση είναι ευχάριστα έντονες.
Σκοτεινά κτίρια και δέσμες φωτός Το εξώφυλλο του άλμπουμ “Etymology” των Burnt Belief κοσμεί μια ενδιαφέρουσα ασπρόμαυρη φωτογραφία. Σε πρώτο πλάνο βλέπουμε τη θάλασσα ενός λιμανιού γεμάτη με τις αντανακλάσεις από τα φώτα σκοτεινών κτιρίων τα οποία διακρίνονται στο φόντο, ενώ παράλληλα δέσμες φωτός εξακτινίζονται στον νυχτερινό ουρανό με μια θέληση φουτουριστική. Αυτή η εικονοπλασία νομίζω πως εκφράζει πετυχημένα το μουσικό ύφος των Burnt Belief. Οι μαύροι τσιμεντένιοι όγκοι στο βάθος σαν να αντιστοιχούν στη βαριά και τεχνοκρατική ατμόσφαιρα του ήχου τους, ενώ τα φαντασμαγορικά φώτα στη μελωδικότητα και στην ευαισθησία που υφέρπουν σε αυτόν. Burnt Belief είναι το όνομα του project του κιθαρίστα John Durant και του μπασίστα των Porcupine Tree, Colin Edwin, οι οποίοι συνοδεύονται από μια ομάδα πολύ καλών session μουσικών. Το “Etymology” είναι το δεύτερο προϊόν της συνεργασίας τους, το 2012 είχε προηγηθεί το ομώνυμο άλμπουμ. Όπως είναι λογικό, η μουσική του “Etymology” είναι δομημένη με πυρήνα το μπάσο του Edwin και την κιθάρα του Durant. Το στιλ του μεν είναι στιβαρό και ρυθμικό, αλλά ταυτόχρονα ζεστό και μελωδικό, ενώ ο δε αναδεικνύει μια εκλεκτική κιθαριστική έκφραση που οφείλει πολλά στην τζαζ του Pat Metheny και στο progressive rock του Robert Fripp. Γενικότερα, ο χαρακτηρισμός «εκλεκτικότητα» ταιριάζει γάντι στο ύφος που χτίζουν οι Burnt Belief, καθώς αυτό διακρίνεται από ετερόκλητες επιρροές, κατά κύριο λόγο αντλημένες μέσα από τη δεκαετία του ‘90: μπασογραμμές και σύνθια που παραπέμπουν στους πρώιμους Porcupine Tree, καλειδοσκοπικά beats που λοξοκοιτάνε στο industrial trip hop του “Mezzanine” των Massive Attack, dub πινελιές αλά Bill Laswell και στοιχεία από το εγκεφαλικό nu-jazz των Cinematic Orchestra. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε world χρώματα και γυρίσματα σε funk ρυθμολογίες, έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα του ήχου του project. Βέβαια οι δύο Βρετανοί καλλιτέχνες αφομοιώνουν αυτές τις επιρροές σε ένα συμπαγές και αρκετά ιδιοσυγκρασιακό μίγμα. Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του, για μένα τουλάχιστον, παραμένει αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην ψυχρή και σκοτεινή ατμόσφαιρα και τη δροσιά των προσεκτικά στημένων μελωδιών. Ακούστε, για παράδειγμα, τις συνθέσεις Hover, Rivulet και Chimera. Ωστόσο, η προσέγγιση των Burnt Belief, ως ένα βαθμό, πέφτει σε μια κάπως αναμενόμενη ευκολία, αυτή του ακαδημαϊσμού. Είναι πιο εύκολο για βιρτουόζους και έμπειρους μουσικούς, όπως είναι οι Edwin και Durant, να συνθέσουν μουσική «δύσκολη», με δομή δαιδαλώδη βασισμένη στον αυτοσχεδιασμό, παρά να τιθασεύσουν τον ελιτισμό τους, καταφεύγοντας συνειδητά στην απλότητα. Αυτή η νοοτροπία τους γίνεται πιο έντονα αισθητή λόγω της μεγάλης διάρκειας του άλμπουμ, το οποίο ξεπερνά τη μία ώρα. Αλλά, αν ο ακροατής δείξει συγκέντρωση και υπομονή, τότε θα ανταμειφθεί με σπάνια πληθωρικότητα και ουσία. Μια ακόμη συνηθισμένη κατηγορία που επισύρεται εναντίον του ακαδημαϊσμού είναι η απομάκρυνση από τον πραγματικό κόσμο, από τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Ειδικότερα όταν μια τέτοια επιλογή γίνεται σε συνάρτηση με μουσική εξολοκλήρου ορχηστρική, όπως είναι αυτή των Burn Belief, πιθανότατο αποτέλεσμα είναι μια τέχνη αποστειρωμένη από κάθε πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό. Κι όμως, οι Burnt Belief ξεπερνούν αυτά τα εμπόδια και καταφέρνουν να εμπλουτίσουν τη μουσική τους και με τέτοιες ανησυχίες. Αρχικά το όνομα που έχουν επιλέξει φανερώνει μια ανατρεπτική κριτική σε κάθε ιδέα που μπορεί να αναχθεί σε ιδανικό. Αλλά, πριν κατηγορηθούν για μηδενισμό, στρέφουν την προσοχή του ακροατή στο σχεδόν δωδεκάλεπτο κομμάτι Not Indifferent, όπου με τον τρόπο τους δηλώνουν πως δεν είναι αδιάφοροι για την κρίσιμη περίοδο που βιώνουμε. Η ανησυχία τους δηλώνεται μέσω ενός δυσοίωνου dark ambient που καταλήγει σε μια οργισμένη κορύφωση, φλερτάροντας ακόμα και με το metal. Αν αναλογιστούμε πως η αρχική έννοια της λέξης «ετυμολογία» είναι «αληθινός λόγος», ίσως η ίδια η λαβυρινθώδης δομή της μουσικής των Burnt Belief να αντιστοιχεί στη δύσκολη αναζήτηση για κάτι αληθινό, σε έναν κόσμο επίπλαστων ιδανικών. Τελικά, ο John Durant και ο Colin Edwin καταφέρνουν να συγχρονίσουν την ώριμη μα και πειραματική τους καλλιτεχνική πρόταση με τις ελπίδες και τους φόβους της εποχής μας. Το Etymology προσκαλεί σε μια ακροαστική εμπειρία παρόμοια με ένα αστικό ταξίδι τη νύχτα, ανάμεσα σε αγέρωχα κτίρια και υπόγεια φώτα.
8.5 / 10 Νίκος Φιλιππαίος | Η υπομονή είναι αρετή Το ομώνυμο ντεμπούτο των Burnt Belief το 2012 είχε εντυπωσιάσει το κοινό του crossover prog και prog-fusion αποσπώντας πολύ θετικές κριτικές και όντας πράγματι ένα πολύ καλό album, αλλά με φανερές αδυναμίες στον μη ολοκληρωμένο χαρακτήρα του. Το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε με την αίσθηση μιας ελαφρώς session λογικής, που όσο κι αν είναι τυπική έως αναμενόμενη σε πειραματικά projects όπως αυτό των Durant και Edwin, δεν παύει να ενοχλεί. Το “Etymology”, που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό, αποτελεί τη συνέχεια εκείνου του ντεμπούτου, με πολύ πιο ώριμο ύφος και συνολικά εξαιρετικές συνθέσεις, χωρίς να έχει αποβληθεί εντελώς ο αέρας του project, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει εδώ. Οι δομές είναι μελετημένες σε κάθε τους λεπτομέρεια και η επιτηδευμένα «στεγνή» ενορχήστρωση αφήνει στο επίκεντρο την ατμοσφαιρικότητα, που χτίζεται με λιτή jazz/fusion, ambient ή ethnic και new-age στα όρια του space, οδηγώντας σε ένα αποτέλεσμα που βασίζεται στην υπομονή, τόσο στην απόδοση όσο και στην αποτύπωσή του στους αποδέκτες. Η ποικιλία ύφους και διάθεσης είναι φανερά αυξημένη και αυτό γίνεται άμεσα σαφές, χάρη στις πανέμορφες φράσεις των δύο συνεργατών που εντυπωσιάζουν στα εναρκτήρια “Chromatique” και “Dissemble”, δύο αναμφισβήτητα highlights. Το απρόβλεπτο στοιχείο και η επιδραστικότητα των απλών μελωδιών είναι το κλειδί, με τη χημεία μεταξύ του γνώριμου smooth παιξίματος του Edwin και των ambient guitar synths και pitch shifter ήχων του Durant να έχει ωριμάσει εμφανώς. Μεταξύ των πολλών αξιομνημόνευτων στιγμών ξεχωρίζει επίσης το -αλα Metheny- μελωδικό “Hover”, το electro/proggy “Chimera” και φυσικά το αργόσυρτο μακροσκελές “Not Indifferent”, η κορυφαία ambient εκτέλεση στο album. Αυτό που επιχειρήθηκε πολλάκις στα 90s φαίνεται να πραγματώνεται πλήρως στο “Etymology”. Η ατμοσφαιρική απόδοση μουσικής συναφούς με την παράδοση (folk/ethnic/world) γίνεται χωρίς το rock ή το jazz-fusion δίχτυ ασφαλείας και με πειραματικό χαρακτήρα. Τα κομμάτια ακούγονται ομόρριζα πατώντας και στους δύο κόσμους, χωρίς τη χρήση δομικών στερεότυπων και με την υποψία γνώριμης ψυχεδέλειας (90s Porcupine Tree) να καραδοκεί σταθερά. Η άνετη υπέρβαση των στεγανών αποτελεί την πεμπτουσία της μουσικής των Burnt Belief και εκεί αποτυπώνεται ο καθαρά προοδευτικός χαρακτήρας των πολυπρόσωπων συνθέσεων του ντουέτου (όπως και η επιρροή τους από τους King Crimson), με τον Durant να ηγείται φύσει και θέσει εκτελεστικά, αφήνοντας στον Edwin τα μετόπισθεν, όπου μεγαλουργεί για άλλη μία φορά με την άνεση, τη χαλαρότητα και τη jazz ροπή που τον διακρίνει. Ενώ ο χαρακτήρας της μουσικής των Burnt Belief είναι τόσο ευφυής και ομολογουμένως σαφής, η βαθιά συνθετική εγκεφαλικότητα και οι «ασηπτικές συνθήκες» που οφείλονται κυρίως στην παραγωγή και το ακαδημαϊκό, πολυποίκιλο παίξιμο του Durant, αντιτίθενται μερικώς στο jazzy / space-prog groove του Edwin, συνθέτοντας μια εικόνα ιδιοφυούς δίπολου. Η χημεία των δύο είναι πρόδηλη από την αρχή έως το τέλος, με τους Vinny Sabatino, Dean McCormick και Jose Duque να αποδίδουν εξαιρετικό σύγχρονο drumming και τον Steve Bingham (No-Man) να λάμπει ως άλλος Jean-Luc Ponty στο “Squall” που κλείνει ιδανικά έναν απολαυστικό δίσκο που καταφέρνει να μην κουράζει, παρά τα 71 λεπτά συνολικής διάρκειας. Σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή που η μουσική έχει μόνο δημιουργικό χαρακτήρα και αποσυνδέεται ολικά από το άγχος για ανταπόκριση και επιτυχία με οικονομικούς όρους, οι Edwin και Durant μας χάρισαν έναν από τα πιο ενδιαφέροντα album του 2014, ένα εξόχως εγκεφαλικό, «χαλαρό» άκουσμα με πολλούς αποδέκτες που μεγαλώνει σε κάθε ακρόαση, επιβεβαιώνοντας την αρχική υποψία.
8.5 / 10 Δημήτρης Καλτσάς |
Κάντε το πρώτο σχόλιο