[AltrOck, 2015]
Εισαγωγή: Δημήτρης Καλτσάς
06 / 06 / 2015
Η απότομη αλλαγή των τρόπων μετάδοσης, δημιουργίας και απόκτησης μουσικής δεν έπληξε απλώς τις κορυφές της μουσικής βιομηχανίας, αλλά άνοιξε και το πεδίο ανάπτυξης πρωτοβουλιών κυρίως στον underground χώρο. Οι μικρές δισκογραφικές που έχουν ξεπεταχτεί ξαφνικά είναι πάμπολλες και το παραγωγικό τους έργο ήδη αξιολογότατο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η AltrOck Productions / Fading Records που εδράζει στο Μιλάνο, ξεκίνησε από τους Marcello Marinone και Francesco Zago το 2005, αρχικά με στόχο τη διοργάνωση φεστιβάλ πειραματικής (κυρίως Rock In Opposition) μουσικής και η πρώτη κυκλοφορία υπό την αιγίδα της ήταν το “Labirinto d’acqua” των Yugen. Από τότε η εταιρεία δεν έχει παρεκκλίνει ούτε χιλιοστό από τον αρχικό στόχο, μάλλον το αντίθετο καθώς έχει αναδείξει μερικές πολλά υποσχόμενες prog μπάντες. Μετά τους Yugen κυκλοφόρησαν μεταξύ άλλων δουλειές των Rational Diet, Finnegans Wake, Not A Good Sign, miRthkon, Pikapika Teart, Abrete Gandul, Sanhedrin, Dave Willey, Ske, October Equus, Humble Grumble, Camembert, The Nerve Institute, Calomito, Pocket Orchestra, Cucamonga, Stabat Akish, Inner Ear Brigade, Aranis, Rhùn, Autumn Chorus, La Coscienza di Zeno, Homunculus Res, Factor Burzaco, Syndone, Ut Gret, FEM, Simon Steensland, The Worm Ouroboros.
Το 2015 η AltrOck έχει ήδη εκδώσει κυκλοφορίες που προκάλεσαν αίσθηση στο progressive ακροατήριο διεθνώς και ίσως το μεγαλύτερο φετινό καμάρι της είναι το θαυμάσιο “The Finest Of Miracles” των Ciccada. Στη λίστα της ποιοτικότατης ιταλικής εταιρείας προστέθηκε φέτος το ντεμπούτο μιας διμελούς μπάντας από τη Γαλλία, που ξεφεύγει και αυτή από τον avant-prog κανόνα της AltrOck με πανέμορφο τρόπο.
[bandcamp width=550 height=120 album=991636759 size=large bgcol=ffffff linkcol=0687f5 tracklist=false artwork=small]
Fusion meets symphonic prog Γαλλία, μια χώρα με σπουδαία μουσική παράδοση στον progressive χώρο και με σχήματα που πρωτοπόρησαν και πειραματίστηκαν φτάνοντας το αγαπημένο μας παρακλάδι στα άκρα. Μετά τα θρυλικά 70s, πολλές γαλλικές μπάντες που εμφανίστηκαν την τελευταία 15ετία κατάφεραν να κρατήσουν στο ακέραιο το γαλλικό στοιχείο και την βαριά κληρονομιά θρυλικών σχημάτων όπως οι Magma, Art Zoyd και Ange, είτε μιλάμε για avant-garde/zeuhl, είτε για fusion, είτε για συμφωνικό prog. Ένα τέτοιο σχήμα είναι και οι Alco Frisbass, η σύνθεση των οποίων αποτελείται από τους multi-instrumentalists Fabrice “Chfab” Chouette και Patrick “Paskinel” Dufour. Στην πρώτη του δισκογραφική απόπειρα, το ντουέτο επιδιώκει κάτι το πραγματικά φιλόδοξο, να συγκεράσει το jazz rock/fusion με το symphonic prog, κάτι που είχαν καταφέρει στο μακρινό παρελθόν με απόλυτη επιτυχία οι συμπατριώτες τους Atoll. Σε αυτήν τους την προσπάθεια βρήκαν πολύτιμη χείρα βοηθείας από μερικούς εξαιρετικούς guests, όπως ο Jacob Holm Lupo (White Willow) στην κιθάρα, ο Thierry Payssan (Minimum Vital) στα synths/Mellotron, ο Archimede De Martini (Stormy Six) στο βιολί και ο Paolo “Ske” Botta (Not A Good Sign, Ske, Yugen) στο μιξάρισμα. Από το εναρκτήριο κιόλας “La Suspension Ethereenne”, οι Alco Frisbass μας βάζουν στον κόσμο των επιρροών τους, με την εισαγωγή του ηλεκτρικού πιάνου (Fender Rhodes βεβαίως) και του βιολιού να μας προδιαθέτουν για μια ηλεκτρική jazz σύνθεση, όμως η γρήγορη αλλαγή και η είσοδος και των υπόλοιπων οργάνων το μετατρέπουν σε μια άκρως περιπετειώδη και progressive σύνθεση. Αυτές οι εναλλαγές ατμόσφαιρας και ύφους είναι που χαρακτηρίζουν και ολόκληρο το δίσκο, όπως και κάποια στοιχεία που υπάρχουν σε συγκεκριμένα σημεία. Για παράδειγμα το σκοτεινό symphonic που υπάρχει στο “Pas A Pas” μας φέρνει στο νου τους Arachnoid ή τους Pulsar, ενώ στα “Induction Magnetique” και “La Danse Du Pantin” είναι κάτι παραπάνω από έκδηλο το Canterbury στοιχείο που δίνει παραπάνω γεύση και προσωπικότητα στο τελικό αποτέλεσμα. Στην κορυφή του δίσκου χωρίς αμφιβολία βρίσκεται το 12λεπτο “Escamotage” που ουσιαστικά συνδυάζει όλα τα παραπάνω στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Η instrumental φύση του δίσκου δίνει περιθώριο στους Γάλλους για jam ή solos, κάτι που αυτόματα τοποθετεί τον δίσκο άνω της βάσης μιας και το τεχνικό και εκτελεστικό επίπεδο της μπάντας είναι αδιαπραγμάτευτα υψηλό. Όμως η άλλη όψη του νομίσματος λέει ότι αυτό τους παγιδεύει να μην γράψουν πραγματικά σπουδαία κομμάτια που θα μνημονεύονται, διότι υπάρχουν σημεία που επαναλαμβάνονται χωρίς λόγο και φαίνεται να στερούνται πάθους και συναισθήματος. Στα αρνητικά να σημειωθεί και το drum machine που χρησιμοποιείται καθ’όλη την διάρκεια του δίσκου, ένας πραγματικός drummer θα τους έδινε πολλούς πόντους παραπάνω. Συνολικά πάντως έχουμε να κάνουμε με μια αρκετά αξιόλογη προσπάθεια, ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για το ντεμπούτο τους και φαίνεται να έχουν και την ικανότητα αλλά και τις φιλοδοξίες να βελτιωθούν και να βγάλουν κάτι το εξαιρετικό στο εγγύς μέλλον, όπως φάνηκε και από το φοβερό “Escamotage”. Μέχρι τότε θα ακούμε τον ομώνυμο τους δίσκο με ευχαρίστηση!
7 / 10 Πάρης Γραβουνιώτης | Project ή μπάντα; Το ντεμπούτο των Alco Frisbass ήρθε να προστεθεί σε μια τεράστια λίστα νέων εισόδων στον progressive rock χώρο, αλλά δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητο, αφενός λόγω της εγγυήτριας δύναμης AltrOck και αφετέρου γιατί μία ακρόαση είναι αρκετή για να πείσει. Μπορεί αυτό το ομώνυμο album να είναι η πρώτη εμφάνιση των Patrick “Paskinel” Dufour (πλήκτρα, drum programming) και Fabrice “Chfab” Chouette (κιθάρα, κρουστά), αλλά δεν πρόκειται για νεόκοπους μουσικούς. Αντιθέτως, ηλικιακά είναι μεσήλικες και πολύπειροι μουσικοί (ο Dufour υπήρξε τεχνικός ήχου από τα 70s) και αυτό αντανακλάται στην ωριμότητα του αποτελέσματος που μας παρέδωσαν και φυσικά στην εντυπωσιακότατη εκτελεστική τους δεινότητα. Η μουσική των Alco Frisbass ισορροπεί αριστοτεχνικά μεταξύ συμφωνικού prog και μη φλύαρου fusion, με το βάρος να πέφτει εκ προθέσεως στο πρώτο, αλλά χωρίς αυτό να στερεί σε ποικιλία το σύνολο. Μάλλον το αντίθετο. Πρόκειται για έναν instrumental δίσκο που με τη δομή του προκαλεί αλλεπάληλες ακροάσεις και ο λόγος είναι πιθανότατα οι μαεστρικές μεταπτώσεις έντασης και μεταβολές ύφους, επουδενί κατά παρέκκλιση χαρακτήρα, αλλά ως απόσταγμα ωριμότητας. Οι επιρροές του δημιουργικού διδύμου είναι απόλυτα ενσωματωμένες στο αμετανόητα vintage prog στυλ τους, αν και δεν είναι καθόλου δυσδιάκριτες. Ο Chouette Hackett-ίζει ολοφάνερα σε ουκ ολίγα σημεία, αντίστοιχα με τις α λα Banks απλωμένες συγχορδίες του Dufour. Τα (όχι τέλεια) vocalese του Chouette στο “Induction Magnétique” (το οποίο έχει μια πανέμορφη βασική μελωδία) θυμίζουν έντονα τους Yes, ενώ σπανιότερα και οι δύο δείχνουν την αγάπη τους στον Mike Oldfield (π.χ. “La Danse Du Pantin”). Το ευτυχέστερο, όμως, είναι ότι το ντουέτο επέλεξε να ντύσει τη μουσική του με έναν θαυμάσιο μανδύα σκοτεινού συμφωνικού progressive, τυπικά Γαλλικού, με ρίζες 40 και πλέον ετών. Στο αποτέλεσμα συμβάλλουν σημαντικά και οι εκλεκτοί προσκεκλημένοι συμμετέχοντες. Ο Jacob Holm-Lupo (των Νορβηγών White Willow) δίνει την κιθαριστική κορύφωση στην κλιμακούμενη ένταση προς το τέλος του “La Suspension Ethereenne” και χτίζει το μελωδικό υπόβαθρο για την κημπορντιστική εξέλιξη του “Judith Coupeuse De Tete” που κλείνει το album, δίνοντας πάσα για σόλο στον Thierry Payssan (των Γάλλων Minimum Vital: γνωστοί στο prog κοινό κυρίως για το πολύ καλό “Sarabandes” [1990]). Ρόλο-κλειδί στον δίσκο κατέχει δικαιωματικά ο μοναδικός Ιταλός συμμετέων, ο Archimede De Martini (των Stormy Six), ο οποίος με το ουσιώδες παίξιμό του κάνει το βιολί του να ακούγεται απαραίτητο, ειδικά στο εκπληκτικό 12-λεπτο “Escamotage”, ένα αγχωτικό prog epic και ένα πρώιμο magnum opus για τους Alco Frisbass, όπου ένα πλήρες εκφραστικό prog ρεπερτόριο αποκτά άμεσα διαστάσεις κινηματογραφικότητας με συναρπαστική πλοκή. Η ατμόσφαιρα μυστηρίου και η απροβλεψιμότητα σε συνδυασμό με τις πολύ όμορφες μελωδίες και τα περιπετειώδη σόλο κερδίζουν δίχως αμφιβολία το prog κοινό και μόνο αυτό. Άλλωστε οι ίδιοι οι Dufour και Chouette δεν είχαν καμία άλλη πρόθεση. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι δε θα μπορούσαν και καλύτερα, καθώς όλα τα παραπάνω θετικά επισκιάζονται μερικώς από κάποιες αβλεψίες και αδυναμίες τους στο τελικό αποτέλεσμα. Η απουσία drummer δεν δικαιολογείται και η επιλογή του εκνευριστικού προγραμματισμένου drumming μειώνει σε ζωντάνια το album, όπως επίσης και η επίπεδη παραγωγή που δημιουργεί μια εντύπωση άνευρης διαδικαστικότητας που ειδικά στο progressive rock μπορεί να αποβεί μοιραία για τις αντοχές ακόμα και του μυημένου ακροατηρίου. Οι δύο μουσικοί προφανώς επένδυσαν στις ιδέες τους και το παίξιμό τους υποβαθμίζοντας το εκτελεστικό ρυθμικό κομμάτι και προβληματίζοντας για το αν τελικά (ή εξαρχής) είναι ένα project ή κανονική μπάντα. Στο ντεμπούτο τους φαίνεται να είναι project και αυτό είναι κρίμα, γιατί οι απαιτήσεις της ίδιας της μουσικής τους είναι πολύ πιο υψηλές. Κρίμα, γιατί εδώ κρύβεται ένα από τα καλύτερα prog κομμάτια της χρονιάς που διανύουμε.
7 / 10 Δημήτρης Καλτσάς |
Κάντε το πρώτο σχόλιο